«Father mother sister brother» |
Πριν ξεκινήσουμε, μια σκέψη που μας βασάνιζε από το Φεστιβάλ της Βενετίας. Ποια ταινία τελικά έπρεπε να πάρει το μεγάλο βραβείο; Το «Father Mother Sister Brother» του Τζιμ Τζάρμους είναι μεν μια υπέροχη ταινία όχι όμως στο ύψος των καιρών. «Η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ήταν εκείνη που συγκλόνισε πραγματικά τους πάντες, άνοιξε ουσιαστικό διάλογο ανάμεσα στους κινηματογραφιστές, αλλά η επιτροπή προτίμησε να τιμήσει μια «ήσυχη» ταινία που θα μπορούσε να έχει γυριστεί και είκοσι χρόνια πριν, από το επίκαιρο, το σπαρακτικό, το διαπεραστικό, το σωστό για τους καιρούς της γενοκτονίας... Εχουμε αναφερθεί ξανά και ξανά και θα συνεχίσουμε να αναφερόμαστε στο πώς τα μεγάλα φεστιβάλ στέκονται στην πλευρά των χρηματοδοτών τους και σημαντικές ταινίες που μας αφορούν, τις αφήνουν να περνούν απαρατήρητες στις πιο μικρές κατηγορίες... Ομως με κάποιο τρόπο η προοδευτική τέχνη βρίσκει τη δίοδο να περάσει στους θεατές...
«Σε πτώση» |
Ο Τζάρμους αυτήν τη φορά καταπιάνεται με τις οικογενειακές σχέσεις. Οχι, μην περιμένετε μια ταινία συμβατική, φυσικά και έχει ανατροπές, πολύ πικρό χιούμορ, στιγμές αμηχανίας και καταφέρνει να προβληματίσει ασχέτως εάν δεν ταυτιζόμαστε με τους ήρωές του. Ο Τζάρμους θέλει να μας δείξει ότι η παραδοσιακή οικογένεια δεν σημαίνει και εγγύτητα, δεν σημαίνει και «συγγένεια», αυτός είναι ο στόχος του. Ισως πάλι να θέλει να μας δείξει ότι δεν είναι απαραίτητο να κάνεις παιδιά για να είσαι ολοκληρωμένος, κι αυτό είναι απολύτως σεβαστό. Οι δυο πρώτες ιστορίες ωστόσο μοιάζουν σαν ξεκομμένες από την τρίτη, η οποία αποτελεί την τέλεια αντιδιαστολή σε όλα αυτά που περιγράψαμε. Ενδεχομένως να θέλει να μας δείξει και μια ταξική διαφοροποίηση ή έστω μια διαφοροποίηση αντιλήψεων, αφού οι γονείς της τρίτης ιστορίας μεγάλωσαν τα παιδιά τους κάπως αντισυμβατικά, όπως εκείνοι έζησαν (και πέθαναν). Οπως και να το δει κανείς, αυτές οι τρεις ιστορίες είναι απολαυστικές και ο Τζάρμους μια σταθερή αξία και μια κατηγορία από μόνος του στο κινηματογραφικό σύμπαν!
Η Αουρόρα, μια Πορτογαλίδα μετανάστρια, εργάζεται σε μια αχανή αποθήκη (τύπου «Amazon») στη Σκωτία και ζει στοιβαγμένη με πέντε ακόμα μετανάστες σε ένα μικρό διαμέρισμα. Βυθίζεται στην ατελείωτη επανάληψη της μονότονης δουλειάς και προσπαθεί να διαχειριστεί τη μοναξιά και την αποξένωση και να ονειρευτεί μια δουλειά σε πιο ανθρώπινες συνθήκες.
Καθόλου τυχαία αυτή η ταινία έχει συμπαραγωγό την «Sixteen Films», εταιρεία παραγωγής του Κεν Λόουτς. Η πρώτη ταινία της σκηνοθέτιδας προδιαγράφει ένα λαμπρό μέλλον. Αφού κατάφερε να καταπιαστεί με τους εργαζόμενους στις μεγάλες αποθήκες ηλεκτρονικού εμπορίου και να δείξει την αποξένωση, την απανθρωποποίηση, την ψυχολογική διάλυση του ατόμου που όλη μέρα σκανάρει κωδικούς με εξαντλητικούς ρυθμούς και δεν έχει το κουράγιο να μιλήσει στους συνάδελφους του, στους συγκατοίκους του, να φάει, να επικοινωνήσει, να ζήσει έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες... Κι όλα αυτά τα δείχνει με μαρτυρική σιωπή και επιτηδευμένη σκοτεινιά. Εδώ έχουμε μια σκηνοθέτιδα που δείχνει ότι μετράμε τα ψιλά για να φάμε, ότι συχνά μένουμε νηστικοί, ότι είμαστε περιτριγυρισμένοι από όλα τα αγαθά, μα τίποτα δεν μας ανήκει, ότι μας έχει κοπεί το ρεύμα και κρυβόμαστε από τους συγκατοίκους μας γιατί δεν έχουμε να το πληρώσουμε, ότι μας έχει κοπεί ακόμα και το όνειρο και η ελπίδα για μια καλύτερη θέση στον ήλιο. Με αυτή την ταινία αισθανόμαστε ότι έχουμε άλλη μια προσθήκη στους σκηνοθέτες που ενδιαφέρονται να καθρεφτίσουν την κοινωνία στα μάτια μας, να μας κάνουν να δούμε το είδωλό μας στο μεγάλο πανί και να αναρωτηθούμε: «Είναι ζωή αυτή που ζούμε»; «Θέλουμε άραγε να περνάει έτσι στη μιζέρια και στη σκοτεινιά η ζωή μας»; «Υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε»; Πραγματικά η Καρέιρα έκανε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας πέρασε. Αναμένουμε την επόμενη ελπίζοντας να μην πέσαμε έξω...
