A Complete Unknown |
Με αυτούς τους στίχους του Μπομπ Ντίλαν από το τραγούδι «The Times They Are a-Changin» ξεκινάμε την κινηματογραφική μας βδομάδα. Μια κινηματογραφική βδομάδα που έχει καλές ταινίες μεν, όχι συνταρακτικές δε. Εμείς σε κάθε περίπτωση θα δώσουμε ραντεβού στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48, μετρό «Κεραμικός»), το Σαββατοκύριακο 25 και 26 Γενάρη, όπου θα προβληθούν οι βραβευμένες ταινίες της 27ης διοργάνωσης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους και της 24ης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Νεανικής Οπτικοακουστικής Δημιουργίας «Camera Zizanio», δίνοντας μια καλή ευκαιρία στους σινεφίλ όλων των ηλικιών να πάρουν μια μικρή γεύση του τι συμβαίνει κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ Ολυμπίας, που προσελκύει χιλιάδες παιδιά ετησίως. Εδώ θα βρείτε το αναλυτικό πρόγραμμα του διημέρου: https://olympiafestival.gr/2023/26oiff-tainiothiki/.
Ολα Οσα Φανταζόμαστε ως Φως |
Οι απαρχές (1961-'67) της δημιουργικής περιόδου του «τυφώνα» που λέγεται Μπομπ Ντίλαν ζωντανεύουν στην οθόνη μας μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του, σε μια πολύ ιδιαίτερη μουσική βιογραφία με την υπογραφή του Τζέιμς Μάνγκολντ (Walk the Line). Οι νεότεροι που δεν γνωρίζουν τη μουσική ιδιοφυία του ανθρώπου που «εξηλέκτρισε» την αμερικανική φολκ σκηνή αλλάζοντας τα συστατικά της για πάντα, θα βγουν από την αίθουσα κατέχοντας μια πολύ ουσιαστική βάση για παραπέρα εξερεύνηση. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα βγουν από την αίθουσα τραγουδώντας. Γιατί κακά τα ψέματα, είναι σημαντικότερο να μάθουμε τι και ποιος τραγούδησε μαζί με την Τζόαν Μπαέζ στη συγκέντρωση των Αφροαμερικανών στην Ουάσιγκτον το 1963, εκεί που ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είπε το περίφημο «Εχω ένα όνειρο», παρά οποιαδήποτε αχρείαστη προσωπική λεπτομέρεια. Τα τραγούδια θα μείνουν, τα καλά τραγούδια όπως έλεγαν οι σπουδαίοι προκάτοχοι του «θρόνου» της μουσικής διαμαρτυρίας, των τραγουδιών της εργατικής τάξης, Πιτ Σίγκερ και Γούντι Γκάθρι. Ουσιαστική λοιπόν χωρίς φιοριτούρες, γιατί σε αναγκάζει να διαβάσεις τον στίχο που δημιουργήθηκε μέσα στη φωτιά του '60 στις ΗΠΑ. Κομβικά ιστορικά στιγμιότυπα περνούν από την οθόνη, δείχνοντάς μας ότι οι καιροί ζητούσαν τραγούδι διαμαρτυρίας. Οι καιροί που άλλαξαν σε «μορφή» αλλά όχι σε «περιεχόμενο», κάνουν τον καυστικό στίχο του Ντίλαν πιο επίκαιρο από ποτέ. Το καστ έξοχο, με έναν Τίμοθι Σαλαμέ να δουλεύει 5 ολόκληρα χρόνια τα τραγούδια του σπουδαίου Ντίλαν, ώστε να τα μεταφέρει με τη δική του φωνή. Καλό είναι να «γυρίσετε» λίγο πριν την προβολή της στις δεκαετίες '50 και '60 ιστορικά, θα την παρακολουθήσετε με μεγαλύτερη ευκολία.
Στη Βομβάη, η ρουτίνα της νοσοκόμας Πράμπα ταράζεται όταν λαμβάνει ένα απροσδόκητο δώρο από τον εν διαστάσει σύζυγό της. Η νεότερη συγκάτοικός της, Ανού, προσπαθεί μάταια να βρει ένα κρυφό σημείο στην πόλη για να μπορεί να απολαύσει την οικειότητα με το αγόρι της. Ενα ταξίδι σε μια παραλιακή πόλη τους επιτρέπει να βρουν έναν χώρο για να εκδηλωθούν οι επιθυμίες τους.
