Ως κοινωνικό ιστορικό φαινόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον χαρακτήρα της εποχής μας. Οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και οι επακόλουθοι όροι ζωής των γονιών της εργατικής τάξης προσδίδουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο παιχνίδι των παιδιών μας. Παραπέρα, η καπιταλιστική ανάπτυξη, η ανάπτυξη και εξέλιξη της μορφής και του περιεχομένου του σχολείου, αλλάζει και το περιεχόμενο της διαπαιδαγώγησης, τους όρους που αναπτύσσεται το παιδί, και σε αυτήν τη διαδικασία το παιχνίδι καταλαμβάνει κυρίαρχο, δυναμικό ρόλο που εξελίσσεται μαζί με την κοινωνία. Λιγότερο υπαίθριο σε σχέση με παλαιότερα, περισσότερο ψηφιακό και άρα ατομικό, παιχνίδι που από την πλευρά του κουρασμένου γονιού συχνά στοχεύει σε ένα αποτέλεσμα, δηλαδή στην ολοκλήρωσή του και όχι στην ίδια τη διαδικασία. Επίσης, τα παιδιά αναπαράγουν μέσω του παιχνιδιού τη ζωή που τα περιβάλλει, τη δραστηριότητα των ενηλίκων, τις διαπροσωπικές σχέσεις από τις οποίες περιστοιχίζονται. Ποιο είναι, όμως, εκείνο το παιχνίδι που μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτυχθούν και να διαμορφώσουν ολοκληρωμένες και αγωνιστικές προσωπικότητες;
Οπως αναφέρεται στην έκδοση «Η θέση του ΚΚΕ για την Προσχολική Αγωγή των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων» («Σύγχρονη Εποχή», 2018): «Το παιδί, σε κάθε ηλικία, καταπιάνεται με διάφορες δραστηριότητες (...) μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων υπάρχει η "άγουσα", που παίζει καταλυτικό ρόλο στο "τράβηγμα" της ανάπτυξης προς τα μπρος (...). Ο Λεβ Βιγκότσκι αναφέρει χαρακτηριστικά: στο παιχνίδι το παιδί βρίσκεται πάντοτε πάνω από τη μέση (νοητική) ηλικία του, πάνω από την καθημερινή συμπεριφορά του. Στο παιχνίδι είναι σαν να ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλό από τον εαυτό του. Σαν την εστία του μεγεθυντικού φακού, το παιχνίδι περιέχει όλες τις αναπτυξιακές τάσεις σε συμπυκνωμένη μορφή. Στο παιχνίδι το παιδί είναι σαν να προσπαθεί να πηδήξει πάνω από το επίπεδο της κανονικής του συμπεριφοράς. Η σχέση παιχνιδιού - ανάπτυξης μπορεί να συγκριθεί με τη σχέση διδασκαλίας - ανάπτυξης, αλλά το παιχνίδι παρέχει ευρύτερη βάση για αλλαγές στην ανάγκη και τη συνείδηση. Το παιχνίδι είναι η πηγή ανάπτυξης και δημιουργεί τη ζώνη επικείμενης ανάπτυξης...»1
Ο Μακάρενκο περιγράφει τρεις φάσεις του παιχνιδιού στην ανάπτυξη του παιδιού, κάθε μία με την ανάλογη καθοδήγηση από τον ενήλικα. Στην πρώτη φάση, το παιδί παίζει μόνο του, εστιάζοντας στις προσωπικές του ικανότητες και βρίσκεται σε εγωκεντρικό στάδιο, με στόχο σταδιακά η κοινωνική του δραστηριότητα να διευρύνεται. Στη δεύτερη φάση, το παιδί μεταβαίνει σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, όπου μαθαίνει να συνεργάζεται και να γίνεται αυτόνομο, χωρίς αυστηρή επιτήρηση και αρχίζει να αντιλαμβάνεται την επίδραση των δραστηριοτήτων του στις ομάδες. Η φάση αυτή αποτελεί μεταβατικό στάδιο προς την τρίτη, όπου το παιδί συμμετέχει ενεργά σε ομαδική εργασία και μάθηση και το παιχνίδι αποκτά πιο σοβαρά ομαδικά χαρακτηριστικά, συνδεδεμένα με κανόνες και έννοιες πειθαρχίας.
