Συνεχίστηκαν χτες και προχτές οι καταθέσεις αστυνομικών του αστυνομικού Τμήματος Αγ. Αναργύρων, έξω από το οποίο τον Απρίλη του 2024 δολοφονήθηκε από τον πρώην σύντροφό της η 27χρονη Κυριακή Γρίβα. Το γενικό μοτίβο ήταν ο ένας να μεταφέρει τις ευθύνες στον άλλο για τη στάση που κράτησαν από τη στιγμή που η άτυχη κοπέλα πήγε στο Τμήμα για να ζητήσει βοήθεια. Η νεαρή αστυνομικός υπηρεσίας ανέφερε τις απαντήσεις που έδωσε όταν η Κυριακή ζήτησε περιπολικό να την συνοδεύσει γιατί αισθανόταν τον κίνδυνο, που στην ουσία την οδήγησαν να πάρει η ίδια το «100» για να λάβει την απαράδεκτη απάντηση «το περιπολικό δεν είναι ταξί». Οι προϊστάμενες της νεαρής αστυνομικού επιχείρησαν να αποποιηθούν τις ευθήνες τους και ισχυρίστηκαν ότι δεν ειδοποιήθηκαν. Ο δε σκοπός ανέφερε ότι επενέβη όταν πια ο δράστης είχε μαχαιρώσει βάναυσα την 27χρονη.
Τη βαναυσότητα της επίθεσης περιέγραψαν και οι αστυνομικοί της Αμεσης Δράσης που έφτασαν στο σημείο μετά το φονικό. Ενας από αυτούς μάλιστα είπε ότι «ο σκοπός του Τμήματος βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Τα είχε τελείως χαμένα. Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω μαζί του, ενώ οι υπόλοιποι αστυνομικοί του Τμήματος εμφανίστηκαν σε δεύτερο χρόνο».
Απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας σχετικά με την ετοιμότητα και τη στάση των αστυνομικών επεσήμανε πως «η εκπαίδευση της πλειοψηφίας των αστυνομικών δεν είναι επαρκής για να αντιμετωπίζει τέτοιες κρίσεις». Και συνέχισε «σκοπιά στην ΕΛ.ΑΣ. θεωρείται τιμωρία» ενώ σχολίασε ότι δεν θεωρεί συναδέλφους του τους 4 αστυνομικούς που ελέγχονται. Μίλησε ακόμα για «κουλτούρα φόβου εντός των Σωμάτων Ασφαλείας ως προς τη χρήση του υπηρεσιακού όπλου».
Αλλος αστυνομικός, που συνόδευσε τον δράστη στο νοσοκομείον είπε ότι αυτός ήταν «αναίσθητος για αρκετές ώρες και όταν συνήλθε, ρώτησε: «Πού είναι η Κυριακή;». Κατάθεση έδωσε και η χειρουργός του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς», η οποία είχε εξετάσει τον κατηγορούμενο. Ανέφερε ότι «είχε επικοινωνία, είχε τα μάτια του ανοιχτά, άκουγε, μιλούσε και αντιδρούσε φυσιολογικά».