Προβλέπονται δασμός 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές και δεσμεύσεις εκατοντάδων δισ. ευρώ για αγορές αμερικανικών υδρογονανθράκων, εξοπλισμών και επενδύσεις στις ΗΠΑ
2025 The Associated Press. All |
Από τη συνάντηση φον ντερ Λάιεν - Τραμπ |
Με βάση όσα έχουν ανακοινωθεί έως τώρα, το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων που εξάγονται από την ΕΕ στις ΗΠΑ θα δασμολογείται κατά 15% (αντί του 30% με το οποίο απειλούσε η Ουάσινγκτον αλλά και αντί των πολύ χαμηλότερων δασμών που ίσχυαν προηγουμένως), με εξαίρεση τις εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, όπου οι δασμοί θα παραμείνουν στο 50%, ενώ ασάφειες παραμένουν αναφορικά με άλλους τομείς, όπως η φαρμακοβιομηχανία.
Επίσης, η ΕΕ δεσμεύτηκε να αγοράσει ενεργειακά προϊόντα από τις ΗΠΑ ύψους 750 δισ. δολαρίων, καθώς και στρατιωτικό εξοπλισμό, όπως και να προχωρήσει σε πρόσθετες επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ.
Ο Ντ. Τραμπ είπε απευθυνόμενος στην πρόεδρο της Κομισιόν ότι «έχουμε πλέον το άνοιγμα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, που θεωρώ ότι θα μπορούσα να πω ότι ουσιαστικά ήταν κλειστές (...) Είχαμε για χρόνια μια πολύ καλή σχέση αλλά αποτελούσε μονόπλευρη συναλλαγή, πολύ άδικη για τις ΗΠΑ».
Η δε φον ντερ Λάιεν μίλησε για μια «πολύ μεγάλη συμφωνία» που θα φέρει «σταθερότητα», «προβλεψιμότητα» και «βεβαιότητα σε αβέβαιους καιρούς», αναφέροντας ότι «οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες θα πρέπει να έχουν μια καλή εμπορική ροή». Θυμίζοντας την «ένταση που υπήρχε στην αρχή» των διαπραγματεύσεων, είπε ότι «έπρεπε να εργαστούμε σκληρά για να φτάσουμε σε μια κοινή θέση» και υποστήριξε ότι «μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, αυτό είναι το δεύτερο δομικό στοιχείο που επιβεβαιώνει τη διατλαντική συνεργασία».
Αναγνώρισε πάντως ότι για ορισμένους κλάδους η επιβολή τελωνειακών δασμών 15% είναι σίγουρα «μια πρόκληση». Τέλος, συμφώνησε ότι «έχουμε πλεόνασμα και οι ΗΠΑ έχουν έλλειμμα και πρέπει να το επανεξισορροπήσουμε».
«Ενα πράγμα είναι σαφές: είναι στιγμή για ανακούφιση, όχι πανηγυρισμούς», δήλωσε σχολιάζοντας τη συμφωνία ο Βέλγος πρωθυπουργός, Μπαρτ Ντε Βεβέρ που τόνισε ότι «οι δασμοί θα αυξηθούν σε πολλούς τομείς και ορισμένα ερωτήματα - κλειδιά παραμένουν αναπάντητα».
Ο Γερμανός καγκελάριος, Φρ. Μερτς, με τη συγκράτηση των αμερικανικών δασμών σε επίπεδα χαμηλότερα από όσα η Ουάσινγκτον είχε απειλήσει να αποτελεί «ανάσα» για μεγάλο μέρος του γερμανικού κεφαλαίου, σημείωσε ότι «απετράπη εμπορική σύγκρουση η οποία θα έπληττε σκληρά την προσανατολισμένη στις εξαγωγές γερμανική οικονομία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αυτοκινητοβιομηχανία, όπου οι τρέχοντες δασμοί θα μειωθούν σχεδόν στο μισό, από 27,5% σε 15%», προσθέτοντας ότι «σε αυτό το σημείο είναι υψίστης σημασίας μια ταχεία μείωση των δασμών». Μεταξύ άλλων έκρινε ότι αποφεύχθηκε «μια περιττή κλιμάκωση στις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις» και ότι «όλοι -και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού- ωφελούνται από σταθερές και προβλέψιμες εμπορικές σχέσεις με πρόσβαση στην αγορά».
