Κίεβο και Μόσχα διαφωνούν για τους όρους διεξαγωγής
Από τον πρώτο γύρο των διαπραγματεύσεων Ρωσίας - Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη |
Μετά τη σχετική πρόταση της Μόσχας, το Κίεβο απάντησε προχθές το βράδυ ότι είναι έτοιμο για τη διεξαγωγή νέων συνομιλιών τη Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας όμως από τη ρωσική πλευρά να διατυπώσει εκ των προτέρων τους όρους της για «ειρήνευση», προκειμένου η συνάντηση «να αποφέρει καρπούς».
Οπως είχε ανακοινώσει ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ, «η αντιπροσωπεία μας, υπό τον Βλ. Μεντίνσκι, είναι έτοιμη να παρουσιάσει αυτό το μνημόνιο στην ουκρανική πλευρά και να της δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις, στη διάρκεια ενός δεύτερου κύκλου απευθείας διαπραγματεύσεων».
«Δεν είμαστε αντίθετοι σε νέες συναντήσεις με τους Ρώσους και αναμένουμε το μνημόνιό τους», απάντησε λίγο αργότερα ο Ουκρανός υπουργός Αμυνας Ρ. Ουμέροφ. «Η ρωσική πλευρά έχει στη διάθεσή της τουλάχιστον τέσσερις μέρες ακόμα, πριν την αναχώρησή της (σ.σ. για την Τουρκία), προκειμένου να μας δώσει το έγγραφό της να το εξετάσουμε», πρόσθεσε.
Κληθείς να σχολιάσει τη δήλωση του Ουκρανού ΥΠΕΞ Α. Σιμπίχα ότι η Ρωσία θα πρέπει να παραδώσει αμέσως το μνημόνιο, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμ. Πεσκόφ απέρριψε την ιδέα ως «μη εποικοδομητική».
«Εδώ πρέπει είτε να επιβεβαιώσεις την ετοιμότητά σου να συνεχίσεις τις διαπραγματεύσεις ή να κάνεις το αντίθετο», είπε.
Ο Μεντίνσκι ήταν επικεφαλής των Ρώσων διαπραγματευτών και ο Ουμέροφ των Ουκρανών κατά τις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των δύο χωρών στις 16 Μάη στην Κωνσταντινούπολη. Αυτές ήταν οι πρώτες απευθείας συνομιλίες τους μετά τον Μάρτη του 2022, λίγο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν σε συμφωνία για ανταλλαγή 1.000 κρατουμένων, η οποία ολοκληρώθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο.
Στο μεταξύ ο Λαβρόφ σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μ. Ρούμπιο, εξήγησε ότι η Ρωσία σκοπεύει να διεξάγει συνομιλίες με την Ουκρανία στην Τουρκία και τον ενημέρωσε σχετικά με την προετοιμασία «συγκεκριμένων προτάσεων» για νέο γύρο απευθείας συνομιλιών με το Κίεβο.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ δήλωσε «απογοητευμένος» με ό,τι έχει συμβεί στην Ουκρανία, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι «δεν μπορώ να πω αν ο Πούτιν θέλει να τερματίσει τον πόλεμο. Θα το μάθουμε σύντομα».
«Θα έχουμε διαφορετική αντίδραση αν ο Πούτιν παίζει με τις ΗΠΑ. Θα χρειαστεί μια βδομάδα για να το μάθουμε», ανέφερε.
Επιπλέον, εξέφρασε δισταγμό ως προς την επιβολή νέων κυρώσεων στη Ρωσία, λέγοντας ότι δεν θέλει οι κυρώσεις να παρεμποδίσουν την επίτευξη εκεχειρίας, παρότι δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ο Πούτιν «να καθυστερεί σκόπιμα τις διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο στην Ουκρανία».
Συγκεκριμένα, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο ο Τραμπ υποστήριξε πως «αν νομίζω ότι είμαι κοντά στο να πετύχω μια συμφωνία, δεν θέλω να την καταστρέψω κάνοντας κάτι τέτοιο».
Νωρίτερα η Μόσχα είχε απορρίψει την πρόταση του Ουκρανού Προέδρου Β. Ζελένσκι για τριμερή σύνοδο με τη συμμετοχή των ομολόγων του από Ρωσία και ΗΠΑ προκειμένου να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις.
«Μια τέτοια συνάντηση θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων συμφωνιών μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών», απάντησε εκ μέρους του Κρεμλίνου Πεσκόφ.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν δήλωσε ότι η πρόταση της Ρωσίας να διεξαχθεί ένας νέος γύρος «ειρηνευτικών» συνομιλιών με την Ουκρανία «αύξησε τις ελπίδες» της Αγκυρας για «ειρήνη». Μιλώντας σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια πτήσης από το Αζερμπαϊτζάν, είπε ότι «η Αγκυρα βρίσκεται σε επαφή και με τις δύο χώρες» και ότι «η πρόσφατη δυναμική στις ειρηνευτικές προσπάθειες αποτελεί ευκαιρία για την επίτευξη διαρκούς ειρήνης».
Κρίσιμη θεωρείται η επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν χθες και σήμερα στο Κίεβο, ενώ προηγήθηκε διήμερη επίσκεψή του στη Μόσχα, όπου εκτός από τον Ρώσο ομόλογό του έγινε δεκτός και από τον Πούτιν. Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας θα επιδιώξει να εξασφαλίσει από την ουκρανική ηγεσία μια θετική απάντηση στην πρόταση της Μόσχας να συνεχιστούν οι απευθείας διαπραγματεύσεις με δεύτερο γύρο στην Κωνσταντινούπολη.
