Σάββατο 24 Αυγούστου 2024 - Κυριακή 25 Αυγούστου 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗ
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 14ο)

Οι Συμφωνίες του Οσλο (και άλλες σχετικές συμφωνίες)

3. 2η «Ιντιφάντα»

Associated Press

3. 2η «Ιντιφάντα»
Στις 20 Γενάρη 1993, οι διμερείς επαφές και διαπραγματεύσεις που είχαν εκκινήσει στη Μαδρίτη δύο χρόνια πριν μεταξύ της ισραηλινής κυβέρνησης και της PLO συνεχίστηκαν υπό άκρα μυστικότητα στο Οσλο της Νορβηγίας. Αποτέλεσμα αυτών υπήρξε η Διακήρυξη Αρχών για τις Προσωρινές Ρυθμίσεις Αυτοδιοίκησης (γνωστή και ως 1η Συμφωνία του Οσλο), η οποία υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον στις 13 Σεπτέμβρη 1993. Η Διακήρυξη προέβλεπε τη σύσταση μιας προσωρινής Παλαιστινιακής διοικητικής Αρχής επί των εδαφών της Δυτικής Οχθης και της Γάζας, ενώ έθετε ως χρονικό ορίζοντα για την τελική διαμόρφωση μιας μόνιμης λύσης, με βάση τις Αποφάσεις 242 (του 1967) και 338 (του 1973) του ΟΗΕ, τα 5 έτη (μάξιμουμ).1

Στις 14 Οκτώβρη 1994 οι βασικοί συντελεστές της Συμφωνίας (ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γ. Ράμπιν, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Σ. Πέρες και ο ηγέτης της PLO Γ. Αραφάτ) τιμήθηκαν με το Νόμπελ Ειρήνης. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε πολύ σύντομα, καμία ειρήνη δεν είχε επιτευχθεί. Κι αυτό όχι λόγω των εγχώριων αντιδράσεων που προκάλεσε η εν λόγω Συμφωνία (αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν το αμέσως επόμενο διάστημα με την κατακόρυφη αύξηση των δολοφονικών επιθέσεων - κυρίως της Χαμάς - κατά Ισραηλινών αμάχων, με την κατακόρυφη επίσης αύξηση των δολοφονικών επιθέσεων Εβραίων εποίκων κατά Παλαιστινίων αμάχων και βεβαίως με τη δολοφονία του Ισραηλινού πρωθυπουργού Γ. Ράμπιν από ομοεθνή του στις 4 Νοέμβρη 1995). Η ειρήνη δεν επετεύχθη, λόγω των σαθρών υλικών με τα οποία επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί.

5.

Eurokinissi

5.
Τα υλικά αυτά περιλάμβαναν μια σειρά αντικρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις, καθοριζόμενα από τις αστικές δυνάμεις που ηγούνταν των εμπλεκόμενων μερών αλλά και τις ευρύτερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, που όχι μόνο δεν κόπασαν αλλά οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο στο φόντο της πρόσφατης νίκης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και των αρνητικών συνεπειών αυτής στον διεθνή συσχετισμό για τους αγώνες, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των λαών.

Το Ισραήλ, πιεζόμενο διαχρονικά από την παλαιστινιακή αντίσταση και τις αντικειμενικές δυσκολίες της συνεχιζόμενης κατοχής, αλλά και συγκυριακά από τους διεθνείς συμμάχους του (που για τα δικά τους συμφέροντα επιδίωκαν το κλείσιμο αυτής της διαρκούς πηγής εντάσεων στην περιοχή - ιδιαίτερα μετά τον Πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991), ήταν ανοιχτό σε κάποιου είδους συμβιβασμό, ο οποίος όμως δεν θα έθετε στεγανούς και τελεσίδικους φραγμούς στους πιο μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς του (δηλαδή στον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο - και ει δυνατόν προσάρτηση - της ιστορικής Παλαιστίνης). Αλλωστε, το διεθνές πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί - δίχως πια τη Σοβιετική Ενωση και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης να λειτουργούν ως αντίβαρο στις επιδιώξεις του Ισραήλ, υπέρ της Παλαιστίνης - υπήρξε ευνοϊκό για κάτι τέτοιο.

