Μεγάλη φωτιά ξέσπασε χτες τα ξημερώματα σε εργοστάσιο ανακυκλώσιμων υλικών στη Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου στη Θεσσαλονίκη. Η φωτιά εκδηλώθηκε στον αύλειο χώρο της επιχείρησης και σύμφωνα με πληροφορίες έκαψε όλα τα ανακυκλώσιμα υλικά (ξύλα, χαρτιά, πλαστικά).
Τα πυκνά σύννεφα καπνού και η αποπνικτική ατμόσφαιρα που επικρατούσαν χτες στη Σίνδο, έφεραν ξανά στη μνήμη των εργαζομένων και των κατοίκων της περιοχής τον τρόμο από παρόμοιες πυρκαγιές σε εργοστάσια σε όλη τη χώρα.
Με ανακοίνωσή της η ΤΟ Βιομηχανίας της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ απαιτεί να διερευνηθούν τα αίτια της πυρκαγιάς, να παρθούν άμεσα όλα τα αναγκαία μέτρα πρόληψης και προστασίας, να καταρτιστεί ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης ενός βιομηχανικού ατυχήματος μεγάλης κλίμακας απαραίτητο σε μια περιοχή με εργοστάσια εύφλεκτων υλικών, να ενισχυθούν άμεσα υπηρεσίες της Πολιτικής Προστασίας και ελεγκτικοί μηχανισμοί που διαχρονικά υποβαθμίζονται, να καλυφθούν οι εργαζόμενοι και να εξασφαλιστεί με ευθύνη του κράτους το εισόδημά τους όσο θα είναι κλειστή η επιχείρηση.
Στην ανακοίνωσή της μεταξύ άλλων σημειώνει: «Εχουν σοβαρές ευθύνες οι κυβερνήσεις, το κράτος και οι Περιφέρειες που χωροθετούν και δίνουν άδεια λειτουργίας σε βιομηχανίες δίπλα σε κατοικημένες περιοχές. Χαρακτηριστικά στη Δυτική Θεσσαλονίκη, η μεγαλύτερη ΒΙΠΕ στη Βόρεια Ελλάδα όπου εργάζονται χιλιάδες εργαζόμενοι, συνορεύει με οικισμούς (Σίνδο, Ιωνία, Καλοχώρι, Αγχίαλο) με συνολικά περισσότερους από 25.000 κατοίκους, ενώ σε απόσταση αναπνοής βρίσκεται και ο δήμος Κορδελιού - Ευόσμου με περισσότερους από 100.000 κατοίκους. Δεν ξέρουμε πραγματικά τι θα συμβεί αν μια αντίστοιχη πυρκαγιά ξεσπούσε σε εργάσιμες ώρες και επεκτεινόταν σε παρακείμενες επιχειρήσεις σε μια περιοχή με άναρχη τοποθέτηση βιομηχανιών, με χιλιάδες εργαζόμενους να δουλεύουν στην περιοχή, με το οδικό δίκτυο να είναι σε άσχημη κατάσταση, ενώ μέσα στις ζώνες επικινδυνότητας βρίσκονται οικισμοί, παιδικοί σταθμοί, σχολεία, νηπιαγωγεία, πλήθος άλλων επιχειρήσεων με εκατοντάδες εργαζόμενους, Εθνικές οδοί και άλλες οδοί μεταφοράς.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης και των βιομηχάνων να πείσουν ότι τα βιομηχανικά ατυχήματα είναι φυσικά φαινόμενα, με τα οποία δεν μπορούμε παρά να συμβιβαστούμε, πρέπει να πέσει στο κενό. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η λειτουργία επιχειρήσεων και βιομηχανιών, ακόμα και εκείνων που αφορούν την επεξεργασία επικίνδυνων και εύφλεκτων υλικών.
Το ζήτημα είναι κατά πόσο η συνολική λειτουργία τους εντάσσεται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που να παίρνει υπόψη του όλες τις παραμέτρους και τους κινδύνους για την περιοχή, για την υγεία των εργαζομένων και των κατοίκων, για το αποτύπωμα στο περιβάλλον, ειδικά σε επιχειρήσεις που ακόμα και η "φυσιολογική" λειτουργία τους έχει ήδη αποδειχτεί ιδιαίτερα επιβαρυντική με σοβαρότατα ζητήματα όπως δυσοσμία και βιομηχανική ρύπανση. Κυρίως όμως είναι κρίσιμο αν προβλέπονται τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης, περιορισμού και αντιμετώπισης των κινδύνων σε πραγματικές συνθήκες».
Καταλήγοντας σημειώνει: «Το ζήτημα των επικίνδυνων συνθηκών ζωής της πόλης, η γύμνια των σχετικών υποδομών του κρατικού μηχανισμού, οι απαράδεκτες ελλείψεις στη νομοθεσία, στην εκπαίδευση και την ενημέρωση των κατοίκων, μπορούν και πρέπει να έρθουν στο προσκήνιο μέσα από τις αγωνιστικές πρωτοβουλίες του εργατικού - λαϊκού κινήματος».