Σε νέες δηλώσεις που ταράζουν εκ νέου τα πολυδιαφημισμένα «ήρεμα νερά» των Ελληνοτουρκικών προχώρησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με αφορμή την επέτειο της λεγόμενης «Μεγάλης Νίκης» (η 30/8 τιμάται στην Τουρκία ως Ημέρα της Νίκης και Ημέρα των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, με αφορμή την επικράτηση των τουρκικών στρατευμάτων επί των ελληνικών στη μάχη του Ντουμλουπινάρ το 1922, η οποία αποτέλεσε σημείο καμπής στον Μικρασιατικό Πόλεμο).
«Οσοι έχουν κρυφά κίνητρα, όπως ακριβώς έκαναν πριν από έναν αιώνα, συνεχίζουν να επιδιώκουν ύπουλα σχέδια. Απέναντι στα σχέδια να σύρουν την περιοχή μας σε αστάθεια, το κράτος μας λαμβάνει κάθε προφύλαξη για την ασφάλειά του και την ειρήνη των πολιτών του», είπε ο Τούρκος Πρόεδρος.
Την επομένη εξάλλου προχώρησε σε ρεσιτάλ αναθεωρητισμού με επίκεντρο το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Στο μεταξύ, ο διευθυντής της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας «Μιλιέτ», Οζάι Σεντίρ, υποστήριξε σε άρθρο του ότι «στην εσωτερική πολιτική, ο (Ελληνας) πρωθυπουργός Μητσοτάκης και, κυρίως, ο υπουργός Αμυνας Δένδιας χρησιμοποιούν γλώσσα που υποκινεί τον εθνικισμό. Αυτό υπονομεύει τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει επιδιωχθεί να δημιουργηθεί μεταξύ των δύο χωρών», προσθέτοντας ότι η λέξη «συμβουλή», που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν, «δεν αποτελεί μια συγκαταβατική ή προσβλητική χειρονομία. Η Αγκυρα λέει ότι γνωρίζει τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει ο υπουργός Αμυνας Δένδιας στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων λόγω των προσωπικών του φιλοδοξιών και ελπίζει ότι και η Αθήνα το αναγνωρίζει αυτό». Ο ίδιος ανέφερε ότι ο Φιντάν δεν λέει «θα σας κάνουμε να πληρώσετε ένα τίμημα». Λέει «αν εκμεταλλευτείτε τις σχέσεις σας με την Τουρκία για εσωτερική πολιτική, το τίμημα που θα πληρώσετε θα είναι τα οφέλη που θα φέρει η ελληνοτουρκική φιλία στην Ελλάδα (...) Η μόνη ανησυχία της (Τουρκίας) είναι να επιλύσει τα προβλήματά της με την Αθήνα και να μετατρέψει το Αιγαίο σε τόπο ειρήνης και την Ανατολική Μεσόγειο σε τόπο κοινής χρήσης πλούτου».
Κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις Ερντογάν στην τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης τις χαρακτήρισε «δηλώσεις που δεν συνάδουν με την πραγματικότητα και διαστρεβλώνουν πλήρως την ιστορία» και ταυτόχρονα ότι «δεν συμβάλλουν στο κλίμα καλής γειτονίας». Για το αν θα γίνει συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στο περιθώριο της ΓΣ των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, τέλη Σεπτεμβρίου, δεν το απέκλεισε, παραπέμποντας στο όποιο «αποτέλεσμα διεργασιών των δύο υπουργείων Εξωτερικών και των επιτελείων των δύο ηγετών».
Προηγουμένως, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης, μιλώντας στη «Real news», επέμενε ότι το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου (πάγωσε μετά τις αντιδράσεις της Αγκυρας, που θέλει ρόλο και λόγο σε όποιο έργο γίνεται στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο) «θα προχωρήσει». «Η ισχυρή και ενεργητική εξωτερική πολιτική της Ελλάδας διεγείρει αντανακλαστικά», πρόσθεσε, επιβεβαιώνοντας ότι οι ανταγωνισμοί του κεφαλαίου για τις μερίδες της καπιταλιστικής λείας ανεβάζουν το θερμόμετρο στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε άλλωστε ότι «το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 συνιστά ένα αγκάθι στις σχέσεις μας με τη Λιβύη. Είναι προφανές ότι τυχόν κύρωσή του από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Βεγγάζης, μολονότι δεν το καθιστά έγκυρο και υποστατό λόγω του ότι στερείται παντελώς νομικής βάσης, θα επιβάρυνε τις διμερείς μας σχέσεις», συμπλήρωσε.
Στο μεταξύ, δεν αρνήθηκε την αναβαθμισμένη ευρύτερα γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας. Είπε π.χ. για την εμπλοκή της στο Ουκρανικό αλλά και τη σχέση που οικοδομεί με «εταίρους» της ντόπιας αστικής τάξης όπως η Γαλλία: «Η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ και αυτοτελή αμυντική βιομηχανία, γεγονός που της προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες συμμετοχής σε σχετικά εγχειρήματα (σ.σ. εμπλοκής στο Ουκρανικό)», αν και έσπευσε να καθησυχάσει τους ντόπιους επιχειρηματικούς ομίλους ότι «η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο διεθνές διπλωματικό κεφάλαιο που, σε συνδυασμό με μια ανθεκτική οικονομία και ενισχυμένη άμυνα, μας επιτρέπει να έχουμε κύρος και σθένος».