Με αφορμή ένα θεατρικό που ανέβηκε σε ένα δημοτικό σχολείο της Καστοριάς...
Για την ξεχωριστή αυτή πρωτοβουλία, ο Ριζοσπάστης συνομίλησε με τον Γιώργο Τίγκα, δάσκαλο του σχολείου που επιμελήθηκε και το κείμενο.
Η ιδέα ξεκίνησε από συζήτηση μεταξύ των δασκάλων του σχολείου μας. Από τον Γενάρη του 2025, αποφασίσαμε να μιλήσουμε στα παιδιά για τα έργα του Πάμπλο Πικάσο, για τον κυβισμό και να καταλήξουμε στο πασίγνωστο έργο της Γκουέρνικα, συζητώντας και σε έναν βαθμό το ιστορικό πλαίσιο.
Αρχικός στόχος ήταν να καταφέρουν τα παιδιά να κάνουν και μια δεύτερη ανάγνωση πίσω από την πρώτη εικόνα. Αντικρίζοντας δηλαδή την Γκουέρνικα του Πικάσο, να μη βλέπουν κάτι μπερδεμένα άσπρα, μαύρα και γκρι. Να μπορέσουν να δουν ότι εδώ μέσα κρύβεται η ιστορία του βομβαρδισμού μιας μικρής πόλης από τους Γερμανούς ναζί και τους Ιταλούς φασίστες. Να δουν πώς ένας καλλιτέχνης καταφέρνει να αποτυπώσει τον πόνο, τη φρίκη με τα πινέλα του και τα χρώματά του. Και στο τέλος να μη μείνει μόνο εκεί, αλλά να δώσει και έναν τόνο αισιοδοξίας ότι το μέλλον μπορεί να είναι διαφορετικό.
Ψάχνοντας λοιπόν, βρήκαμε ενδιαφέροντα στοιχεία που είχαν όμως έναν συγκεκριμένο τρόπο παρουσίασης, παράθεσης πληροφοριών. Θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε μία εκδήλωση που να έχει ομιλίες, αναλύσεις κτλ. Θεωρήσαμε όμως ότι δεν θα καταφέρουμε να αγγίξουμε τις ψυχές των παιδιών. Ετσι πήραμε το θάρρος, την πρωτοβουλία να γράψουμε ένα δικό μας κείμενο το οποίο θα βασίζεται σε αληθινά στοιχεία, θα έχει και μυθοπλασία βεβαίως. Θέλαμε οι πρωταγωνιστές να είναι οικείοι στα παιδιά.
Το θεατρικό λοιπόν μας μεταφέρει στην Γκουέρνικα της Ισπανίας, την άνοιξη του 1937. Δυο αδέρφια από την Καστοριά, ο Αποστόλης και ο Βασίλης βρίσκονται εκεί και πουλάνε γούνες (υπάρχει ιστορία με Καστοριανούς που είχαν φτάσει σε αρκετές πόλεις της Ισπανίας πουλώντας γούνες, από τότε μέχρι και σήμερα). Χωρίς να το περιμένουν γίνονται μάρτυρες του βομβαρδισμού της Γκουέρνικα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Χάνουν το μαγαζάκι τους, τα εμπορεύματά τους και αναγκάζονται να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα. Στην επιστροφή περνάνε από το Παρίσι, συναντούν τον Πάμπλο Πικάσο στο καφέ La Rotonde που συχνάζει και του διηγούνται τα γεγονότα. Ετσι, αυτός εμπνέεται και ζωγραφίζει τη γνωστή σε όλους Γκουέρνικα.
Οι πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε είναι μέσα στο μυαλό μας. Μπορούμε να φτιάξουμε ένα θέατρο δικό μας; Είμαστε γνώστες, ικανοί, ειδικοί; Θα βοηθήσει τα παιδιά; Θα είναι όμορφο; Θα αρέσει στους γονείς; Κι ακούγεται μια φωνή μέσα μας που λέει: «Ασ' το καλύτερα», «κάνε το μάθημά σου όπως κάνεις κάθε μέρα», «μη μπλέκεις». Εκεί είναι μια κρίσιμη στιγμή που μια καλή κουβέντα από τους συναδέλφους, μια ενθάρρυνση είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται για να πάρει μπρος η δημιουργία.