Σίγουρα κάνοντας τον απολογισμό της χρονιάς θα θυμηθούμε το «Ολα Οσα Φανταζόμαστε ως Φως» σαν μια από τις καλύτερες ταινίες της, όμως δεν έχει τη σεναριακή στόφα εκείνης που θα μας κόψει την ανάσα. Είναι μια ταινία που πατάει στα χνάρια του σπουδαίου Σαγιαζίτ Ράι («Η τριλογία του Απού»), μια ταινία για τις γυναίκες της εργατικής τάξης στην Ινδία. Περιγράφει τις δυσκολίες τους, τους προβληματισμούς τους, τους πόθους τους, τους φόβους τους, τις άμυνές τους, τις διαψεύσεις τους, το ξεπέρασμα των ορίων τους, έχει συνταρακτικές εικόνες της καθημερινής Βομβάης, μα... Μα δεν έχει μια στιβαρή «ιστορία» να σε κρατήσει, γιατί έχει μια ντοκιμαντερίστικη χροιά, μια καταγραφική «αφέλεια» θα λέγαμε. Η «ιστορία» βρίσκεται στα κάδρα της φτώχειας, στα βλέμματα των πρωταγωνιστών, στην απουσία του φωτός ή για την ακρίβεια στο βαθύ μπλε της σύνθλιψης, όμως μην περιμένετε πολλά από το μυθοπλαστικό της στοιχείο. Τούτη η ταινία διεκδικεί τον θεατή με τη λιτότητα και τον ράθυμο ρυθμό της. Είναι σινεμά παρατήρησης και σαν τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Η Ρόζα μοιράζεται μεταξύ της οικογένειάς της, της εργασίας της και της πολιτικής της δέσμευσης... Ομως οι «ψευδαισθήσεις» της ξεθωριάζουν. Ολοι εναποθέτουν πάνω της την ελπίδα τους για μία ένωση της ευρύτερης Αριστεράς και των Οικολόγων, όμως η Ρόζα ερωτεύεται τον Ανρί και θα βρεθεί μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα... Είναι αργά πια για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της;
Για αυτήν την ταινία δεν θα μας έφτανε ολόκληρη η σελίδα να αναλύσουμε πόσο απογοητευτήκαμε από τον Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, έναν από τους αγαπημένους σκηνοθέτες της στήλης. Τι να πρωτοπούμε; Για τις εκλογικές αυταπάτες; Την ηττοπάθεια; Τη συναίνεση που αποπνέει; Τη «γραφικότητα» με την οποία αντιμετωπίζει τους αγωνιστές; Την αντιμετώπιση ενός κομμουνιστή ως «απαρχαιωμένου» μποέμ; Τις κοινές δράσεις γειτονιάς (π.χ. βάψιμο ενός σχολείου) που μοιάζουν σαν επαναστατική διαδικασία; Ολόκληρη η ταινία μοιάζει σαν το τσιτάτο ...«Εκτός από τον καπιταλισμό υπάρχει και η μοναξιά», και μας επιβεβαιώνει η ίδια η ταινία, όταν η δυναμική αγωνίστρια επιλέγει τον έρωτα και αποσύρεται από τις συλλογικές διαδικασίες. Και όλα αυτά στη Μασσαλία, που έσφυζε από εργατικούς αγώνες εκείνη τη χρονιά που γυρίστηκε η ταινία. Αλλά είναι δυνατόν, όταν το Γαλλικό ΚΚ έχει απεμπολήσει προ πολλού το σφυροδρέπανο, να περιμένουμε θαύματα από τους διανοούμενους; Απαντάμε σε αυτό το ρητορικό ερώτημα. Εντάξει, θαύματα δεν περιμένουμε, αλλά περιμένουμε από τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη να συνεχίσει στο υπέροχο κοινωνικό σινεμά καταγγελίας που μας έχει συνηθίσει. Τουλάχιστον.
Ενα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα αναστατώνει τη ραστώνη του τουριστικού θέρετρου. Ο Γιάννης κι η Κατερίνα καταφθάνουν σοκαρισμένοι για να αναγνωρίσουν το θύμα στο τοπικό νοσοκομείο. Μαζί αλλά και χωριστά θα προσπαθήσουν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ της ζωής που χάθηκε, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις. Και δεν είναι οι μόνοι. Στο απόκοσμο παραθαλάσσιο μπαρ της περιοχής, το Αρκάντια, η Κατερίνα θα συναντήσει μια αλλόκοτη συντροφιά από απροσδόκητους συνοδοιπόρους.
«Η ταινία είναι μια στοιχειωτική ιστορία αγάπης, η οποία και θα βρει τη λύση της ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους, τον φυσικό και τον μεταφυσικό. Καταπιάνεται έντονα με την έννοια της απώλειας. Και όταν λέω απώλεια, μπορεί να είναι η απώλεια μιας αγάπης, η απώλεια ενός ανθρώπου, ενός δικού μας ανθρώπου. Εχει να κάνει με αυτό που λέμε στοίχειωμα και πώς μας στοιχειώνουν οι άνθρωποι και πώς τους κουβαλάμε μαζί μας, σε κάθε βήμα που κάνουμε, ακόμα και όταν τους έχουμε χάσει. Πρόκειται για μια ταινία που κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία, με κάποια στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Είναι, με έναν τρόπο, μια πολύ προσωπική ταινία, αλλά και μια ταινία με την οποία μπορεί να συνδεθεί οποιοσδήποτε άνθρωπος». Αυτά μας είχε δηλώσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης για την «Arcadia», σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον «Ριζοσπάστη» λίγο μετά την πρεμιέρα της στο Βερολίνο. Ο Γ. Ζώης πειραματίστηκε στη 2η μεγάλου μήκους του, ρίσκαρε να μεταφερθεί σε ένα άλλο είδος κινηματογράφου. Πραγματικά η ταινία κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους, δύο κόσμοι συνυπάρχουν στο ίδιο κάδρο, σε τέτοιο βαθμό που η ταινία μοιάζει να κινείται στο ρεύμα του «weird wave». Τούτο το «ψυχαναλυτικό» σενάριο είναι ένας διαρκής γρίφος, που δεν επιτρέπει στον θεατή να γίνει ένα με τους ήρωές του, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό στην ολότητά του αν δεν καταφέρεις να «διαχωρίσεις» τους δυο κόσμους. Οταν πια λυθεί ο γρίφος, ο θεατής «χρειάζεται» να την ξαναδεί, για να καταλάβει ότι αυτά τα όρια στην ουσία είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτα. Ο πόνος του αποχωρισμού πολλές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια με τη λογική ενός ανθρώπου που θρηνεί... Σημαντική στιγμή της ταινίας είναι το άκουσμα του εκπληκτικού παραδοσιακού πολυφωνικού τραγουδιού «Μόλις κοιμηθεί το κύμα», γιατί εκεί παρά τις επιμέρους ενστάσεις μας αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι και οι πόνοι τους χάνονται στα βάθη του χρόνου.