Τετάρτη 21 Αυγούστου 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Αριστοφάνης και «Θηβαϊκός Κύκλος»
«Ορνιθες» από το θίασο «Αριστοφάνης»

«Λυσιστράτη» με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας
«Λυσιστράτη» με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας
Ο Θύμιος Καρακατσάνης, γεννημένος μεγάλος θεατρίνος, αλλά και «βαφτισμένος» στο επαγγελματικό του ξεκίνημα και αναβαπτιζόμενος σε όλη τη διαδρομή του στον -παντοτινά αστείρευτο- «ποταμό» της αριστοφανικής κωμωδίας, ήταν φυσικό να δώσει στο θίασο των αριστοφανικών «ονείρων» του το όνομα του ποιητή. Ο Αριστοφάνης, η αριστοφανική κωμωδία, για τον Θ. Καρακατσάνη προ πολλών χρόνων έγινε δεσμός ζωής, συστατικό της καλλιτεχνικής του ύπαρξης, «δεύτερη φύση» του, ανώτερη ανάγκη του. Και ακριβώς γι' αυτό πολύ θα μπορούσε να έχει συμβάλει στην υπόθεση της αριστοφανικής κωμωδίας, αν του παρεχόταν η δυνατότητα συχνότερης -ερμηνευτικής και σκηνοθετικής «αναμέτρησης» μαζί της.

Φέτος, ο Θ. Καρακατσάνης επέστρεψε στα Επιδαύρια με τους «Ορνιθες», έργο που τον «σημάδεψε», χάρη στην αξεπέραστη παράσταση του Κ. Κουν, αλλά και στη δική του αλησμόνητη ερμηνεία. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να θεωρεί το φετινό εγχείρημά του -σκηνοθετικό και ερμηνευτικό- ως «διπλή αναμέτρηση: με τον αριστοφανικό μύθο και με τον μύθο μιας μεγάλης παράστασης». Η σκηνοθεσία του Θ. Καρακατσάνη δε μιμήθηκε -ούτε κατ' ελάχιστον- την παράσταση του δασκάλου. Αφησε, όμως, να αιωρείται αμυδρά το «άρωμά» της. Κυρίως ως προς τη σκηνική όψη- χάρη στα σεμνά μεγέθη και τη λιτότητα του σκηνικού και τα καλόγουστα, χωρίς ακρότητες κοστούμια της Λαλούλας Χρυσικοπούλου και της συνεργάτιδάς της, σκηνογράφου Κατερίνας Καρακατσάνη- και σε κάποιο βαθμό στην όρχηση του Χορού των ορνίθων, με πολύχυμη μουσική του Γιώργου Τσαγκάρη και εκφραστική χορογραφία του Κυριάκου Κοσμίδη. Ο Καρακατσάνης σκηνοθετικά δεν επιδίωξε «εκσυγχρονιστικά» ευρήματα και επικαιροποιητικές υπερβολές. Εξάλλου, η καυστική, άμεση, χυμώδης, αλλά και λυρική στα Χορικά, μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, ανέδυε πλήρως τη διαχρονικότητα της κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής αλληγορίας του Αριστοφάνη και το λίαν επίκαιρο «αίτημά» του για μια άλλη κοινωνία. Μια κοινωνία χωρίς την εκμετάλλευση του ανθρώπου από «επουράνιους» και επί γης εξουσιαστές και τα λογής - λογής παρακμιακά παράσιτά τους -ιερείς, χρησμολόγους, πολεμοκάπηλους, οπλέμπορους, νομοθέτες, χαφιέδες, ψευδομάρτυρες, ψευτοεπιστήμονες, ψευτοποιητές. Ο Καρακατσάνης άφησε το έργο να μιλήσει για το σήμερα, αρχίζοντας την παράσταση με μια γεύση μελαγχολίας, κλιμακώνοντάς τη με παιγνιώδη διάθεση, σατιρική ματιά, εύστοχες (δικές του) λεκτικές προσθήκες για τις «μπιγκμπραδερικές» και «τρομοκρατικές» μας μέρες και εμπλουτίζοντάς τη με την ερμηνεία και τη «δαιμόνια» αυτοσχεδιαστική ευρηματικότητά του στο ρόλο του Πεισθέταιρου. Ρόλος σχεδόν διόλου κωμικός, που μόνον ο Καρακατσάνης μπορεί να τον κάνει γελαστικό.