Για να μεγιστοποιήσει την οικονομική παραγωγικότητα, η βραζιλιάνικη κυβέρνηση διατάσσει τους ηλικιωμένους να μετακινηθούν σε απομακρυσμένες αποικίες. Μια 77χρονη γυναίκα αντιστέκεται και ξεκινά ένα ταξίδι στον Αμαζόνιο που θα αλλάξει για πάντα τη μοίρα της.
Τι κρίμα για μια ταινία να έχει τόσο ενδιαφέρον θέμα (θυμίζουμε «Πλάνο 75») και να καταφέρνει να σε εξοργίζει... Εξηγούμαστε. Πρώτον, ο σκηνοθέτης της ήθελε να κάνει μια ντοκιμαντερίστικη κατάβαση στον Αμαζόνιο και στον «παράνομο» κόσμο του και όχι ένα ταξίδι αντίστασης μιας γυναίκας που δεν συμβιβάζεται. Δεύτερον δεν φτάνει μόνο να αντιδράς, παίζει ρόλο πώς αντιδράς, παίζει ρόλο ποια στάση κρατάς απέναντι στην κοινωνία, με ποιον τρόπο αντιδράς, τι αποτύπωμα αφήνει αυτή η αντίδραση... Οταν αντιδράς ρισκάροντας τους κόπους των άλλων κοιτώντας μόνο την πάρτη σου, να τη βράσω την αντίδραση. Μας έχει κουράσει πραγματικά ο δρόμος του ατομισμού και του προσωπικού οφέλους. Εμείς δεν είμαστε για τα προσωπικά οφέλη, είμαστε για τις συλλογικές διεκδικήσεις.
Η ταινία «Καποδίστριας» είναι μια ιστορική ταινία που διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και αναφέρεται στην ιστορία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς.
Κανονικά, όταν παρακολουθούμε μια ταινία γύρω από ένα ιστορικό πρόσωπο, εκείνο που πρωτίστως κρίνουμε είναι η πιστότητα στα ιστορικά γεγονότα, η θέση του ατόμου σε σχέση με αυτά, ή η κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ανάλυση της προσωπικότητάς του, ώστε να φωτίζεται ολόπλευρα η διαδρομή του.
Και όμως στην προκειμένη ο Γ. Σμαραγδής καταφεύγει στη μεταφυσική, ώστε να «τονώσει τα εθνικά αντανακλαστικά» πλάθοντας έναν Καποδίστρια θεόσταλτο που μηχανορραφώντας ξεγελά τους κακούς ισχυρούς της Ευρώπης, αλλά παράλληλα κινεί και τα νήματα της Ιστορίας και στο τέλος γίνεται οσιομάρτυρας για το καλό της πατρίδας... Το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταινίας είναι η αποσύνδεση των γεγονότων, των προσώπων και των αποφάσεών τους από τα διακυβεύματα, τις αντιθέσεις και εν γένει την ιστορική κίνηση της εποχής. Εστιάζουμε αναγκαστικά σε ορισμένα σημεία (εκτενέστερη ανάλυση και για τον Καποδίστρια υπάρχει στην έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» για το 1821): Αναμφίβολα, ο Καποδίστριας συνέβαλε και με τις προσωπικές του ικανότητες στην αναγνώριση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στη διασφάλιση και διεύρυνση των συνόρων του και στη συγκρότηση κεντρικών οργάνων διοίκησής του. Οσο βέβαια προχωρούσε η διακυβέρνηση Καποδίστρια, αναδύονταν νέες αντιθέσεις. Οι κοτσαμπάσηδες της Μάνης αντιλαμβάνονταν ότι με ένα συγκεντρωτικό αστικό κράτος χανόταν η τοπική τους εξουσία, ενώ οι πλοιοκτήτες της Υδρας και της Σύρου, που ήθελαν συγκεντρωτικό αστικό κράτος, διεκδικούσαν μεγαλύτερες αποζημιώσεις με στόχο τη συγκρότηση ισχυρού εμπορικού στόλου και τον αποτελεσματικότερο ανταγωνισμό με τις πλοιοκτήτριες τάξεις άλλων χωρών. Στο πλαίσιο της ετερογενούς συμμαχίας αυτών των δύο για την ανατροπή του Καποδίστρια έγινε και η δολοφονία του. Αυτά εξέφρασαν πρωτίστως και οι Π. Μαυρομιχάλης και Γ. Κουντουριώτης, και όχι εγωισμούς, μικροσυμφέροντα ή τις «παθογένειες της ελληνικής φυλής». Ούτε βέβαια υπήρξε σε κάποιο κοινωνικό σύστημα «εθνική ενότητα» μεταξύ εκμεταλλεύτριας και εκμεταλλευόμενης τάξης, ούτε βέβαια υπάρχει σήμερα. Ομοίως, η Αγγλία ασφαλώς είχε ρόλο στα ελληνικά πράγματα και στην ανατροπή του Καποδίστρια. Πάλι όμως όχι λόγω κάποιων ραδιούργων, αλλά επειδή κάθε αστικό κράτος δημιουργεί συμμαχίες, και αυτές είναι φυσικά ανισότιμες υπέρ του ισχυρού. Η ταινία με όλα τα παραπάνω αποσιωπά το γεγονός ότι το προοδευτικό βήμα το 1821 ήταν το αστικό έθνος - κράτος και με αυτόν τον τρόπο αποσιωπά το ερώτημα «ποιο είναι σήμερα το προοδευτικό βήμα;».