Μόνιμα στην «πρέσα» της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας οι αποδοχές των εργαζομένων
Η υπουργός Εργασίας ανακοίνωσε ότι μια επιτροπή που συνέστησε παρέδωσε το σχετικό της πόρισμα στο υπουργείο, το οποίο μεταξύ άλλων «προτείνει τη θέσπιση ενός μαθηματικού τύπου ο οποίος θα καθορίζει το πώς θα αυξάνεται από το 2028 και μετά ο κατώτατος μισθός, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της οικονομίας της χώρας».
Με μια κουβέντα η υπουργός επιβεβαιώνει ότι ο νόμος 4172/2013, τον οποίο ψήφισαν ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά τον εφάρμοσε ο «ενιαίος» ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις της ΝΔ απαρέγκλιτα τον κράτησαν σε λειτουργία, ως βασικό εργαλείο συμπίεσης του κατώτατου μισθού, θα συνεχίσει να εφαρμόζεται, παρά τις δίκαιες διεκδικήσεις εκατοντάδων συνδικάτων της χώρας. Μετά το 2028 μάλιστα θα πάρει ακόμα πιο αντιδραστική μορφή, αφού πίσω από τον «μαθηματικό τύπο» δεν βρίσκεται παρά η προσπάθεια να αποκτήσει «αντικειμενικό χαρακτήρα», «ουδέτερο πολιτικά» η διαρκής καθήλωση των μισθών, ως ένα ακόμα εργαλείο για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Οσο για τον ισχυρισμό της υπουργού πως «το πόρισμα προβλέπει επίσης ότι δεν μπορεί να μειώνεται ο κατώτατος μισθός», πρόκειται για ψέμα ολκής: Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει μείωση του ονομαστικού μισθού, οι μισθωτοί βλέπουν μείωση του πραγματικού τους μισθού εξαιτίας της ακρίβειας στα βασικά είδη κατανάλωσης και στις αναγκαίες υπηρεσίες που αγοράζουν με αυτόν. Πολύ περισσότερο, οι εργαζόμενοι δεν ξεχνούν ότι το 2012, μέσα σε μια νύχτα, με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ αρ.6) καταργήθηκε η ισχύουσα τότε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και κατά 32% για τους νέους εργαζόμενους!
Αυτό που επί της ουσίας επιδιώκει η κυβέρνηση με τη νέα της νομοθετική παρέμβαση, που όπως είπε θα γίνει άμεσα, είναι «να υπάρχει γενικότερα προβλεψιμότητα στην οικονομία για το προς τα πού πάει ο κατώτατος μισθός». Δηλαδή επιχειρεί για λογαριασμό της εργοδοσίας να σηκώσει προληπτικά «νομοθετικό τείχος», ώστε να την προστατεύει από τις δίκαιες διεκδικήσεις των εργαζομένων για ουσιαστικές αυξήσεις των μισθών και προστασία του εισοδήματός τους.
Μετά τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι ο ισχυρισμός της Ν. Κεραμέως πως στο πλαίσιο αυτό θα κάνει «διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους» δεν είναι παρά η προσπάθεια να εμφανιστούν οι αντιδραστικές αποφάσεις ως τάχα «συνδιαμορφωμένες» μέσα από «κοινωνικό διάλογο» με τους γνωστούς «πρόθυμους», βιομηχάνους και εργατοπατέρες.
Στην ίδια συνέντευξη η υπουργός, αφού επιβεβαίωσε ότι το χαράτσι της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) θα συνεχίσει να επιβάλλεται, ανακοίνωσε πως θα κατατεθεί διάταξη «προκειμένου να διορθωθεί μια στρέβλωση των τελευταίων ετών». Η υπουργός αναφέρεται στο πρόβλημα που έχει προκύψει σε αρκετούς συνταξιούχους όπου μετά τη μικρή αύξηση που πήραν τα τελευταία δύο χρόνια, σε περίπτωση που ξεπερνούν τα 1.400 ευρώ μεικτά στην κύρια σύνταξή τους και τα 330 ευρώ στην επικουρική ενεργοποιείται το παραπάνω χαράτσι στο σύνολο του ποσού της σύνταξης, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν τελικά μικρότερη σύνταξη απ' ό,τι έπαιρναν πριν την αύξηση. Ομως η «λύση» που επεξεργάζεται το υπουργείο οδηγεί τελικά αυτοί οι συνταξιούχοι να μην παίρνουν καμία αύξηση.
Οπως είπε χαρακτηριστικά η υπουργός, ζητούμενο είναι «να μην υφίσταται κάποιος μείωση της σύνταξής του επειδή πήρε αύξηση». Δηλαδή η Ν. Κεραμέως ομολογεί ότι αυτοί οι συνταξιούχοι που βρίσκονται λίγο κάτω από το όριο της επιβολής της ΕΑΣ δεν θα λάβουν ποτέ αύξηση. Κι αυτό η κυβέρνηση το παρουσιάζει ως ...διόρθωση! Αντί να υλοποιήσει την οριστική κατάργηση της ΕΑΣ, όπως διεκδικούν οι συνταξιούχοι, νομιμοποιεί έναν ακόμα «κόφτη» στις συντάξεις τους, ώστε αυτές να «κοστίζουν» στο κράτος όσο γίνεται λιγότερο.
«Τα συνδικάτα όμως και οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς γνωρίζουν πολύ καλά ότι "Για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι, πρέπει να χάσουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι"», σχολιάζει το ΠΑΜΕ για τις δηλώσεις της Υπουργού Εργασίας σχετικά με τον κατώτατο μισθό.
Καλεί σε ένταση της δράσης σημειώνοντας: «Οι απεργιακές κινητοποιήσεις που έχουν αποφασιστεί στους κλάδους και η Πανελλαδική απεργία στις 20 Νοέμβρη (βλ. σελ. 18 - 19) είναι η καλύτερη απάντηση απέναντι στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Είναι ο μόνος τρόπος για να κερδηθούν αυξήσεις στους μισθούς και να υπογραφούν Συλλογικές Συμβάσεις».