«Ορνιθες» από το θίασο «»Αριστοφάνης»
«Ορνιθες» από το θίασο «»Αριστοφάνης»
Αριστοφανικό «δαιμόνιο» είχαν και οι ερμηνείες του πάντα μεταμορφώσιμου Περικλή Καρακωνσταντόγλου, του Τάκη Παπαματθαίου (του οποίου το ταλέντο αξίζει να αυτοκαθαρθεί από τις τηλεοπτικές του ευκολίες και μανιέρες) και του εκφραστικού Λευτέρη Λουκαδή. Θετικοί ερμηνευτικά ήταν οι νέοι ηθοποιοί Ανδρομάχη Δαυλού, Σεραφείμ Ιατρόπουλος, Κωνσταντίνος Μυλώνης, Δημήτρης Γιαννακόπουλος, Λάζαρος Ανδριώτης, Χάρης Μπόσινας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Κωνσταντίνος Μυλώνης, Γεωργία Φωτιάδου, Ντορίνα Θεοχαρίδου, Αγράμπελη Κινή, Λίνα Εξάρχου, Βάσια Λακουμέντα.

«Λυσιστράτη»
με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας

Με τη «Λυσιστράτη», στην πολύ καλή, σπιρτόζα αλλά χωρίς ακρότητες -και για το 1976 που πρωτοπαίχτηκε από το «Αμφι-Θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου- μετάφραση του Κώστα Ταχτσή, κατέβηκαν στο φετινό «στίβο» του αρχαίου δράματος το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θέμις Μουμουλίδης. Ο Θ. Μουμουλίδης είναι ταλαντούχος σκηνοθέτης, με πολλές και μερικές πολύ αξιόλογες έως σημαντικότατες παραστάσεις στο ενεργητικό του. Εχει ιδέες, φαντασία, ευρηματικότητα, σκηνοθετικό «νεύρο», ενδιαφέρουσες αισθητικές απόψεις, εικαστική αντίληψη, αίσθηση του χιούμορ. Ολα αυτά, όμως, δεν είναι αρκετά για να ανταποκριθεί επαξίως στο αρχαίο δράμα οποιοσδήποτε άπειρος, «απαίδευτος» σ' αυτό. Αυτό συνέβη και στον Θ. Μουμουλίδη, ο οποίος έστησε μεν μια «νευρώδη» παράσταση, αλλά μπερδεύτηκε ως προς τα πού να την κατευθύνει. Να επικαιροποιήσει το μύθο ή να τον αφήσει διαχρονικό; Να είναι αισθητικά «μοντερνιστική» σύμφωνα με το αφαιρετικό, «ψυχρό» σκηνικό που σχεδίασε ο ίδιος σε συνεργασία με την Παναγιώτα Κοκκορουή να αριστοφανίζει, σύμφωνα με τα θερμών χρωματισμών ενδυματολογικά παίγνια του Δαμιανού Ζαρίφη; Να επιθεωρίζει ή όχι, όπως έτειναν η επίσης μπερδεμένη μουσική του Γιώργου Ανδρέου και η αμήχανη, μισοεπιθεωρησιακή χορογραφία της Αλίκης Καζούρη; Να τολμήσει ή όχι να ερμηνευτεί ο ρόλος της δυναμικής Λυσιστράτης από άνδρα και πόσο «γυναικεία» να τον παίξει ο άνδρας ηθοποιός;