Αντίθετα, ο Γάλλος πρωθυπουργός, Φρ. Μπαϊρού, μίλησε για «σκοτεινή μέρα» στην Ευρώπη η οποία «αναγκάζεται να υποταχθεί». Ο δε Γάλλος ΥΠΕΞ Εμπορίου Λοράν Σεν-Μαρτέν μιλώντας για την «τεχνική διαπραγμάτευση» που θα ακολουθήσει είπε ότι «μπορούμε να την εκμεταλλευθούμε για να ενισχύσουμε τη θέση μας», ενώ ο υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας, Μ. Φερατσί, ανέφερε ότι «υποχρέωσή μας είναι τώρα να καταφέρουμε ότι, εν τέλει, η συμφωνία αυτή θα είναι όσο λιγότερο άνιση γίνεται».
Ο Ισπανός πρωθυπουργός της Ισπανίας, Π. Σάντσεθ, δήλωσε ότι εκτιμά την εποικοδομητική προσπάθεια της Κομισιόν για την επίτευξη συμφωνίας και την υποστηρίζει, αλλά «χωρίς ενθουσιασμό».
Η κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία, εκτίμησε ότι η επίτευξη συμφωνίας «αποτρέπει τον κίνδυνο εμπορικού πολέμου στο εσωτερικό της Δύσης, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες» και έτσι αποφεύχθηκε η «παγίδα όσων ζητούσαν να τροφοδοτηθεί μια ευθεία σύγκρουση ανάμεσα στις δυο όχθες του Ατλαντικού ωκεανού». Κάλεσε πάντως τις Βρυξέλλες «να εγκρίνουν μέτρα στήριξης για τους τομείς που μπορεί να υποστούν τις μεγαλύτερες οικονομικές συνέπειες από τα μέτρα των αμερικανικών δασμών».
Ο δε Ούγγρος πρωθυπουργός Β. Ορμπαν, δήλωσε ότι ο Τραμπ «έφαγε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για πρωινό»...
Ο Σύνδεσμος Εξωτερικού Εμπορίου (BGA) της Γερμανίας μίλησε για «επώδυνο συμβιβασμό» και για «αισθητές συνέπειες» που θα έχει η συμφωνία. Ο πρόεδρός του, Ντ. Γιαντούρα, είπε ότι «κάθε μονάδα δασμών είναι μια μονάδα περισσότερη απ' ό,τι θα έπρεπε» και ότι «η συμφωνία με τις ΗΠΑ θα έχει επιπτώσεις στην Γερμανία, θα κοστίσει ανάπτυξη, ευημερία και θέσεις εργασίας».
Η ένωση των Γάλλων μεγαλοβιομηχάνων Medef, εκτίμησε ότι «και αν είναι ένα μικρότερο κακό και "διατηρεί" ορισμένους από τους στρατηγικούς μας τομείς, αυτή η συμφωνία δείχνει τη δυσκολία που έχει ακόμα η ΕΕ να καταστήσει άξια την οικονομική της ισχύ».
Παρέμβαση για τη συμφωνία ΗΠΑ - ΕΕ έκανε και ο Ρώσος ΥΠΕΞ, Σ. Λαβρόφ, λέγοντας ότι «μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγήσει στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης, σε στροφή των επενδύσεων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ». Μιλώντας για «πολύ σκληρό πλήγμα» που θα δεχτεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι «ξεκάθαρα» οι αμερικανικοί ενεργειακοί πόροι θα είναι «σημαντικά πιο ακριβοί από τους ρωσικούς» και έτσι θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες στις «τιμές της ενέργειας», κατ' επέκταση και στη γεωργία και τη βιομηχανία στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντ. Τραμπ, συνεχάρη σε χτεσινή συνάντηση τον Βρετανό πρωθυπουργό, Κιρ Στάρμερ, για τη «φανταστική δουλειά» που έκανε για την ήδη υπογραφείσα εμπορική συμφωνία ΗΠΑ - Βρετανίας.
Μεταξύ άλλων ο Τραμπ μίλησε για «πολύ μεγάλο σχέδιο» της Ουάσινγκτον για τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, λέγοντας ότι «θέλουμε να φέρουμε την παραγωγή πίσω στην Αμερική», μιλώντας για «μάθημα» που η Ουάσινγκτον έλαβε την περίοδο της πανδημίας επειδή «αγόραζε πολύ» από άλλες χώρες, αλλά και για διάθεση για σχετικές συνεργασίες με τη Βρετανία.
Ο δε Στάρμερ χαρακτήρισε τη σχέση των δύο χωρών «στενά ιστορική σχέση (...) είτε μιλάμε για τον τομέα της άμυνας, της ασφάλειας, της ανταλλαγής πληροφοριών», καταλήγοντας ότι «πάντα στεκόμασταν από κοινού» στις εξελίξεις.