4.

Associated Press

4.
Η ηγεσία της PLO, από την άλλη μεριά, έχοντας απορρίψει τον μαζικό λαϊκό ένοπλο αγώνα ως βασικό μέσο διεκδίκησης της ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού λαού και έχοντας επιλέξει την προσέγγιση με τις ΗΠΑ, προχώρησε στον δρόμο του συμβιβασμού με το Ισραήλ προκειμένου να πετύχει - έστω και εν μέρει - τον στόχο της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Αντικειμενικά, ωστόσο, οι περί ειρήνης προσδοκίες - όπως αυτές μετουσιώθηκαν στη Συμφωνία του Οσλο - λειτούργησαν σε βάρος του αγώνα για την πραγματική ανεξαρτησία των παλαιστινιακών εδαφών.

Τα επόμενα χρόνια, η έκταση των περιοχών που θα περνούσαν υπό παλαιστινιακή διοίκηση, ο χαρακτήρας, οι αρμοδιότητες και οι δυνατότητες αυτής της διοίκησης, ο χρόνος της μετάβασης, το καθεστώς (και γενικότερα το μέλλον) των εποικισμών κ.ο.κ., θα γίνονταν το αντικείμενο μιας σειράς αλλεπάλληλων - σκληρών - διαπραγματεύσεων, που διαρκώς παρήγαν τμηματικά ή επιμέρους αποτελέσματα και όχι μια τελειωτική, ολοκληρωμένη λύση.

Οπως π.χ. με την πρώτη από τις πολλές συμφωνίες που ακολούθησαν, τη Συμφωνία της Γάζας - Ιεριχούς (4 Μάη 1994), που προέβλεπε τη σταδιακή απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τις εν λόγω περιοχές και την ανάληψη μιας σειράς διοικητικών αρμοδιοτήτων από τη νεοσυσταθείσα Παλαιστινιακή Αρχή σε αυτές.2 Κι όμως, το Ισραήλ, επικαλούμενο διάφορους λόγους «ασφαλείας» (των εποικισμών, των στρατιωτικών του εγκαταστάσεων κ.ο.κ.), συνέχισε να διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις στο 35% των εδαφών που κατά τ' άλλα επρόκειτο να αποτελούν την πρώτη επικράτεια «ευθύνης» της Παλαιστινιακής Αρχής.3Το γεγονός αυτό ήταν χαρακτηριστικό -όσο και ενδεικτικό - των όσων θα επακολουθούσαν.

1. Κατά την τελετή υπογραφής των Συμφωνιών του Οσλο
1. Κατά την τελετή υπογραφής των Συμφωνιών του Οσλο
Επόμενος βασικός σταθμός στις διαπραγματεύσεις Ισραήλ - PLO υπήρξε η υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας για τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας (γνωστή και ως 2η Συμφωνία του Οσλο) στις 28 Σεπτέμβρη 1995.

