Ποιος θα είναι νικητής στις 22 του Σεπτέμβρη; Ο σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ ή ο Βαυαρός αντίπαλός του Εντμουντ Στόιμπερ;
Associated Press |
Από τη φετινή απεργία των οικοδόμων |
Γιατί με το 40-42% των ψήφων που δίνουν στα δύο «χριστιανικά» κόμματα οι δημοσκόποι, ο Στόιμπερ δε θα 'χει την απαραίτητη πλειοψηφία του 50% και πάνω των εδρών για να ανακηρυχτεί στο νεοεκλεγόμενο Μπούντεσταγκ νέος καγκελάριος της Γερμανίας. Γι' αυτό ο Στόιμπερ και οι άλλοι ηγέτες των δύο κομμάτων πιέζουν ασφυκτικά την ηγεσία των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) να δηλώσει δημόσια ότι θα μετάσχει σε μελλοντική κυβέρνηση ενός καγκελάριου των χριστιανικών κομμάτων, επειδή αναμένεται ότι οι ψήφοι του FDP θα κυμανθούν γύρω στο 10% και συνεπώς οι τρεις συνεταίροι μαζί θα ξεπερνούσαν το 50%.
Αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες κάνουν το λογαριασμό τους. Αγωνιούν και αγκομαχούν, βέβαια, γιατί οι δημοσκόποι δεν τους ανεβάζουν πάνω από ένα 35-36% των ψήφων, αλλά έχουν και αυτοί τους πολιτικούς συνεταίρους τους, τους Πράσινους του ΥΠΕΞ Γιόσκα Φίσερ, που έχουν δηλώσει ότι θα συνεχίσουν την κυβερνητική συνεργασία με τον Σρέντερ, πράγμα που το θέλει και υπολογίζει σ' αυτό ο έως τώρα σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος. Αλλά υπάρχει και η εφεδρεία του ΚΟΔΗΣΟ. Η ηγεσία του έχει δημόσια δηλώσει ότι οι βουλευτές του θα ψηφίσουν σαν καγκελάριο τον Σρέντερ - εφόσον του χρειαστούν οι ψήφοι τους - ώστε τα τρία κόμματα μαζί - Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και ΚΟΔΗΣΟ - να ανακηρύξουν καγκελάριο τον Σρέντερ. Βέβαια, ο ίδιος και ο Φίσερ δήλωσαν ότι δε θα στηριχτούν σε καμιά περίπτωση στις ψήφους των βουλευτών του ΚΟΔΗΣΟ, αλλά το τι δηλώνουν προεκλογικά δε σημαίνει ότι θα το τηρήσουν και στην ώρα της ανάγκης. Εκτός αυτού, οι δηλώσεις αυτές έγιναν για να δείξουν αυτοπεποίθηση και σιγουριά στις ίδιες τους τις δυνάμεις και για να κόψουν κάπως τον αέρα των αντιπάλων, που διατυμπανίζουν ότι «μόνο με την ψήφο των κομμουνιστών ο Σρέντερ μπορεί να γίνει για δεύτερη τετραετία καγκελάριος».
