Laurent Le Crabe |
Αυτή η κινηματογραφική εβδομάδα δεν είναι ιδιαίτερα αξιόλογη, δυστυχώς τα μεγάλα «χαρτιά» της χρονιάς, όπως λέγεται, αναμένεται να βγουν στα θερινά σινεμά που ήδη ξεκίνησαν τις προβολές τους με ταινίες πρώτης προβολής και πολύ αξιόλογες επανεκδόσεις. Και αυτή την εβδομάδα έχουμε την αντικομμουνιστική ταινία μας με την οποία δεν θα ασχοληθούμε στην κριτική. Οχι γιατί δεν έχει νόημα να αποδημήσουμε την «άποψή» της, αλλά γιατί είναι τόσες πολλές οι ταινίες του είδους που βγαίνουν, χρηματοδοτούμενες κυρίως από την ΕΕ, που θα έπρεπε κάθε βδομάδα να μην κάνουμε άλλη δουλειά, αλλά να αφιερώνουμε ένα φύλλο σε αυτές... Η Ευρώπη της καρδιάς μας, που εξισώνει τον κομμουνισμό με τον ναζισμό, ρίχνει ζεστό χρήμα στην προπαγάνδα και στοχεύει κυρίως στο θυμικό, δίνοντας έμφαση στην έννοια της ελευθερίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σε κάθε ταινία τα «θύματα του καθεστώτος» αλλάζουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες κατά το δοκούν. Οσο μεγαλύτερο είναι το νούμερο, τόσο πιο εντυπωσιακά κρύβονται τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού και καρφώνεται στο μυαλό του θεατή ο τρόμος για το «σιδηρούν παραπέτασμα». Ελευθερία λοιπόν... Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι στον καπιταλισμό. Να σκεφτείτε μόνο, μια και μιλάμε για σινεμά, ότι οι σκηνοθέτες που θάβουν τον σοσιαλισμό είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν γιατί χρηματοδοτούνται, εάν όμως κάποιος άλλος γράψει ένα σενάριο που ανατρέπει το δημοφιλές αφήγημα, δεν θα πάρει χρηματοδότηση στον αιώνα τον άπαντα... Και ως γνωστόν, στον καπιταλισμό η ελευθερία κοστίζει πολύ ακριβά... Τόση ελευθερία έχουν οι καλλιτέχνες λοιπόν, μπορούν να κάνουν ταινίες αρκεί να εξυπηρετούν τις κατευθύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου.
Ο Καρς, απαρηγόρητος μετά από τον θάνατο της γυναίκας του, αποφασίζει να ιδρύσει την εταιρεία «Grave Tech». Εκμεταλλευόμενος μια αμφιλεγόμενη τεχνολογία που επιτρέπει στους ζωντανούς ανθρώπους να παρακολουθούν τους αγαπημένους τους νεκρούς μέσα στα σάβανά τους από το κινητό τους. Μια νύχτα, πολλοί τάφοι αυτής της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της γυναίκας του, βεβηλώνονται με έναν πολύ άσχημο τρόπο. Ο Καρς ξεκινά για να εντοπίσει τους δράστες.
Από τη σύνοψη κιόλας καταλαβαίνουμε ότι αυτό που πρόκειται να δούμε δεν θα μπορούσε να το έχει σκεφτεί άλλος. Με τη μόνη διαφορά ότι η μεν ιδέα θυμίζει Κρόνενμπεργκ, η δε εκτέλεση δεν θυμίζει σε τίποτα τον μάστερ του τρόμου. Η ιδέα του όχι μόνο δεν αναπτύσσεται σεναριακά και δεν καταλήγει πουθενά, αλλά παρεμβάλλονται και διάφορες συνωμοσιολογικές απόψεις, οι οποίες καταστρέφουν την ατμόσφαιρα και δεν έχουν θέση σε ένα σινεμά τρόμου. Δεν κρίνουμε το κατά πόσο είναι νοσηρή η ταινία του, γιατί νοσηρές είναι και άλλες ταινίες του, κρίνουμε όμως το πώς αναπτύσσει την ιδέα που είχε και εάν κατάφερε να την ολοκληρώσει. Δυστυχώς απέτυχε σε πολλά επίπεδα. Δεν σου δημιουργείται εσωτερικός τρόμος, μόνο απέχθεια. Εάν κάποτε δούμε να ιδρύονται «Grave Tech», ας μην απορήσουμε. Θα ξέρουμε ποιος έδωσε την ιδέα. Η βεβήλωση του νεκρού σε συνδυασμό με τις δήθεν πειραματικές θεραπείες για τον καρκίνο στους ζωντανούς συνθέτουν ένα παζλ που θα αρρώσταινε ακόμα και τον Κρόνενμπεργκ...