Μπλεγμένος ανάμεσα σ' αυτά ή και σ' άλλα ερωτήματα, ο σκηνοθέτης απάντησε μόνο σε ένα, επιλέγοντας τον Γιάννη Μπέζο για το ρόλο της Λυσιστράτης, ελπίζοντας να στηριχτεί στο εύπλαστο, τολμηρό, ευφάνταστο υποκριτικά, με πληθωρικό χιούμορ, με μεγάλη πείρα και τεχνική ηθοποιό. Και ο μεν σκηνοθέτης στηρίχτηκε στον Μπέζο, αλλά δεν τον στήριξε ώστε να κάνει το ερμηνευτικό «άλμα» που μπορούσε να κάνει. Το γερό υποκριτικό ένστικτο του Μπέζου, ή κάπου μπερδεύτηκε ή κάτι φοβήθηκε, ή κάτι δεν του πήγαινε καλά. Σαν να «φυλάχτηκε» από μόνος του ο Γ. Μπέζος και επέλεξε μια ερμηνεία συγκρατημένη, μετρημένη, κάπως διεκπεραιωτική γι' αυτόν τον ηθοποιό που και ξέρει και του αρέσει να προσφέρει πλουσιοπάροχα τις υποκριτικές του δυνατότητες.

Το σκηνοθετικό μπέρδεμα αποτυπώθηκε και στις ερμηνείες των άλλων ηθοποιών, διαλέγοντας ο καθένας το «δρόμο» του, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ευκολίες του. Ο Δημήτρης Πιατάς (Κινησίας) τη γνωστή, ούτως ή άλλως ευφρόσυνη μπουφονερί του. Ο Γεράσιμος Γεννατάς (Πρόβουλος, Μανής, παιδί Κινησία) την κλοουνίστικη χάρη και την κωμική και μεταμορφωτική ελαφράδα του. Η Δάφνη Λαμπρογιάννη (Κλεονίκη) τη σουμπρετίστικη εκφραστικότητα, τη θηλυκή σπιρτάδα, το γερό της χιούμορ, την υποκριτική της εξυπνάδα (ήταν η καλύτερη της παράστασης). Η Ρένα Λουιζίδου το «νεύρο» αλλά και τις τηλεοπτικές ευκολίες της. Ο Τάσος Γιαννόπουλος το χιούμορ και τις εκφραστικές μούτες του. Αλλά και οι άλλοι -στην πλειοψηφία τους νέοι- ηθοποιοί που υποδύθηκαν τους άλλους ρόλους και το Χορό (γυναικείο και ανδρικό) κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες για να ευδοκιμήσουν οι σκηνοθετικές υποδείξεις.

«Θηβαϊκός Κύκλος»

Για λόγους ενημέρωσης του αναγνώστη, η στήλη θα σημειώσει και τη διήμερη παρουσίαση στην Επίδαυρο, στα πλαίσια της «Πολιτιστικής Ολυμπιάδας», από θίασο του Ντίσελντορφ τεσσάρων τραγωδιών υπό το γενικό τίτλο «Θηβαϊκός Κύκλος». Το παραστασιακό τετράπτυχο περιέλαβε τις τραγωδίες «Βάκχες», «Οιδίπους τύραννος», «Επτά επί Θήβαις» και «Αντιγόνη». Προφανώς, «αρχιτέκτονας» αυτού του πολυδιαφημισμένου, πλην εντελώς αποτυχημένου εγχειρήματος -του οποίου η «πρωτοποριακή», υποτίθεται, αισθητική δεν αντέχει σε καμιά κριτική- ήταν ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο οποίος, με το επαναλαμβανόμενο, μονομανή ερμηνευτικό «κώδικά» του, σκηνοθέτησε την πρώτη τραγωδία, επηρεάζοντας -λίγο πολύ- και τη σκηνοθετική «ανάγνωση» των άλλων τραγωδιών από τους Ταντάσι Σουζούκι, Βαλερύ Φωκίν, Αννα Μπαντόρα.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