Associated Press |
Ο Γ. Σρέντερ σε προεκλογική εμφάνιση |
Αλλά και στη Γερμανία ένα μεγάλο ποσοστό των εκλογέων αφήνεται να δελεάζεται από προσωπικές συμπάθειες, από τις σειρήνες των Μέσων Ενημέρωσης, από εντυπώσεις, πολλές φορές, των τελευταίων προεκλογικών εβδομάδων. Αυτό το φαινόμενο φαίνεται πιο έντονο σ' αυτές τις γενικές γερμανικές εκλογές. Αποδείχνεται, δηλαδή, ότι η πρόσφατη στάση του Σρέντερ στο θέμα ενός πολεμικού τυχοδιωκτισμού των ΗΠΑ κατά του Ιράκ, δηλαδή η άρνηση συμμετοχής σ' αυτόν, ανέβασε μερικούς πόντους τη συμπάθεια εκλογέων στο πρόσωπό του. Αν και είναι ακριβώς η έτσι λεγόμενη «κοκκινοπράσινη» κυβέρνηση, που έμπλεξε τη Γερμανία στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας και στο Αφγανιστάν και είχε εκδηλώσει την «απεριόριστη αλληλεγγύη» στον «πόλεμο των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας». Φαίνεται ότι γι' αυτό το λόγο ο Εντμουντ Στόιμπερ και τα δύο «χριστιανικά» κόμματα που τον υποστηρίζουν τάχθηκαν και αυτά κατά της συμμετοχής. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΟΔΗΣΟ ζήτησε από τον Σρέντερ και την κυβέρνηση να μη μείνει στα λόγια, αλλά να υποβάλει πρόταση στο Μπούντεσταγκ, ώστε και η Βουλή να ταχθεί επίσημα κατά της συμμετοχής. Ζήτησε, επίσης, την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, για να καταγγελθεί η απειλή του πολέμου. Ενα δεύτερο φαινόμενο. Η ταχεία ενέργεια της κυβέρνησης και η παροχή ή η υπόσχεση αρκετής βοήθειας στα πάρα πολλά θύματα της καταστροφής από τις πλημμύρες συζητήθηκε ευνοϊκά για την κυβέρνηση. Κατά πόσον αυτά θα ανταποκριθούν σε αντίστοιχες ψήφους υπέρ του Σρέντερ, θα το δείξει η Κυριακή το βράδυ.
Οι δημοσκόποι προβλέπουν και αρκετό ποσοστό αποχής. Πρόκειται για ψηφοφόρους, που είναι γενικά απογοητευμένοι από την πολιτική όλων των αστικών κομμάτων και για να τα «τιμωρήσουν» προτιμάνε να μείνουν στο σπίτι ή - με καλό καιρό - να εκδράμουν, παρά να προσέλθουν στις κάλπες. Αυτό, φυσικά, μπορεί να αποβεί κατά του Σρέντερ, αν απόσχουν περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι, ή το αντίθετο.
Η κυβέρνηση δεν ξέχασε όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις του 1998. Εδωσε μια αύξηση στα παιδικά επιδόματα, ψήφισε μερικά μέτρα για το συνδικαλιστικό κίνημα, ψήφισε νέο νόμο για την απόκτηση της γερμανικής ιθαγένειας από τους αλλοδαπούς, το νόμο για τους μετανάστες, πήρε μερικά πρώτα μέτρα για τη χρήση της ειρηνικής ατομικής ενέργειας. Ισως και μερικά ακόμα, ώστε να μη δυσαρεστήσει τελείως τους συνδικαλιστές ηγέτες, κυρίως, αλλά και οπαδούς της από τα εργατικά στρώματα, που παραδοσιακά ακολουθούν το «εργατικό» σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Αλλά σε δύο τουλάχιστον «χοντρά» ζητήματα, οι υποσχέσεις έμειναν ανεκπλήρωτες ή ωφέλησαν βασικά το μεγάλο κεφάλαιο:
α) Η υπόσχεση για μείωση του αριθμού των 4.000.000 και άνω ανέργων. Τέσσερα χρόνια κυβέρνησης Σρέντερ - Φίσερ, ο αριθμός αυτός μένει σταθερά στα ίδια υψηλά επίπεδα, με τάση ανοδική. Η δικαιολογία του Σρέντερ, ότι δε φταίει γι' αυτό η κυβέρνησή του, αλλά οι «επιχειρηματίες» που δε βοηθούν, δημιουργώντας θέσεις εργασίας, ή ότι συνευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η κατάσταση της διεθνούς οικονομίας, είναι φυσικό να μη βρίσκει ευνοϊκή απήχηση στα εκατομμύρια των ανέργων. Για ένα διάστημα μάλιστα, η κυβέρνηση προσπάθησε να καταλογίσει ευθύνη στους ανέργους με τη δήλωση του καγκελάριου ότι στη Γερμανία δεν υπάρχει θέση για τους «τεμπέληδες». Χρειάστηκε καιρός, για να ηρεμήσει το κύμα διαμαρτυρίας ενάντια σ' αυτήν την προσβολή ανθρώπων, που θέλουν, αλλά δε βρίσκουν θέση εργασίας. Πρόσφατα, ο καγκελάριος υιοθέτησε, και στηρίζει ελπίδες στη μείωση της ανεργίας, το σχέδιο της επιτροπής υπό την προεδρία του Πέτερ Χαρτζ, μάνατζερ της αυτοκινητοβιομηχανίας «Φολκσβάγκεν». Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό για τη «μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας», η ανεργία θα μειωθεί κατά 50% (!): Με το να εξαναγκαστούν οι άνεργοι να αναλάβουν την προτεινόμενη εργασία, αλλιώς να τους μειωθεί το επίδομα ανεργίας, με το να καταπολεμηθεί η «Μαύρη Εργασία», με την καταπολέμηση των υπερωριών, με την «ενοικίαση» ανέργων σε πρακτορεία εξεύρεσης εργασίας. Ορθά, η «Μπερλίνερ Τσάιτουνγκ» (17-18 Αυγούστου) χαρακτηρίζει το σχέδιο «εκλογικό σλόγκαν» και ο πρώην εκδότης της, Εριχ Μπέμε, σε σχόλιό του, το παρομοίασε με το καπέλο του ταχυδακτυλουργού που βγάζει περιστέρια ή άσπρα λαγουδάκια.
Αλλά ας μη νομιστεί ότι ο Εντμουντ Στόιμπερ σαν καγκελάριος θα κάνει κάτι άλλο. Στην τηλεοπτική «μονομαχία» των δύο υποψηφίων καγκελαρίων στα μέσα Αυγούστου, ο Βαυαρός υποσχέθηκε κι αυτός να αυξήσει την «πίεση» στους ανέργους, για να αναλάβουν την «προσφερόμενη» εργασία.
β) Περνάμε τώρα στη δεύτερη υπόσχεση του κυβερνητικού συνασπισμού, τη μείωση της φορολογίας. Η προεκλογική υπόσχεση εκπληρώθηκε, αλλά αρκετά διαφορετικά από ό,τι αναμενόταν. Η «Νόιες Ντόιτσλαντ» (22/8) γράφει σε αναλυτικό σχόλιο: «Η φορολογική πολιτική της κοκκινοπράσινης κυβέρνησης έκανε τα δημόσια ταμεία φτωχότερα, ευνόησε προ πάντων τις μεγάλες επιχειρήσεις και ανακούφισε τα ιδιωτικά νοικοκυριά ακριβώς στον τομέα των κορυφαίων εισοδημάτων. Αντίθετα, οι χαμηλόμισθοι και οι κοινωνικά αδύνατοι δε βλέπουν σχεδόν καθόλου κάτι υπέρ τους στο πορτοφόλι τους».
Της ίδιας γνώμης είναι και το πολιτικό και πολιτισμικό περιοδικό «Konkvet» του Αμβούργου (τεύχος 9/2002), που γράφει: «Οι φόροι των εισοδημάτων και των επιχειρήσεων μειώθηκαν πραγματικά... Ο φόρος κατανάλωσης αυξήθηκε εν μέρει. Αυτό δεν είναι καλό για το καθαρό έσοδο του ημερομισθίου και για τη μαζική κατανάλωση».
Πρόσφατα, δημοσιεύτηκαν στο γερμανικό Τύπο δηλώσεις εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου, που ασκούσαν κριτική σε ορισμένα σημεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του Σρέντερ και άφηναν να διαφανεί ένας μεγαλύτερος βαθμός συμπάθειας στον Στόιμπερ. Ασφαλώς, όχι από αχαριστία προς τον Σρέντερ για τα φορολογικά δώρα προς αυτούς, αλλά γιατί είναι μάλλον βέβαιοι ότι ο Στόιμπερ θα είναι πιο απλοχέρης νονός προς αυτούς και θα ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Αν παρθεί υπόψη η πολιτική καταγωγή του Βαυαρού πολιτικού - βαδίζει στα ίχνη της πολιτικής του Στράους, του Αντενάουερ και του Κολ - η προσδοκία αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη. Θα σημειώσουμε μόνο μια πρόσφατη δήλωσή του, ότι με τόσους πολλούς ανέργους στη Γερμανία πρέπει να περιοριστεί ο αριθμός των εισερχομένων ξένων και πρώτα πρέπει να δοθεί δουλιά στους Γερμανούς και δεύτερον στους ξένους.