Βασικό στοιχείο της εν λόγω Συμφωνίας ήταν η κατάτμηση και κατηγοριοποίηση των εδαφών της Δυτικής Οχθης σε 3 τύπους («Α», «Β» και «C»), που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά καθεστώτα ελέγχου. Στην κατηγορία «Α» υπάγονταν οι περιοχές όπου η Παλαιστινιακή Αρχή θα είχε την πλήρη εποπτεία σε θέματα πολιτικής διοίκησης, εσωτερικής ασφάλειας και τήρησης της τάξης. Στις περιοχές της κατηγορίας «Β» η πολιτική διοίκηση θα περνούσε μεν στην Παλαιστινιακή Αρχή, ωστόσο τα θέματα εσωτερικής ασφάλειας θα παρέμεναν στην ευθύνη και υπό τον έλεγχο του ισραηλινού κράτους. Στις περιοχές που υπάγονταν στην κατηγορία «C» (και στις οποίες περιλαμβάνονταν οι κρατικές γαίες, οι εβραϊκοί εποικισμοί, οι ισραηλινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καθώς και τα σχετιζόμενα με αυτά δίκτυα υποδομών, μεταφορών, ζώνες ασφαλείας κ.ο.κ.) το Ισραήλ θα διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο. Το 1995 η κατηγορία «Α» αφορούσε μόλις το 3% των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών της Δυτικής Οχθης, η κατηγορία «Β» το 24% και η κατηγορία «C» το 70%. Μετά από αλλεπάλληλες σκληρές διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα την περίοδο 1995 - 2000, οι περιοχές της κατηγορίας «Α» αυξήθηκαν τελικά στο 18,2% (αντίστοιχα της «Β» μειώθηκαν σε 21,8% και της «C» σε 60%). Μόνο στη Λωρίδα της Γάζας η Παλαιστινιακή Αρχή απέκτησε πλήρη εποπτεία στην πλειοψηφία των εδαφών (80%).4

2. Μαθητές από την Παλαιστίνη σε σημείο ελέγχου
2. Μαθητές από την Παλαιστίνη σε σημείο ελέγχου
Η όποια ανεξαρτησία εκχωρούνταν από το Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους δινόταν με το σταγονόμετρο, ήταν περιορισμένη, ενώ επί της ουσίας διατηρούσε το καθεστώς της κατοχής (που γινόταν ολοένα πιο βάρβαρο). Επτά ολόκληρα χρόνια μετά την 1η Συμφωνία του Οσλο, η μεγάλη πλειοψηφία των παλαιστινιακών εδαφών παρέμενε - με τον έναν ή τον άλλο τρόπο - υπό τον πλήρη ή μερικό έλεγχο του Ισραήλ. Ακόμα κι αυτά που δεν ήταν, όμως, βρίσκονταν κατακερματισμένα και περικυκλωμένα από περιοχές ελεγχόμενες από το ίδιο.

Σε κάθε περίπτωση, με την αποχώρηση των ισραηλινών κατοχικών στρατευμάτων από τα μεγάλα αστικά κέντρα των Παλαιστινίων (πλην της Χεβρώνας) έλαβαν χώρα και οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής και των μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου (δηλαδή της παλαιστινιακής Βουλής) στις 20 Γενάρη 1996.

Πρώτος πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής εξελέγη ο Γ. Αραφάτ με ποσοστό 88,26%. Η Σ. Καλίλ (υποψήφια που στηρίχτηκε από το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και μοναδική αντίπαλος του Γ. Αραφάτ για την προεδρεία) έλαβε το 11,74% των ψήφων. Στις εκλογές για την παλαιστινιακή Βουλή, η Φατάχ κατέλαβε τις 51 από τις 88 συνολικά έδρες. Η συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων εδρών καλύφθηκε από υποψηφίους που κατέβηκαν ως «ανεξάρτητοι». Πλην της Φατάχ, οι βασικότερες παλαιστινιακές οργανώσεις (το Λαϊκό Μέτωπο, το Δημοκρατικό Μέτωπο, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ) δεν μετείχαν στις εκλογές, λόγω διαφόρων ενστάσεών τους επί της εκλογικής διαδικασίας. Καμία, ωστόσο, δεν κάλεσε σε αποχή (με εξαίρεση το Δημοκρατικό Μέτωπο) ή προσπάθησε να υπονομεύσει ενεργά την εκλογική διαδικασία. Ακολούθως, το ποσοστό της συμμετοχής υπήρξε σχετικά μεγάλο (73,5%). Βεβαίως, η κυριαρχία της Φατάχ στην πρώτη παλαιστινιακή Βουλή υπήρξε περισσότερο το αποτέλεσμα του εκλογικού συστήματος παρά της λαϊκής ψήφου: Στη Δυτική Οχθη π.χ., αν και έλαβε μόλις 29,64% των ψήφων, η Φατάχ εξέλεξε πάνω από τους μισούς βουλευτές που αναλογούσαν στην περιοχή. Δεύτερο κόμμα στη Δυτική Οχθη αναδείχθηκε το Κόμμα του Λαού της Παλαιστίνης (όπως μετονομάστηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1991), με ποσοστό 4,62%.5

