Ο «Δεσμώτης» του Απάρτη στο κολαστήριο της Μέρλιν |
Είχε γνωρίσει τον Απάρτη στο Παρίσι το 1937, κατά τη διάρκεια ενός ολιγοήμερου ταξιδιού. Μεγαλύτερος σε ηλικία και γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, είχε βοηθήσει τότε τον νεαρό Μακρή να επισκεφτεί εκθέσεις και εργαστήρια σπουδαίων Γάλλων καλλιτεχνών, να δει από κοντά έργα και να πάρει μια γεύση της σύγχρονης γαλλικής γλυπτικής. Ο Μακρής δεν αποτελούσε εξαίρεση. Χρόνια αργότερα, ο Χρήστος Καπράλος θυμόταν: «Τα χρόνια που έμεινα στο Παρίσι, χρόνια μεγάλων στερήσεων, ο μόνος Ρωμιός που μου παραστάθηκε στοργικά ήταν ο Θανάσης Απάρτης. Στο σπίτι του βρίσκαμε καταφύγιο κι εγώ κι ένα σωρό άλλοι Ελληνες καλλιτέχνες, που με μεγάλο κόπο καταφέρναμε να τα βγάζουμε πέρα εκείνη την εποχή» (Πηλιχός 1972).
Αριστερά ο Απάρτης, στο μέσον ο Νέστορας Παπανικολόπουλος και δεξιά ο Μέμος Μακρής, που μόλις γύρισε από το μέτωπο, δουλεύει το μαρμάρινο κεφάλι της Ελένης Σταθοπούλου (Αρχείο M. Μακρή, Αθήνα. Ευγενική παραχώρηση: Κλειώ Μακρή) |
Η δουλειά του Μακρή καθορίστηκε το διάστημα 1941 - 1945 από το πρότυπο του Απάρτη. Κοντά στον τελευταίο ο Κλέαρχος Λουκόπουλος έκανε τότε τα πρώτα του συνειδητά βήματα ως γλύπτης. Με καταγωγή από το Θέρμο, ο Λουκόπουλος ανέπτυξε θερμή φιλική σχέση με έναν άλλο Αιτωλοακαρνάνα θαμώνα του ατελιέ, τον Καπράλο. Εκεί βρέθηκαν επίσης η Ναταλία Μελά, εγγονή του θρυλικού μακεδονομάχου και τότε μέλος της ΕΠΟΝ, ο νεαρός Κώστας Κλουβάτος και οι έφηβοι Νέστορας Παπανικολόπουλος και Μίλτος Γαρίδης. Ολοι τους μαζεμένοι γύρω από τη μυθική μορφή του δασκάλου, ανάμεσα στα έργα του, να μαθαίνουν από εκείνον, «χωρίς καμιά τσιγκουνιά», όπως σημείωνε ο Γιώργος Ζογγολόπουλος. Και συνέχιζε: «Κάτι που με είχε πολύ εντυπωσιάσει ήταν η ζωή του Απάρτη στα χρόνια της Κατοχής. Ηταν ο μόνος που πάλαιψε να ζήση το σπίτι του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, κάνοντας μόνο γλυπτική, σε αντίθεση με πολλούς άλλους καλλιτέχνες που καταφύγανε σε άλλα επαγγέλματα» (Πηλιχός 1972). Και ο Λουκόπουλος παραδεχόταν πως «ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε να εγκαταλείψει την τέχνη για μιαν άλλη δουλειά, γιατί διαιστάνουνταν πόσο μοιραία αυτό θα τον κλόνιζε» (Λουκόπουλος 1947).
Φώτης Ζαχαρίου, «Ο Απάρτης στο εργαστήριό του». Σχέδιο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι Σταθμοί», τ. 3 (20 Φεβρουαρίου 1947), σελ. 24 |
Ο Απάρτης, πάλι, δεν έμεινε κλεισμένος μέσα στα τείχη του ατελιέ. Το διάστημα 1942 - 1943 δίδαξε γλυπτική στο Θεατρικό Εργαστήρι, στην ιδιωτική σχολή του Βασίλη Ρώτα με έδρα αρχικά το οίκημα του Συλλόγου Βυζαντινής Μουσικής (επί της οδού Λέκκα 26) και κατόπιν τη Στέγη Εργαζόμενου Κοριτσιού (Σόλωνος 100). Εκτός του Απάρτη, ο Γιάννης Τσαρούχης παρέδιδε μαθήματα Σκηνογραφίας και Ιστορίας της Τέχνης, ο Μακρής σχεδίου, ο Ρώτας Ιστορίας του Θεάτρου.
Αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να μοιάζουν λιγότερο φανταχτερές από την ένοπλη πάλη, από τις μάχες σώμα με σώμα με τον εχθρό, από το όραμα της λαοκρατίας όπως σαρκώθηκε με την Κυβέρνηση του Βουνού. Ωστόσο, ας μην ξεχνά κανείς πως η τέχνη σε κάθε έκφανσή της (στο θέατρο, στο τραγούδι, στην ποίηση, στην τυπωμένη εικόνα) κράτησε τότε ζωντανή τη σπίθα της ελευθερίας. Ολοι αυτοί οι νέοι δημιουργοί, συσπειρωμένοι γύρω από εμβληματικές φυσιογνωμίες όπως ο Απάρτης ή ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός, υπηρέτησαν, από το δικό τους μετερίζι, την ιδέα της απελευθέρωσης της πατρίδας, την πίστη για πολιτική και κοινωνική αλλαγή.
Την προσφορά της τέχνης έχει αποτυπώσει πολύ όμορφα ένας άλλος μεγάλος Ελληνας καλλιτέχνης, ο Σπύρος Βασιλείου: «Συχνά πυκνά, τα χρόνια της σκλαβιάς ένα ιστορημένο τραγούδι σε μια μυστική έκδοση, ένα ντοκουμέντο φρίκης στον παράνομο Τύπο, μια αφίσα στους τοίχους της Αθήνας, μια γελοιογραφία σε μικρά χαρτάκια που τα 'βλεπες κολλημένα παντού, σχεδιασμένα, χαραγμένα και τυπωμένα στα κρυφά, μας γκαρδιώνανε το πρωί, για να σηκώσουμε το βάρος ακόμα μιας σκλαβωμένης μέρας και μας στέλνανε το παρήγορο μήνυμα πως οι καλλιτέχνες μας με τα δικά τους όπλα στο χέρι, άγρυπνοι, αδούλωτοι, ακονίζανε κάθε νύχτα τα κοντύλια τους και τα καλέμια τους πιστοί στον αγώνα της αντίστασης του Λαού» (Βασιλείου 1945).
Στο ατελιέ του Μετς, εκεί στις παρυφές του Αρδηττού, νέοι άνθρωποι μαζεύτηκαν με αφορμή την τέχνη. Επεδίωξαν μια γλυπτική με επίκεντρο τους αγώνες στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Φεύγοντας από την Αθήνα για το χωριό του, το Παναιτώλιο, ο Καπράλος δούλεψε την πρώτη εκδοχή της ζωφόρου της Πίνδου, ένα εμβληματικό έργο της νεοελληνικής γλυπτικής. Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Ζογγολόπουλος φιλοτέχνησε μια σειρά από μνημεία, με σημαντικότερο το ηρώο στην πλατεία Ξένης, στη Νίκαια, για τους νεκρούς του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Ο ίδιος ο δάσκαλος έφτιαξε το 1948 τον Δεσμώτη (το 1983 το γλυπτό στήθηκε επί της οδού Μέρλιν 6, εκεί όπου ήταν τα κρατητήρια της Γκεστάπο), και το 1951 το ανάγλυφο Ο εξολοθρεμός των Εβραίων, θέτοντας την τέχνη του στην υπηρεσία του ανθρώπου. Και αυτό ήταν, ίσως, το σπουδαιότερο μάθημά του προς όλους εκείνους τους νέους που δημιούργησαν γύρω του έναν διαφορετικό πυρήνα Αντίστασης.
Σημείωση: Από τους αναφερθέντες καλλιτέχνες, ο Καπράλος ήταν μέλος του ΕΑΜ στο Παναιτώλιο και ο Λουκόπουλος στο ΕΑΜ του Θέρμου. Στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών ήταν μέλη οι Τάσσος Αλεβίζος, Σπύρος Βασιλείου, Φώτης Ζαχαρίου, Βάσω Κατράκη, Λουκία Μαγγιώρου. Η Ναταλία Μελά και οι νεότεροι Μίλτος Γαρίδης και Νέστορας Παπανικολόπουλος μετείχαν στην ΕΠΟΝ. Οι δύο τελευταίοι ήταν στα συνεργεία που έγραφαν συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Σπύρος Βασιλείου, «Οι καλλιτέχνες στην Αντίσταση», περ. «Ελεύθερα Γράμματα», τ. 21 (8 Σεπτεμβρίου 1945), σελ. 9
Κλέαρχος Λουκόπουλος, «Ο γλύπτης Θανάσης Απάρτης», περ. «Νέοι Σταθμοί», τ. 3 (20 Φεβρουαρίου 1947), σελ. 24 - 25
Γ. Κ. Πηλιχός, «Απάρτης: Ο μεγάλος δάσκαλος της νέας ελληνικής γλυπτικής», εφημ. «Τα Νέα», 3 Απριλίου 1972