Το ζήτημα της αξιολόγησης των δημόσιων νοσοκομείων και γενικότερα του δημόσιου συστήματος Υγείας δεν είναι καινούργιο, δεν το ανακάλυψε ο υπουργός Υγείας, αλλά αποτέλεσε διαχρονικά εργαλείο απ' όλες τις αστικές κυβερνήσεις για να προωθηθούν όλες οι αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις στην Υγεία που αντιστοιχούν στους στόχους της καπιταλιστικής οικονομίας και ανάπτυξης και οι οποίες είναι σε πλήρη αντίθεση με τις λαϊκές - κοινωνικές ανάγκες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κάθε κυβέρνηση επικαλούνταν τα προβλήματα που «αξιολογούσαν» οι ασθενείς και τα οποία ήταν αποτέλεσμα των προηγούμενων μέτρων που προέκυπταν από την προηγούμενη «αξιολόγηση» κ.ο.κ. Πώς είναι δυνατόν το αποτέλεσμα της κάθε αξιολόγησης να είναι χειρότερο από αυτό της προηγούμενης; Μήπως η «νέα» αξιολόγηση θα έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα για τους ασθενείς; Η απάντηση είναι απλή. Οχι μόνο δεν θα έχει θετικό αποτέλεσμα, αλλά απεναντίας θα αξιοποιηθεί για περαιτέρω αντιλαϊκά μέτρα.
Βεβαίως η αναγγελθείσα αξιολόγηση ως περιεχόμενο αντιστοιχεί με τα νομοσχέδια σε «διαβούλευση», όπου σε όλα τα άρθρα κάποιος μπορεί να πει γνώμη εκτός από αυτά που αφορούν τη γενική πολιτική της κυβέρνησης και τα οποία είναι «κλειδωμένα» στις ενδεχόμενες γνώμες. Επομένως η αξιολόγηση που εξαγγέλθηκε δεν αφορά τα «χοντρά» ζητήματα που καθορίζουν τον χαρακτήρα του δημόσιου συστήματος Υγείας, αλλά τα «ανώδυνα» για την κυβερνητική πολιτική. Γιατί τέτοιο ζήτημα είναι αν στις εμπόλεμες συνθήκες εφημερίας λόγω της υποστελέχωσης και της έλλειψης εξοπλισμού «μειώθηκε» ο χρόνος αναμονής από τις 10-12 ώρες στις 8-9 ώρες.
Υπάρχουν όμως και κάποια ερωτήματα πιο πονηρά που είναι έτσι διαμορφωμένα, ώστε όποιο και να είναι το αποτέλεσμα η κυβέρνηση να βγαίνει κερδισμένη. Δεν έχει σεντόνια το νοσοκομείο; Φταίει η Διοίκηση ή η βοηθός θαλάμου (και όχι η κρατική υποχρηματοδότηση). Δεν έχει χαρτί η τουαλέτα; Φταίει η υπηρεσία καθαριότητας (και όχι η ιδιωτικοποίησή της). Δεν σου γλυκομίλησε ο νοσηλευτής που κάνει νοσηλεία για 40 ασθενείς μόνος του; Φταίει που δεν έχει περάσει η αξιολόγηση για να τιμωρηθεί (και όχι η πολιτική που διαμόρφωσε τα ράντζα και την εντατικοποίηση). Σου φέρθηκε καλά ο γιατρός; (να 'ναι καλά το υπουργείο Υγείας που τον τρόμαξε με την αξιολόγηση και το νέο νομοσχέδιο για το Πειθαρχικό Δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων και συμπεριφέρεται σωστά). Μονά - ζυγά δικά τους!
Ο υπουργός Υγείας υποκρίνεται όταν λέει «ότι όλοι είμαστε θεωρητικά υπέρ της αξιολόγησης, αλλά όταν αρχίζει η κουβέντα δεν βγάζεις άκρη». Μια χαρά άκρη βγήκε όταν, μετά από την αντιλαϊκή αξιολόγηση:
Η εξαγγελθείσα αξιολόγηση αποτελεί μέρος της γενικότερης αξιολόγησης που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ και η οποία μπορεί να έχει «θετικό φορτίο» ως λέξη, αλλά δεν είναι απαλλαγμένη από το ταξικό της περιεχόμενο.
Αυτό επιβεβαιώνεται με τον νόμο της κυβέρνησης «Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες Υγείας και ίδρυση του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία ΑΕ (ΟΔΙΠΥ ΑΕ)», όπου τα κριτήρια με τα οποία θα γίνεται η αξιολόγηση καθορίζονται από τη στρατηγική της ΕΕ και αποσκοπεί να διασφαλίσει την αδιάλειπτη προσαρμογή των μονάδων Υγείας - ιδιαίτερα των δημόσιων - στους κανόνες της επιχειρηματικότητας και της εμπορευματοποίησης των εργασιών τους. Στο πώς ολοκληρωμένα θα λειτουργούν ως «αυτοχρηματοδοτούμενες οικονομικές μονάδες» με την πώληση των εργασιών τους απαλλάσσοντας το κράτος από τις σχετικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Οταν λοιπόν ο χαρακτήρας της ανάπτυξης του συστήματος Υγείας είναι σε αντιλαϊκή κατεύθυνση, και η αξιολόγηση των «εργαλείων» που θα τη διασφαλίζουν θα έχει αντιλαϊκό περιεχόμενο και κατεύθυνση.