Η πορεία των διαπραγματεύσεων έως και την κατάρρευσή τους το 2000

Μετά τη 2η Συμφωνία του Οσλο το 1995 οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν (κατά τον ίδιο ρυθμό και τρόπο): Στις 17 Γενάρη 1997 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Χεβρώνας, στις 23 Οκτώβρη 1998 το Μνημόνιο του Ποταμού Γουάι, στις 4 Σεπτέμβρη 1999 το Μνημόνιο του Σαρμ ελ-Σεΐχ, ενώ στις 11-24 Ιούλη 2000 πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος του Καμπ Ντέιβιντ.

Καθ' όλη αυτή την πορεία η ισραηλινή πλευρά, έχοντας τη σταθερή στήριξη των διεθνών συμμάχων της, δημιουργούσε προσκόμματα συστηματικά, προβάλλοντας συνεχώς νέες - πολύ συχνά υπερβολικές - αξιώσεις και πιέζοντας διαρκώς για όλο και περισσότερους και βαθύτερους συμβιβασμούς από την Παλαιστινιακή Αρχή.

Τον Ιούνη του 1997, π.χ., η ισραηλινή κυβέρνηση αντιπρότεινε ως «βάση» για «οριστική λύση» των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαφορών την ενσωμάτωση στο κράτος του Ισραήλ σημαντικών εκτάσεων της Δυτικής Οχθης (πέριξ των εποικισμών του) και εκχώρηση ανεξαρτησίας στις υπόλοιπες. Αυτό που απέμενε για τους Παλαιστίνιους, ωστόσο, ήταν λιγότερο από το μισό των κατεχόμενων εδαφών (που βάσει των σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ και των συμφωνηθέντων στο Οσλο επρόκειτο να αποτελούν την επικράτεια του παλαιστινιακού κράτους), κατακερματισμένων μάλιστα σε εδαφικές νησίδες ασύνδετες μεταξύ τους. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει - και δεν έγινε - αποδεκτό από την παλαιστινιακή πλευρά.6

Στη συνέχεια (στις 9 Σεπτέμβρη 1997) η ισραηλινή κυβέρνηση έθεσε νέα προαπαιτούμενα στην Παλαιστινιακή Αρχή προκειμένου να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις. Μεταξύ αυτών ήταν: Η «πλήρης και άνευ όρων συνεργασία σε ζητήματα ασφαλείας», η «σύλληψη και φυλάκιση όλων των (θεωρούμενων από το Ισραήλ) τρομοκρατών που είχαν απελευθερωθεί από την Παλαιστινιακή Αρχή, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ισραήλ», η «απόλυση κάθε προσωπικού με εμπλοκή σε τρομοκρατικές ή άλλες βίαιες ενέργειες κατά του Ισραήλ», η «παύση κάθε δίωξης κατά Ισραηλινών αξιωματούχων», η «κατάθεση προς έγκριση (του Ισραήλ) της λίστας των νεοσύλλεκτων στην (παλαιστινιακή) αστυνομία» κ.ά.7

Στο πλαίσιο του Μνημονίου του Ποταμού Γουάι, η Παλαιστινιακή Αρχή δέχτηκε να προχωρήσει στην άμεση απαγόρευση όσων οργανώσεων θεωρούνταν (από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ) «τρομοκρατικές», καθώς και στην απαγόρευση «κάθε μορφής παρακίνησης σε βία». Συμφώνησε δε να καταρτίσει ειδικό πλάνο καταπολέμησης της «τρομοκρατίας», η πρόοδος του οποίου θα αξιολογούνταν ανά δεκαπενθήμερο από αντιπροσώπους των ΗΠΑ. Τέλος, δεσμεύτηκε για τη σύλληψη όσων «ατόμων θεωρούνταν ύποπτοι για πράξεις βίας και τρομοκρατίας», καθώς και γενικότερα για «τη διαρκή, ενδελεχή και συστηματική συνεργασία» με το Ισραήλ «σε ζητήματα ασφάλειας».8