Επειτα, έρχονται στο προσκήνιο άλλες δυσκολίες. Το θέατρο δεν είναι ατομική υπόθεση. Συνδυάζει κείμενο, μουσική, χορό, σκηνικά, φώτα, βίντεο. Είναι σχεδόν απίθανο ένας εκπαιδευτικός να αντεπεξέλθει σε όλα αυτά. Κι εδώ ανοίγονται δυο δρόμοι. Ενας ατομικός, αμυντικός που λέει «θα το παλέψω μόνος/η μου κι όπου το φτάσω». Ανοίγεται όμως κι ένα άλλο μονοπάτι, της ομαδικότητας, της συνεργασίας, της έμπνευσης των συναδέλφων γύρω από κάτι όμορφο. Κι όταν συνδυαστούν οι δυνατότητες πολλών ανθρώπων, τότε είναι που γίνονται θαύματα. Ο δάσκαλος μιας τάξης, η δασκάλα της παράλληλης στήριξης, ο γυμναστής, η δασκάλα των Εικαστικών, ο δάσκαλος της Μουσικής, μια εκτός σχολείου συνεργάτιδα, μια διευθύντρια που θα δώσει τη στήριξη που χρειάζεται, ένας συνάδελφος που θα κρατήσει μια ώρα παραπάνω τα παιδιά για να γίνει κάτι όμορφο. Ολοι αυτοί ΜΑΖΙ μπορούν να κάνουν πράγματα που κανείς δεν πιστεύει ότι γίνονται.
Πράγματα που καμιά αξιολόγηση δεν μπορεί να αξιολογήσει γιατί δεν φτάνει ο νους της μέχρι εκεί. Ισα ίσα που με οποιαδήποτε πρόφαση (π.χ. γιατί θα χαθούν 10 ώρες Γλώσσας και 5 ώρες Μαθηματικών) θα εμποδίσει την ενασχόληση των μαθητών με τον πολιτισμό. Είναι πρόσφατη άλλωστε η ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης στην συνάδελφο στη Ζάκυνθο. Ο πολιτισμός όμως είναι ένα μαχαίρι κοφτερό που χαράζει βαθιά τις ψυχές των ανθρώπων και κάτι τέτοιο δεν είναι επιθυμητό σήμερα, κι ας διαλαλούν το αντίθετο σε όλους τους τόνους.
Μεγάλο ενδιαφέρον είχε και η αντιμετώπιση των παιδιών. Στην αρχή υπήρχε ένας ενθουσιασμός. Στην πορεία όμως βγήκαν δυσκολίες που έχουν τη ρίζα τους στην αμφιβολία. «Μπορώ να μάθω έναν τόσο μεγάλο ρόλο;», «Μπορώ να χορέψω;», «Μπορώ να τραγουδήσω;», «Μπορώ να πω τα λόγια μου με συναίσθημα;», «Θα γελάσει ο κόσμος με το αστείο μου;», «Πώς θα κάνω τον/την ερωτευμένο/η με τον συμμαθητή μου;», «Ντρέπομαι». Ολα αυτά ξεπερνιούνται με υπομονή, επιμονή, «καλό τιμόνι», πίστη στις δυνατότητες των μαθητών, των ανθρώπων. Πίστη ότι μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες όταν πιστέψουν στον εαυτό τους.
Ηρθαν τελικά οι γονείς, οι συγγενείς, οι μαθητές του Σχολείου παρακολούθησαν την παράσταση, όλα πήγαν πολύ καλά. Πιο μεγάλη αξία όμως έχει το ταξίδι, «ο πηγαιμός για την Ιθάκη», που ήταν μακρύς, λίγο δύσκολος και πολύ αποδοτικός. Γεμάτος από στιγμές που συναρπάζουν. Ενα άμορφο πράγμα στην αρχή, σμιλεύεται σιγά - σιγά και μέρα με τη μέρα φτάνει να εντυπωσιάσει. Να συνεργάζονται μαθητές μεταξύ τους (άσχετα με τις επιδόσεις τους στα άλλα μαθήματα), να ξεπερνούν μαλώματα και διχόνοιες γιατί εδώ έχουμε «κάτι μεγάλο να ασχοληθούμε και πρέπει να τα καταφέρουμε, θέλουμε να τα καταφέρουμε». Να θυμίζει ο ένας τα λόγια στον άλλο, να εφευρίσκει μια ατάκα για να του δώσει χρόνο να θυμηθεί ή να ανασυγκροτηθεί.
Και όλα αυτά καταλήγουν στο ερώτημα (ΜΠΟΡΩ;). Και απαντιούνται (ΝΑΙ). Ετσι, οι μαθητές είναι σήμερα πιο ώριμοι γιατί δοκίμασαν πράγματα ανώτερα από αυτούς και πιο χαρούμενοι γιατί στο τέλος τα κατάφεραν. Κι έδωσαν και μια υπόσχεση. Ραντεβού στο επόμενο!