«Yank and Police Marionette», 1926, MoMA |
Η Τίνα Μοντότι γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1896 στο Ούντινε της Ιταλίας. Λόγω οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας για να βοηθήσει την οικογένειά της.
Το 1913 μεταναστεύει στις ΗΠΑ. Τα πρώτα χρόνια δουλεύει σε ραφτάδικα και πιλοποιεία, ενώ συμμετέχει και στη Θεατρική Εταιρεία Ιταλών Μεταναστών, όπου και ξεχωρίζει. Το 1918 μετακομίζει στο Λος Αντζελες και συμμετέχει σε κάποιες από τις πρώτες βωβές ταινίες, ενώ παράλληλα δουλεύει και ως μοντέλο σε φωτογράφους. Η γνωριμία της με τον διάσημο φωτογράφο της εποχής Εντουαρντ Γουέστον επιδρά καθοριστικά στη μετέπειτα ζωή της.
Το 1923 μετακομίζει στο Μεξικό. Από την αρχή η σχέση της με αυτήν τη χώρα, όπως έλεγε, ήταν ηλεκτρισμένη και την ωθούσε να γίνει καλύτερη φωτογράφος, καλύτερη αγωνίστρια, καλύτερος άνθρωπος. Εκεί γνωρίζει και τους Ντιέγκο Ριβέρα, Φρίντα Κάλο, Κλεμέντε Ορόζκο και Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος. Γίνεται ενεργό μέλος του κινήματος των μουραλιστών, οι οποίοι της ζητούν να φωτογραφίσει τα έργα τους και να συνεισφέρει στην εφημερίδα «El Machete», που εκδίδεται από την Ενωση Επαναστατών Εργατών, Τεχνικών, Ζωγράφων, Γλυπτών και Χαρακτών του Μεξικού και αργότερα γίνεται η επίσημη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού.
«Baby Nursing», c. 1926 - '27, MoMA |
Με την κάμερά της η Μοντότι απαθανατίζει τη ζωή και τους ανθρώπους του Μεξικού. Επικεντρώνεται στους εργάτες και στους αγρότες, καταφέρνοντας να δώσει μια πρωτοποριακή αισθητική και θεματολογία στο φωτογραφικό της έργο. Η λαϊκή τέχνη, τα τοπία του Μεξικού λειτουργούν και ως η αφετηρία για τις πιο αφηρημένες εικόνες της. Η πολιτική της στράτευση, ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεξικού, είναι παρούσα στις φωτογραφίες της.
Η δεκαετία του '20 είναι και η πιο γόνιμη καλλιτεχνικά περίοδος για την Μοντότι. Θα φωτογραφήσει ολόκληρο το Μεξικό και ιδιαίτερα τις φτωχές περιοχές του Νότου. Οι φωτογραφίες της διαπερνούν πολλά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, μα κυρίως ο φακός της ανυψώνει τη γυναίκα, τον εργάτη, τον αγρότη, αιχμαλωτίζει τη φύση και την παράδοση του Μεξικού, τη δύσκολη ζωή και τη φτώχεια, τους εργατικούς αγώνες. Η Τίνα Μοντότι καταφέρνει, απαθανατίζοντας μόνο τα χέρια των ανθρώπων, να περιγράψει όλη τη ζωή τους. Τα χέρια ενός αγρότη, ενός κουκλοπαίχτη, ενός μωρού που θηλάζει γραπώνοντας το στήθος της μάνας του, αφηγούνται μια ολόκληρη ιστορία.
«Hands Washing», c. 1927, MoMA |
Στην Ευρώπη η Mοντότι βρίσκει αρχικά καταφύγιο στο Βερολίνο και στη συνέχεια στην ΕΣΣΔ. Συμβάλλει αποφασιστικά στη Διεθνή Κόκκινη Βοήθεια (οργάνωση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ιδρύθηκε το 1922 με σκοπό να συμβάλει υλικά και ηθικά στους πολιτικούς κρατούμενους και τις οικογένειές τους).