Παράλληλα κλιμακώνεται στρατιωτικά η σύγκρουση, με το ρωσικό υπουργείο Αμυνας να ανακοινώνει χθες ότι στρατεύματά του κατέλαβαν τον οικισμό Στοΐβκα στην περιφέρεια Χάρκοβο, καθώς επίσης το Σεβτσένκο Πέρσε και τη Χνατίφκα στην περιφέρεια Ντονέτσκ.
Σύμφωνα δε με τον αντιπρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Ντμ. Μεντβέντεφ, σχεδόν 175.000 στρατιώτες υπέγραψαν συμβάσεις με τον ρωσικό στρατό από την αρχή του έτους. Επιπλέον, πάνω από 14.000 άνδρες κατατάχθηκαν στον στρατό «ως εθελοντές».
Η γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί να υιοθετεί τη «στρατηγική ασάφεια» σχετικά με τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς «Taurus». Υπενθυμίζεται ότι προχθές, κατά την επίσκεψη του Ουκρανού Προέδρου στο Βερολίνο, ανακοινώθηκαν σχέδια για κοινή παραγωγή όπλων μεταξύ άλλων και μεγάλου βεληνεκούς, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γερμανία.
«Εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση», δήλωσε ο Ζελένσκι σε συνέντευξη που παραχώρησε στον τηλεοπτικό σταθμό RTL, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την προοπτική παράδοσης του συστήματος πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς «Taurus» στις ουκρανικές Ενοπλες Δυνάμεις.
Ταυτόχρονα όμως τόνισε ότι συμφώνησαν με τον καγκελάριο Φρ. Μερτς να μη συζητούν δημοσίως θέματα στρατηγικής σημασίας.
Για το θέμα τοποθετήθηκε και ο Γερμανός καγκελάριος, χωρίς να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες για τα γερμανικά σχέδια.
Το ενδεχόμενο παράδοσης πυραύλων «Taurus» στην Ουκρανία βρίσκεται «στο πλαίσιο των δυνατοτήτων (...) αλλά πάντα λέγαμε ότι οι "Taurus" απαιτούν αρκετούς μήνες εκπαίδευσης για στρατιώτες στην Ουκρανία, επομένως μια παράδοσή τους σε έξι μήνες ή έναν χρόνο δεν θα ήταν χρήσιμη για την Ουκρανία σήμερα», δήλωσε ο Μερτς σε συνέντευξή του στη γερμανική δημόσια τηλεόραση ZDF.
Τη συνεισφορά έως και 40.000 επιπλέον στρατιωτών για την «άμυνα» ζητά από τη Γερμανία το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της αναθεώρησης των στόχων του για τις στρατιωτικές δυνατότητες, μεταδίδει το «Bloomberg», επικαλούμενο ανώνυμες πηγές. Προχθές είχε αναφερθεί σε αυτό το σχέδιο και το «Reuters».
Η ιμπεριαλιστική «συμμαχία» βρίσκεται σε φάση αναδιάταξης δυνάμεων στην Ευρώπη και ενίσχυσης της στρατιωτικής προπαρασκευής, μπροστά στο ενδεχόμενο πολέμου με τη Ρωσία.
Οι υπουργοί Αμυνας του ΝΑΤΟ αναμένεται να συζητήσουν το σχέδιο κατά τη διάρκεια συνάντησης στις Βρυξέλλες την επόμενη βδομάδα, όπου θα εξεταστούν νέοι στόχοι για τα όπλα και τον αριθμό των στρατευμάτων. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ανάπτυξη των πρόσθετων στρατευμάτων, ανέφεραν οι πηγές, συμπληρώνοντας ότι το 2030 θα ήταν επιθυμητός στόχος, αν και μη ρεαλιστικός.
Οι συζητήσεις της επόμενης βδομάδας μπορεί να οδηγήσουν στην αύξηση των συνολικών στόχων για τις ταξιαρχίες των μελών του ΝΑΤΟ, από περίπου 80 σε 120 έως 130, σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Reuters».
Εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Αμυνας αρνήθηκε να σχολιάσει τους αριθμούς, λέγοντας ότι το θέμα θα συζητηθεί στη συνάντηση. Αξιωματούχος του ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε ότι η συμμαχία «θέτει νέους φιλόδοξους στόχους δυνατοτήτων για τους συμμάχους».
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η Γερμανία έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι στοχεύει να δημιουργήσει τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης και να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην ήπειρο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία αναπτύσσει μια νέα ταξιαρχία στη Λιθουανία, με έως και 5.000 στρατιώτες, που αναμένεται να βρίσκονται στο έδαφος της βαλτικής χώρας μέχρι τέλη του 2027. Αυτή η δύναμη - η οποία θα προσμετρηθεί στην ποσόστωση του ΝΑΤΟ - θα είναι η πρώτη γερμανική ταξιαρχία αρμάτων μάχης που θα αναπτυχθεί μόνιμα στο εξωτερικό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέχρι στιγμής η Γερμανία έχει δεσμευτεί να παράσχει στο ΝΑΤΟ 10 ταξιαρχίες με περίπου 3.000 στρατιώτες η καθεμία μέχρι το 2030. Η χώρα διαθέτει σήμερα 9 ταξιαρχίες, συμπεριλαμβανομένης αυτής στη Λιθουανία.
Για να «ενθαρρύνει» περισσότερους να εγγραφούν στη στρατιωτική θητεία, η γερμανική κυβέρνηση ψήφισε πρόσφατα νόμο για τη βελτίωση των αμοιβών και των συνθηκών εργασίας των στρατιωτών που υπηρετούν στο εξωτερικό. Ο κυβερνητικός συνασπισμός συμφώνησε επίσης να εισαγάγει ένα νέο μοντέλο εθελοντικής στρατιωτικής θητείας, χωρίς να έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο επαναφοράς της υποχρεωτικής θητείας αν δεν υπάρξουν αποτελέσματα.