Το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ επικύρωσε μεν το Μνημόνιο, ωστόσο, κατά τη συνήθη πρακτική του, πρόσθεσε αμέσως μια σειρά προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, μεταξύ των οποίων: Την απάλειψη «κάθε εδαφίου εχθρικού προς το Ισραήλ από το Καταστατικό της PLO», την παραίτηση της Παλαιστινιακής Αρχής από το αίτημά της για απελευθέρωση μιας σειράς Παλαιστίνιων κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές, τη μείωση των εδαφών που θα παραχωρούνταν στον πλήρη έλεγχο των Παλαιστινίων (και μόλις είχαν συμφωνηθεί) κ.ά. Οι πρόσθετες απαιτήσεις του Ισραήλ προκάλεσαν την αντίδραση ακόμα και των ΗΠΑ, που επεσήμαναν ότι οι συμφωνίες «όφειλαν να εφαρμόζονται με το περιεχόμενο που υπογράφονταν».9

Η συνεχιζόμενη άρνηση του Ισραήλ να απελευθερώσει τους Παλαιστίνιους υπό κράτησή του πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις στα κατεχόμενα, οι δε φυλακισμένοι προχώρησαν σε απεργία πείνας. Το Ισραήλ απελευθέρωσε τελικά κάπου 500 από τους 2.500 συνολικά Παλαιστίνιους που κρατούσε δέσμιους για αντιστασιακή δράση.10

Στις 10 Δεκέμβρη 1998 το Κεντρικό Συμβούλιο της PLO, κατόπιν σχετικής πρότασης του Γ. Αραφάτ, ενέκρινε κατά πλειοψηφία την απάλειψη των εδαφίων στο Καταστατικό της που θεωρούνταν «εχθρικά προς το Ισραήλ» (81 ψήφισαν υπέρ, 7 κατά και 7 απείχαν). Η Παλαιστινιακή Αρχή (ύστερα και από πιέσεις των Αμερικανών) υποχώρησε εν τέλει και στην απαίτηση του Ισραήλ να μην ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης στις 4 Μάη 1999 (στη λήξη δηλαδή της «μεταβατικής περιόδου» που είχε οριστεί από τις Συμφωνίες του Οσλο), όπως είχε ανακοινώσει.11

Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν οδήγησε σε κάποια ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, ούτε έφερε πιο κοντά την επίτευξη του πολυπόθητου στόχου για τη συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Η Σύνοδος του Καμπ Ντέιβιντ το 2000 κατέληξε σε αδιέξοδο. Τον λόγο πια θα έπαιρνε ο ίδιος ο Παλαιστινιακός λαός, εξεγειρόμενος για δεύτερη φορά.

Ο αντίκτυπος στο απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων

Η αναζήτηση μιας δίκαιης για τους λαούς λύσης στο Παλαιστινιακό ζήτημα, μέσα από διαπραγματεύσεις σε επίπεδο αστικών ηγεσιών ή μέσα από διεθνείς συμμαχίες με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, δεν είχε αποτέλεσμα (ούτε μπορούσε να έχει με αυτούς τους όρους). Οι ελπίδες και οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν στον Παλαιστινιακό λαό με τις Συμφωνίες του Οσλο, για ένα καλύτερο μέλλον σε ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, αποδείχθηκαν γρήγορα φρούδες και απατηλές.

Ορισμένες θετικές πτυχές της ειρηνευτικής διαδικασίας, όπως ο επαναπατρισμός δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων και η επανένωση με τις οικογένειές τους στη Δυτική Οχθη και στη Γάζα,12υπήρξαν πολύ μεμονωμένες ή επιμέρους ώστε να επηρεάσουν το γενικότερα αρνητικό της περιεχόμενο (και αποτέλεσμα).