Η αξιολόγηση των μονάδων Υγείας δεν γίνεται από την πλευρά της ενίσχυσής τους από το κράτος, αλλά πώς αυτές θα συμπιεστούν στα όρια των αντιλαϊκών δημοσιονομικών στόχων και στην αποθέωση της ατομικής ευθύνης των ασθενών.
Η «προσβασιμότητα» των ασθενών στις μονάδες Υγείας συνδέεται με τις «οικονομικά ανεκτές» υπηρεσίες, δηλαδή με το δεδομένο ότι θα πληρώνουν γι' αυτές.
Η διαχείριση των «οικονομικών και ανθρώπινων πόρων» πρέπει να εξασφαλίζουν τη λεγόμενη «βιωσιμότητα» των μονάδων Υγείας.
Αυτό σημαίνει πλήρη επικράτηση του «οικονομικού στοιχείου» έναντι του στοιχείου των λαϊκών αναγκών. Από αυτό θα εξαρτάται η ανάπτυξη και η στήριξη κλινικών και εργαστηρίων, ανάλογα το πόσο προσοδοφόρα θα είναι ή το κλείσιμό τους γιατί δεν είναι «οικονομικά βιώσιμα» παρόλο που είναι αναγκαία για τις ανάγκες μιας περιοχής. Ενα παράδειγμα: Σε ένα νησί μπορεί να κλείσει μια μαιευτική κλινική με το κριτήριο του αριθμού των τοκετών που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα έσοδα για τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Εννοείται ότι αυτό το κριτήριο θα καθορίζει και τη διασφάλιση ή όχι της εργασίας των υγειονομικών. Μέσω των κριτηρίων της αξιολόγησης, των «ανταμοιβών» και των «διοικητικών μέτρων - ποινών» (βλέπε και πρόσφατο νομοσχέδιο για το Πειθαρχικό Δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων), ενισχύεται η «ανταγωνιστικότητα» στον δημόσιο τομέα, που θα έχει ως αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση των μονάδων και των παροχών ανάμεσα στις περιοχές της χώρας, την ανάπτυξη «προσοδοφόρων» τομέων και την υποβάθμιση άλλων αναγκαίων για την υγεία του λαού.
Επιπλέον, βασικό κριτήριο για την απόδοση του υγειονομικού προσωπικού, ακόμη και για τη διατήρηση της θέσης ή της δουλειάς του θα αποτελεί η εφαρμογή του αντιεπιστημονικού κόφτη σε ιατρικές πράξεις, νοσηλεία, θεραπείες, φάρμακα κ.λπ. Δηλαδή, το δικαίωμα στη δουλειά θα εξαρτάται και από το αν ο κάθε εργαζόμενος προωθεί τους στόχους που θέτει το κράτος για περικοπές στην Υγεία, από το κατά πόσο υπηρετεί με προθυμία και συνέπεια την πολιτική προσέλκυσης επιχειρήσεων - χρηματοδοτών και ασθενών - πελατών.
Η αξιολόγηση αποτελεί εργαλείο για το αστικό κράτος που θα ελέγχει τη «διασφάλιση» της επιτάχυνσης των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων στην Υγεία, ώστε να «απορροφηθούν» ταχύτερα στη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων οι δεκάδες νόμοι της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων, που υπηρετούν την παραπέρα ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του συστήματος. Μια στρατηγική που βασίζεται στην εξασφάλιση «βιώσιμων και αποδοτικών συστημάτων Υγείας» μέσω της ραγδαίας μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης των κρατικών μονάδων Υγείας και ενίσχυσης της λειτουργίας τους με όρους επιχειρήσεων. Δηλαδή, με περιορισμό των υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν από το κράτος στο επίπεδο του «ελάχιστου βασικού πακέτου», με το ελάχιστο δυνατό κρατικό κόστος. Με βάση αυτά τα κριτήρια άλλωστε αξιολογεί το κεφάλαιο τις κυβερνήσεις του σε κάθε χώρα και στην Ελλάδα, η αστική κυβέρνηση αξιολογείται με βάση την επίτευξη αυτών των στόχων.
Η «αξιολόγηση» λοιπόν που έρχεται θα έχει νέες σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την τσέπη των ασθενών, θα επιφέρει νέο πλήγμα στις συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων.
Η πραγματική αξιολόγηση από τον λαό γίνεται ήδη με τις δεκάδες κινητοποιήσεις σωματείων και μαζικών φορέων για τις ελλείψεις και τα προβλήματα, που είναι αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτή η αξιολόγηση πρέπει να δυναμώσει και να γίνει από τη σκοπιά της πλήρους και δωρεάν ικανοποίησης των αναγκών του στην πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση, έγκαιρα και με ασφάλεια, που σημαίνει ότι απαιτείται ένα κεντρικά επιστημονικά σχεδιασμένο κρατικό σύστημα Υγείας, αναπτυγμένο, στελεχωμένο και εξοπλισμένο και το οποίο απαιτεί οι ίδιοι οι παραγωγοί του πλούτου να γίνουν ιδιοκτήτες του, για να μπορούν να διαθέσουν το αναγκαίο μέρος του για την ανάπτυξη των κρατικών υποδομών στην Υγεία όλων των επιπέδων.