«Τίποτα δεν είναι τόσο πειστικό και εύγλωττο όσο αυτό που μπορείς να δεις με τα μάτια σου. Ανεξάρτητα από το πόσο καλά περιγράφεις μια ένοπλη αστυνομική επίθεση σε μια διαδήλωση εργαζομένων, ένα σώμα εργάτη που ποδοπατήθηκε από την έφιππη αστυνομία ή έναν νέγρο που λιντσάρεται από τους βάναυσους, αιμοδιψείς μπράβους, μια τέτοια εικόνα ζωγραφισμένη σε προφορική ή γραπτή μορφή δεν θα είναι ποτέ τόσο πειστική όσο η φωτογραφική του αναπαράσταση. Ο φωτογράφος είναι ο πιο αντικειμενικός από όλους τους γραφίστες. Καταγράφει μόνο ό,τι παρουσιάζεται τη στιγμή της λήψης του φακού του και μια φωτογραφική εικόνα γίνεται κατανοητή σε όλες τις χώρες και από όλα τα έθνη».
Τα παραπάνω σημειώνει στο άρθρο της με τίτλο «Η φωτογραφία ως όπλο αναταραχής», στο οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και κάλεσμα με συγκεκριμένες οδηγίες σε κομμουνιστές και πρωτοπόρους εργάτες, για να φωτογραφίζουν πλευρές της σκληρής καθημερινότητάς τους και να συμβάλλουν και μέσω αυτής της Τέχνης, στήνοντας εκθέσεις, διαλέξεις, εφημερίδες τοίχου, στην αποκάλυψη της πραγματικότητας.
«Cactus», 1925, MoMA |
«Τα παιδιά των οποίων οι πατέρες είναι στη φυλακή ή απελαύνονται, επομένως, όχι μόνο χάνουν τον τροφοδότη τους, αλλά και την ίδια την τροφή τους. Επίσης είναι εκτεθειμένα στην πιο επαίσχυντη παρενόχληση. Μια ατμόσφαιρα περιφρόνησης σχηματίζεται από τους δασκάλους στα σχολεία και από τους γείτονες γύρω τους...
Και εδώ όλες οι οργανώσεις της Κόκκινης Βοήθειας έχουν πλέον το άμεσο καθήκον να κινητοποιήσουν αυτά τα παιδιά. Δεν είναι μόνο καθήκον μας να στηρίξουμε υλικά αυτά τα παιδιά, πρέπει να είμαστε και υπεύθυνοι για την ηθική τους διαπαιδαγώγηση. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στα ορφανά των θυμάτων της ταξικής πάλης να πέσουν στα χέρια της αστικής τάξης».
Στα χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου δίνει τη μάχη για τα «παιδιά του πολέμου», αλλά συμβάλλει και στην προπαγάνδα. Μετά την ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων διασχίζει τα Πυρηναία με χιλιάδες άλλους εξόριστους. Ζητά πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, όμως η κυβέρνηση αρνείται να της το παραχωρήσει. Το 1940 εγκαθίσταται στο Μεξικό. «Φεύγει» από τη ζωή το 1942, στα 46 της χρόνια.
«Προσπαθώ να παράγω όχι Τέχνη αλλά ειλικρινείς φωτογραφίες, χωρίς στρεβλώσεις ή χειρισμούς. Η φωτογραφία, ακριβώς επειδή παράγεται στο παρόν και επειδή είναι βασισμένη σε αυτό που υπάρχει αντικειμενικά μπροστά απ' τη φωτογραφική μηχανή, αποτελεί το πιο ικανοποιητικό μέσο για την καταγραφή της αντικειμενικής ζωής σε όλες τις πτυχές της, και από αυτό προέρχεται η τεκμηριωτική της αξία. Αν σε αυτό προστεθούν η ευαισθησία, η κατανόηση και πάνω απ' όλα ο ξεκάθαρος προσανατολισμός ως προς τη θέση που πρέπει να έχει στο πεδίο της ιστορικής εξέλιξης, πιστεύω ότι το αποτέλεσμα είναι αντάξιο μιας θέσης στην κοινωνική παραγωγή, στην οποία θα έπρεπε όλοι να συνεισφέρουμε».
«Workers Parade», 1926, MoMA |
Το 1929 πραγματοποιεί την πρώτη της ατομική έκθεση με τίτλο «Πρώτη Επαναστατική Φωτογραφική Εκθεση» |