Εν τέλει, αυτό που επιδιώχθηκε μέσα από ένα άθροισμα αλλεπάλληλων συμφωνιών, πρωτοκόλλων, μνημονίων κ.ο.κ. ήταν το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα να «ξεδοντιαστεί» και να «δεθεί» σε μια ιδιαίτερα ασφυκτική και ελεγχόμενη κατάσταση, «ανταλλάσσοντας» τα μέσα της πάλης του και τους δεσμούς του μέσα στον Παλαιστινιακό λαό με μια σειρά κατακερματισμένων εδαφών, στα οποία - εν πολλοίς και εκ των πραγμάτων - δεν είχε παρά περιορισμένη κυριαρχία.

Το ΚΚΕ - τότε και αργότερα - εκτίμησε την αρνητική κατάσταση που διαμορφώθηκε με τις Συμφωνίες του Οσλο:

«Ενα από τα πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τα αδιέξοδα της συμφωνίας του Οσλο, καθώς και της "ειρηνευτικής διαδικασίας" που ακολούθησε», σημείωνε σε σχετική της Απόφαση η ΚΕ του ΚΚΕ, «είναι το γεγονός ότι η Παλαιστινιακή Αρχή είναι μια δομή που υφίσταται ως τέτοια μόνο με βάση τη Συμφωνία του Οσλο. Μια συμφωνία που άφηνε στην καλή πρόθεση των εκάστοτε ισραηλινών κυβερνήσεων την οποιαδήποτε εκ μέρους τους υποχώρηση, δεδομένου ότι θέτονταν στο περιθώριο οι σαφέστατες και αδιαπραγμάτευτες αποφάσεις του ΟΗΕ που απαιτούν τον άνευ όρων τερματισμό της κατοχής».13

Σημειωτέον, για να λειτουργήσει ο διογκωμένος διοικητικός μηχανισμός της Παλαιστινιακής Αρχής (που απασχολούσε χιλιάδες μισθοδοτούμενους) εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό (σχεδόν κατά τα 2/3) από την οικονομική συνδρομή των ΗΠΑ, της ΕΕ, των άλλων αραβικών κρατών, της Παγκόσμιας Τράπεζας κ.ο.κ.14

Βεβαίως, η νεοαποκτηθείσα πρόσβαση σε σημαντικά διεθνή κεφάλαια, στους πόρους και στα φορολογικά έσοδα των περιοχών υπό την ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής, ακόμα και στην αγορά του Ισραήλ (έστω και με ανισότιμους όρους), δεν πρέπει να υποτιμηθούν ως υλικοί παράγοντες στήριξης της λεγόμενης «ειρηνευτικής διαδικασίας» και υποχωρητικότητας σε ολοένα και περισσότερους συμβιβασμούς από τη μεριά ενός τμήματος της παλαιστινιακής αστικής ηγεσίας (καθώς το οικονομικό δέλεαρ παρέμενε μεγάλο).

Σε συνθήκες όπου ο Παλαιστινιακός λαός δοκιμαζόταν ποικιλοτρόπως, αυτό αποτελούσε πηγή πρόσθετης οργής και απογοήτευσης σε μερίδα του κόσμου.

Επιπλέον, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του τοποτηρητή και επιβολέα της τάξης στο πλαίσιο του Οσλο (αλλά και ως αστική διοικητική εξουσία, πλέον) η Παλαιστινιακή Αρχή μετατράπηκε η ίδια σε όργανο καταστολής. Η νεοσύστατη παλαιστινιακή αστυνομία ενήργησε χιλιάδες συλλήψεις τα επόμενα χρόνια, εναντίον όσων συνέχιζαν την ένοπλη πάλη κατά του Ισραήλ. Το 1996 υπήρχαν ήδη πάνω από 2.000 κρατούμενοι στις παλαιστινιακές φυλακές (οι περισσότεροι χωρίς δίκη). Ανάμεσά τους, πέρα από μέλη της Χαμάς, της Ισλαμικής Τζιχάντ κ.ά., ήταν επίσης πολλά μέλη λαϊκών οργανώσεων που αντιπολιτεύονταν τη Φατάχ ή ήταν ενάντια στις Συμφωνίες του Οσλο (π.χ. του Λαϊκού Μετώπου ή του Δημοκρατικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Το γεγονός αυτό συνέτεινε στη διάψευση των λαϊκών προσδοκιών στη μετά το Οσλο εποχή. Ενας από τους συλληφθέντες της περιόδου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Επί ισραηλινής κατοχής είχα συλληφθεί 5 φορές (...) Αποφυλακίστηκα. Μετά από δύο βδομάδες συνελήφθηκα από την Παλαιστινιακή Αρχή και κρατήθηκα στην ίδια φυλακή».15