Ο ρόλος του ενήλικα στο παιχνίδι των παιδιών, σύμφωνα με τη ζώνη επικείμενης ανάπτυξης (ΖΕΑ) του Βιγκότσκι, είναι καθοριστικός για την ομαλή ψυχοκοινωνική και γνωστική τους ανάπτυξη. Ο ενήλικας λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, παρέχοντας υποστήριξη και καθοδήγηση, ώστε το παιδί να ξεπεράσει τα εμπόδια που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και να αναπτύξει νέες δεξιότητες. Μέσω της αλληλεπίδρασης αυτής, το παιδί ενισχύει την ικανότητά του να επιλύει προβλήματα, να επικοινωνεί και να δημιουργεί, αποκτώντας πρόσβαση σε επίπεδα ανάπτυξης που διαφορετικά θα ήταν αδύνατα χωρίς βοήθεια. Ο ενήλικας, είτε ως δάσκαλος, γονέας ή συνομιλητής, ενθαρρύνει το παιδί να διαμορφώσει σκέψεις και ιδέες, προάγοντας την αυτόνομη γνώση και την αυτοπεποίθηση (Luria, 1966). Η ενεργή συμμετοχή του ενήλικα στο παιχνίδι, επομένως, όχι μόνο στηρίζει τη μαθησιακή διαδικασία, αλλά ενισχύει και τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Ο Σοβιετικός παιδαγωγός και ψυχολόγος Βιγκότσκι διακρίνει τρία είδη παιχνιδιού στα νήπια και τα παιδιά: Το θεματικό, το παιχνίδι ζωηρότητας και το διδακτικό. Το θεματικό παιχνίδι, που ξεκινά στην προσχολική ηλικία, είναι συμβολικό και επιτρέπει στα παιδιά να υποδύονται ρόλους (π.χ. γιατρός, δασκάλα), βοηθώντας στην ανάπτυξη της νόησης, της φαντασίας και της εφευρετικότητας. Περιλαμβάνει και σκηνοθετικό στοιχείο, όπως το παιχνίδι με κούκλες, και εξελίσσεται από την απλή ενεργοποίηση αντικειμένων σε αναπαραστάσεις δραστηριοτήτων και σχέσεων των ενηλίκων.Το δεύτερο είδος είναι τα παιχνίδια ζωηρότητας, που απευθύνονται κυρίως στην πρώτη προσχολική περίοδο και χαρακτηρίζονται από θεατρικότητα, μίμηση, τραγούδι και κανόνες (π.χ. κρυφτό). Στόχος τους είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της εκφραστικότητας των παιδιών, προετοιμάζοντάς τα για ομαδικό παιχνίδι και αθλητικές δραστηριότητες. Το τρίτο είδος είναι τα διδακτικά παιχνίδια, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη ανώτερων νοητικών λειτουργιών όπως η προσοχή, η μνήμη και η ομιλία. Περιλαμβάνουν δραστηριότητες για την απόκτηση γνώσεων, την κατανόηση ταξινομήσεων και ιδιοτήτων, και συχνά είναι επιτραπέζια ή κατασκευαστικά παιχνίδια. Ιδιαίτερη αξία έχουν τα παιχνίδια κατασκευής με ομαδικό χαρακτήρα, καθώς προάγουν τη συνεργασία, την έκφραση και τον σεβασμό μεταξύ των παιδιών.
Το ουσιαστικότερο όμως είναι το περιεχόμενο κάθε φορά του παιχνιδιού, οι θεματικές και οι πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας που επιλέγουμε να αναδείξουμε στα παιδιά μας. Η προετοιμασία ή η δημιουργία ενός παιχνιδιού απαιτεί κόπο από τους γονείς σε συνθήκες αντίξοες. Προοδευτικοί, αγωνιστές γονείς που επιλέγουμε τον δρόμο του αγώνα για τις καθημερινές σύγχρονες ανάγκες μας, για τους όρους ζωής μας, αναγνωρίζουμε τη θέση που έχουμε στην εξαιρετικά σύνθετη, απαιτητική διαδικασία να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι ο ρόλος μας περιορίζεται από την ανυπαρξία του κοινωνικού υποστηρικτικού πλαισίου στον καπιταλισμό, αλλά με πείσμα δεν συμβιβαζόμαστε με τις δυσκολίες, δεν αναδιπλωνόμαστε, ούτε παραιτούμαστε.
Μεγαλώνοντας την αυριανή βάρδια της κοινωνίας μας... Στα μάτια τους και τη συνείδησή τους βλέπουμε το μέλλον της και κρατώντας τα λόγια του κομμουνιστή λογοτέχνη Μαξίμ Γκόρκι πως «το παιχνίδι είναι ο δρόμος των παιδιών για να γνωρίσουν τον κόσμο, που σε αυτόν ζουν και οφείλουν να τον αλλάξουν», θα το αξιοποιήσουμε στο έπακρο!
Βιβλιογραφία:
Μακάρενκο, Αντόν. (2018). «Διαλεχτά παιδαγωγικά έργα». Τόμ. 2: «Το βιβλίο των γονιών». Ομιλος Εκπαιδευτικού Προβληματισμού.
Luria, A. R. (1966). «Neuropsychology of the Developing Child».
Vygotsky, L. S. (1978). Mind in Society: The Development of Higher Psychological Processes. Edited by M. Cole, V. John-Steiner, S. Scribner, & E. Souberman. Cambridge, MA: HarvardUniversityPress.
1. «Η θέση του ΚΚΕ για την Προσχολική Αγωγή των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων», «Συγχρονη Εποχή», 2018, σελ. 32