Στο 23% η πρόθεση ψήφου για το Εργατικό Κόμμα, πίσω από το ακροδεξιό «Reform UK» του Φάρατζ
Ενας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα από τη νίκη του Εργατικού Κόμματος, η οποία το έφερε στην εξουσία στη Βρετανία μετά από 14 χρόνια διακυβέρνησης από το Συντηρητικό Κόμμα.
Ηδη από την αρχή είχε διαφανεί στο εκλογικό αποτέλεσμα η βαθιά δυσαρέσκεια της βρετανικής εργατικής τάξης από τις προηγούμενες αντιλαϊκές κυβερνήσεις των Εργατικών.
Παρότι οι Εργατικοί εξασφάλισαν 412 έδρες, από τις συνολικά 650 μονοεδρικές περιφέρειες κέρδισαν με ποσοστό μόλις 33,8% των ψήφων, σημειώνοντας αύξηση 1,6% από το 2019. Συγκέντρωσαν λιγότερες ψήφους σε απόλυτο αριθμό από αυτές με τις οποίες έχασαν τις εκλογές το 2019, όταν με επικεφαλής τον Κόρμπιν είχαν εξασφαλίσει πάνω από 10 εκατ. ψήφους. Η συμμετοχή ανήλθε σε 60%, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2001, από 67% το 2019.
Από την πρώτη μέρα της εκλογής του στην πρωθυπουργία ο Κιρ Στάρμερ ξεκαθάρισε στους Βρετανούς ότι «τα πράγματα θα χειροτερέψουν προτού βελτιωθούν», μιλώντας για «σκληρές αποφάσεις» και «μαύρη τρύπα» στα δημοσιονομικά. Την ίδια στιγμή ο βρετανικός λαός δήλωνε «εξουθενωμένος» εξαιτίας της ακρίβειας και του πληθωρισμού, της κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος Υγείας (NHS), την κατάσταση στα σχολεία κ.ά.
Λίγο αργότερα παρουσίασε σχέδιο για την περικοπή του επιδόματος θέρμανσης που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι. Μετά τις έντονες αντιδράσεις, η κυβέρνηση το πήρε πίσω.
Πριν μερικές μέρες η κυβέρνηση Στάρμερ, προκειμένου να «εξοικονομήσει» 5 δισ. λίρες ετησίως έως το 2030, ανακοίνωσε αυστηροποίηση και περικοπές στη λήψη επιδομάτων αναπηρίας και ασθένειας. Υπαναχώρησε - τουλάχιστον προσωρινά - μετά την αντίθεση βουλευτών του Εργατικού Κόμματος.
Η βρετανική κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις φόρων το φθινόπωρο.
Σκληρή είναι και η αντιμεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Στάρμερ, που πρόσφατα αποφάσισε μεταξύ άλλων να καταργήσει τα ξενοδοχεία που χρησιμοποιούνται για τη φιλοξενία αιτούντων άσυλο και προσφύγων.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση των Εργατικών «τα δίνει όλα» για να αναβαθμιστεί η γεωπολιτική θέση των βρετανικών μονοπωλίων στον κόσμο. Με κοινοβουλευτική απόφαση η στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας θα φτάνει τουλάχιστον τα 7 δισ. λίρες τον χρόνο.
Οι στρατιωτικές δαπάνες θα εκτοξευτούν στο 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2027 και στο 5% μέχρι το 2035.
Μεγάλες αντιδράσεις προκαλεί στο Ηνωμένο Βασίλειο η απόφαση της κυβέρνησης των Εργατικών να επεκταθεί το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας, αγοράζοντας 12 αμερικανικά F-35 ικανά να φέρουν πυρηνικές κεφαλές και μάλιστα να φιλοξενήσουν ξανά αμερικανικά πυρηνικά.
Εξάλλου, στον ανταγωνισμό της με τη Γερμανία και άλλα ευρωπαϊκά κράτη η Μ. Βρετανία επιδιώκει να αναδειχθεί στην ισχυρότερη γεωπολιτική δύναμη στην Ευρώπη, δίνοντας έμφαση σε στρατιωτικές συμφωνίες και «συμμαχίες» με την Πολωνία, τις χώρες της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας (Joint Expeditionary Force - JEF).
Παράλληλα επαναπροσεγγίζει την ΕΕ μετά το Brexit, κυρίως μέσω διμερών συμφωνιών με ευρωπαϊκά κράτη. Μέσα στον Ιούλη αναμένεται να υπογραφεί με τη Γερμανία μια ευρεία συμφωνία που αφορά όλους τους τομείς, αλλά δίνει έμφαση στη στρατιωτική συνεργασία. Θα αναφέρει μάλιστα ότι οποιαδήποτε στρατηγική απειλή για τη μία χώρα θα αποτελεί απειλή και για την άλλη.
Μεταξύ των «επιτευγμάτων» του ο Στάρμερ αναφέρει την εμπορική συμφωνία με την Ινδία και την εξαίρεση του Λονδίνου από τους δασμούς των ΗΠΑ.
Αυτές οι πολιτικές προς όφελος του βρετανικού κεφαλαίου σπρώχνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τη συντηρητικοποίηση.
Σε δημοσκόπηση της «YouGov» η πρόθεση ψήφου για το Εργατικό Κόμμα βρίσκεται πλέον στο 23%, πίσω από το ακροδεξιό κόμμα του Ν. Φάρατζ, «Reform UK», που συγκεντρώνει 26%. Σε παρόμοια δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας, όπου συμμετείχαν περισσότεροι από 10.000 Βρετανοί, φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι του Εργατικού Κόμματος κατευθύνονται σε άλλα κόμματα, όπως εκείνα του Φάρατζ (Reform UK), των Φιλελεύθερων ή των Πρασίνων.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, αυτήν τη μετατόπιση πυροδότησαν κυρίως εσωτερικά ζητήματα, όπως η αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων, η κατάσταση του δημόσιου συστήματος Υγείας και το υψηλό κόστος ζωής.