Οχι σπάνια, οι λαϊκές αντιδράσεις έναντι των συνεχιζόμενων αυθαιρεσιών από τη μεριά του Ισραήλ - αλλά και των πολιτικών που ακολουθούσε η Παλαιστινιακή Αρχή - αντιμετωπίζονταν με βία από την παλαιστινιακή αστυνομία, ενίοτε αιματηρή (π.χ. στις 18 Νοέμβρη 1994, όταν η παλαιστινιακή αστυνομία, επιχειρώντας να διαλύσει μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας της Χαμάς, για την οποία δεν είχε άδεια, άνοιξε πυρ με αποτέλεσμα τον θάνατο 12 διαδηλωτών).16

Η σταδιακή πτώση της δημοτικότητας της αστικής ηγεσίας της PLO (και της Παλαιστινιακής Αρχής) δεν αξιοποιήθηκε από το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα προκειμένου να χαράξουν έναν άλλο δρόμο για το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα και να συσπειρώσουν λαϊκές δυνάμεις σε αυτόν (γεγονός που, συνδυαστικά με τον διεθνή αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, επέτρεψε σε άλλες αστικές οργανώσεις, όπως η Χαμάς, να αναλάβουν την πρωτοβουλία - βλ. στη συνέχεια).17

Αλλες πτυχές της πολιτικής του Ισραήλ έναντι του υπό διαμόρφωση παλαιστινιακού κράτους

α. Το σύστημα αδειών και ταυτοτήτων

Τη δεκαετία του 1990 το κράτος του Ισραήλ ανέπτυξε ένα σύνθετο σύστημα αδειών και ταυτοτήτων, με σκοπό τον έλεγχο (επιλεκτικά και υπό όρους) της μετακίνησης των Παλαιστινίων τόσο μεταξύ των κατεχόμενων περιοχών και της ισραηλινής επικράτειας όσο και μεταξύ των διαφόρων κατακερματισμένων (όπως είδαμε προηγουμένως) εδαφών υπό την ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής.

Στην πρώτη κατηγορία (με τη μεγαλύτερη ελευθερία μετακινήσεων) ανήκαν οι Παλαιστίνιοι που είχαν την ισραηλινή υπηκοότητα, στη δεύτερη οι κάτοικοι της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, στην τρίτη οι κάτοικοι της Δυτικής Οχθης και στην τέταρτη οι κάτοικοι της Γάζας (οι οποίοι, εφόσον εργάζονταν στο Ισραήλ, υποχρεούνταν να φέρουν επιπρόσθετα και μία ακόμα μαγνητική κάρτα εισόδου, την οποία έπρεπε να ανανεώνουν σε ετήσια βάση). Κάθε κάρτα συνδεόταν με έναν αντίστοιχο «ατομικό φάκελο», στον οποίο αναγράφονταν το ποινικό αλλά και το πολιτικό μητρώο του κατόχου της (αν είχε συλληφθεί και γιατί, σε ποια οργάνωση ανήκε κ.λπ.). Οι ταυτότητες που χορηγούνταν από το Ισραήλ (ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες που εκδίδονταν από την Παλαιστινιακή Αρχή) ήταν υποχρεωτικές για κάθε Παλαιστίνιο άνω των 16 ετών. Ηταν δε απαραίτητες προκειμένου να λάβει κανείς άδεια διέλευσης μέσα από τα εκατοντάδες σημεία ελέγχου στα κατεχόμενα, ή να του χορηγηθεί άδεια εργασίας στο Ισραήλ και τους εποικισμούς. Αν ένας Παλαιστίνιος κατοικούσε σε μια περιοχή υπ' ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής και έπρεπε να μεταβεί (για δουλειά, σπουδές κ.ά.) σε μια άλλη περιοχή, επίσης υπ' ευθύνη της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά ανάμεσά τους παρεμβαλλόταν κάποιο σημείο ελέγχου (πράγμα πολύ συνηθισμένο), τότε αναγκαζόταν να υποβάλλεται καθημερινά σε πολύωρους, εξονυχιστικούς και εξευτελιστικούς ελέγχους. Κάθε απόπειρα διέλευσης από κάποιο σημείο ελέγχου χωρίς την ανάλογη ταυτότητα ή άδεια μπορούσε να οδηγήσει σε χρηματικό πρόστιμο, φυλάκιση, ακόμα και εκτοπισμό.18