Ο Τοτόν, 18 ετών, περνά τον χρόνο του πίνοντας μπύρες και γυρνώντας με τους φίλους του. Ομως όταν χάνει τον πατέρα του, αλλάζει την καθημερινότητά του για πάντα. Πρέπει να φροντίσει την επτάχρονη αδερφή του και να βρει τρόπο να κερδίσει τα προς το ζην. Αποφασίζει λοιπόν να φτιάξει το καλύτερο τυρί Κομτέ (Comte) της περιοχής Ζυρά, για να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στον αγροτικό διαγωνισμό και χρηματικό έπαθλο 30.000 ευρώ.
Μια ταινία τρυφερή και γλυκόπικρη, κλασικό γαλλικό σινεμά, που κάνει τη σκληρότητα της ζωής να μοιάζει ρομαντική κομεντί. Το έχουν αυτό το χαρακτηριστικό κάποιοι σκηνοθέτες, να περνάνε δύσκολες καταστάσεις μέσα από έναν φακό αθωότητας, να «εξευγενίζουν» τον πόνο. Τέτοια είναι και η περίπτωσή μας εδώ. Ο νεαρός, όσο ψάχνει να βρει τον δρόμο του, ανακαλύπτει και τον έρωτα και στην πάροδο του χρόνου συνδυάζει «το τερπνόν μετά του ωφελίμου»... Η σκληρή αγροτική ζωή στη γαλλική ύπαιθρο, η αναγκαστική συνθήκη του πένθους και της απότομης ενηλικίωσης περνάνε από μπροστά μας διανθισμένα με το χιούμορ των πιτσιρικάδων. Δεν βαραίνει καθόλου την ψυχή αυτού τους είδους το κοινωνικό σινεμά, όμως παράλληλα δεν καταφέρνει και να μας προβληματίσει. Η αίσθηση της ανεμελιάς που αφήνει, δεν επιτρέπει τη σύνδεσή μας με τους ήρωες λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια...
Ενας παλαίμαχος πυγμάχος, πληγωμένος σωματικά και ψυχικά, βλέπει τα όνειρα και τις σχέσεις του να βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής. Με την καριέρα του σε πτώση και το παρελθόν του να τον στοιχειώνει, παρασύρεται ξανά σε σκοτεινά μονοπάτια. Εκεί, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του - να παλέψει για την αγάπη, την ελπίδα και την οικογένειά του.
Τούτη την ταινία νομίζεις ότι την έχεις ξαναδεί, γιατί έχεις δει κομμάτια της θεματολογίας της κάπου, αλλά δεν είναι έτσι. Δεν έχεις ξαναδεί αυτόν τον απελπισμένο, μετανοημένο άνθρωπο, ενώ γνωρίζει ότι έχει περάσει η μπογιά του, να παλεύει σε αντίξοες συνθήκες σε έναν αγώνα δίχως τέλος, που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα χάσει. Εναν αγώνα επιβίωσης και λύτρωσης για να μπορέσει να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται, με κάθε μέσο. Με κάθε τρόπο να προσπαθεί να δώσει τρυφερότητα, κατανόηση και αγάπη, αλλά συνεχώς να σκοντάφτει στον παλιό του εαυτό και να θρυμματίζεται. Μόνο με εκείνον μπορεί να επιβιώσει, όμως από εκείνον θέλει να ξεφύγει. Εκείνος συγκρούεται ξανά και ξανά με τη μοναξιά, με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εκείνον, δοκιμάζει ένα σκληρό μπρα ντε φερ με την απελπισία. Η ταινία είναι κοινωνική, ρεαλιστική, δουλεμένη καλά στους χαρακτήρες, με πολύ λιτή σκηνοθεσία. Εκείνο που την αδικεί είναι το τέλος της, είναι άνισο σεναριακά με την υπόλοιπη αφήγηση... Ενώ όλοι γνωρίζουμε πώς θα καταλήξει αυτός ο ήρωας, οι σκηνοθέτες ήταν λίγο «άτσαλοι», ας πούμε, με το φινάλε της.