Ο Στόιμπερ και τα δύο «χριστιανικά» κόμματα (CDU και CSU) δε θέλουν, επίσης, να κλείσουν τους «λογαριασμούς» με τους γείτονες Τσέχους και Πολωνούς. Υποστηρίζουν τα αιτήματα των «εκδιωχθέντων» από την τσεχοσλοβακική Σουδητία και την Πολωνία για δικαίωμα επιστροφής στην πρώην πατρίδα και επανάκτηση των περιουσιών, που τους πήραν οι νικητές του πολέμου, Πολωνοί και Τσέχοι. Μάλιστα ζητάνε, οι δύο χώρες - ιδιαίτερα η Τσεχική Δημοκρατία - να μη γίνουν δεκτές στην ΕΕ, χωρίς προηγούμενη ανάληψη υποχρέωσης προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στη Γερμανία, το κομμουνιστικό κίνημα είναι, δυστυχώς, διασπασμένο. Υπάρχει το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (DKP) με έδρα το Εσεν και το νεοϊδρυμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) με έδρα το Βερολίνο. Το πρώτο, το DKP, είναι μεγαλύτερο, έχει αρκετή βάση στο εργατικό κίνημα της Δυτικής Γερμανίας και αντιπροσωπεύεται και σε διάφορα συμβούλια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όχι όμως στην ομοσπονδιακή Βουλή, το Μπούντεσταγκ. Μετέχει στις εκλογές με υποψήφιους σε διάφορες πόλεις, με δυο αντιπροσώπους του και στο Βερολίνο. Οι δυνάμεις του νεοϊδρυμένου Γερμανικού ΚΚ βρίσκονται ακόμα στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος για οποιαδήποτε επιτυχία στις 22 του Σεπτέμβρη.
Στο ΚΟΔΗΣΟ, που δεν είναι μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, αλλά αριστερό, αντιπολεμικό, με ρεφορμιστικές αντιλήψεις, στεγάζεται μεγάλος αριθμός κομμουνιστών της Ανατολικής Γερμανίας και είναι το κόμμα της Αριστεράς, που κι αυτή τη φορά θα στείλει βουλευτές στο Μπούντεσταγκ, εφόσον: α) συγκεντρώσει 5% των ψήφων ή β) επιτύχει την απ' ευθείας εκλογή τριών υποψηφίων βουλευτών, που μάλλον θεωρείται βέβαιο.
Είναι χαρακτηριστικό για τη στάση των τριών αυτών κομμάτων το εξής: Το μεν ΚΟΔΗΣΟ έχει δηλώσει ότι αν στον Σρέντερ λείψουν ποσοστά (έδρες) για να σχηματίσει και πάλι κυβέρνηση, το ΚΟΔΗΣΟ θα τον υποστηρίξει. Αλλά και τα τρία κόμματα ανοιχτά πολεμάνε την υποψηφιότητα του Στόιμπερ. Τον θεωρούν, όχι απλώς συντηρητικό, αλλά ένα βήμα παραπάνω, ένα είδος Μπερλουσκόνι και Χάιντερ. Αυτή η «θεωρία του λιγότερου κακού» έχει φαίνεται κάποια σχέση με την κοινοβουλευτική ιστορία της τελευταίας περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σοβαροί ιστορικοί υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι αν είχε γίνει δυνατό να αποκατασταθεί κοινό μέτωπο κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών και συνδικάτων το 1932 ή και νωρίτερα, ίσως δεν είχε αποκτήσει ο Χίτλερ κοινοβουλευτική εξουσία. Αλλο το ζήτημα ότι μεγάλη ευθύνη γι' αυτό φέρει η τότε δεξιά σοσιαλδημοκρατική ηγεσία. Αλλά, όπως λένε: Οποιος κάηκε μια φορά απ' το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.