β. Τα «λοκ-ντάουν»

Οταν το Ισραήλ εκτιμούσε ότι διέτρεχε κάποιον κίνδυνο ασφαλείας (ή, πολύ συχνά, ως μορφή συλλογικής τιμωρίας για κάποια επίθεση στην επικράτειά του), τότε προέβαινε σε μερικό ή ολικό «λοκ-ντάουν» των σημείων ελέγχων του, απονεκρώνοντας ουσιαστικά κάθε μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών στα παλαιστινιακά εδάφη. Κατά το «λοκ-ντάουν» του 1996, π.χ., που κράτησε σχεδόν 6 μήνες, 465 πόλεις και χωριά στη Δυτική Οχθη βρέθηκαν απομονωμένα και αποκομμένα μεταξύ τους (καθώς ήταν χωρισμένα από σημεία ελέγχου), θέτοντας επί της ουσίας τα σχεδόν 1,3 εκατομμύρια κατοίκους τους σε καθεστώς «ανοιχτής» φυλακής. Ανά περιόδους τα παλαιστινιακά εδάφη μπορεί να βρίσκονταν κατακερματισμένα ακόμα και σε 60 και πλέον κομμάτια.19

Το εν λόγω μέτρο καταγγέλθηκε από τον ΟΗΕ ως μορφή «συλλογικής τιμωρίας που στρεφόταν κατά του άμαχου πληθυσμού», ενώ ταυτόχρονα «δεν εξυπηρετούσε κανέναν εμφανή λόγο ασφαλείας». Οι συνέπειές του, βεβαίως, ήταν τεράστιες. Το πάγωμα του εμπορίου με το Ισραήλ (που απορροφούσε το 85% των εξαγωγών της Δυτικής Οχθης και της Γάζας) είχε καταστροφικές συνέπειες για την ντόπια παραγωγή. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να μεταβούν καν στη δουλειά τους. Υπολογίζεται πως το διάστημα 1993 - 2000 χάθηκε εξαιτίας των «λοκ-ντάουν» σχεδόν το 20% των εργάσιμων ημερών των Παλαιστίνιων εργαζομένων. Η ανεργία, που σε περιόδους «κανονικότητας» κυμαινόταν στη Δυτική Οχθη μεταξύ 10% - 23,8% και στη Λωρίδα της Γάζας μεταξύ 15% - 32,5%, σε περιόδους «λοκ-ντάουν» έφτανε το 40% - 50% και το 60% - 70% αντίστοιχα. Η συμβολή του μέτρου στη ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του Παλαιστινιακού λαού υπήρξε πράγματι καταλυτική. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια ο αριθμός των Παλαιστινίων που ζούσαν επισήμως κάτω από τα όρια της φτώχειας διπλασιάστηκε (αγγίζοντας το 40%), ενώ συνολικά το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 36,1%. Τα φαινόμενα λιμού άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνά, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακά ομάδες, όπως τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.20

Σε αντικατάσταση μέρους των δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων που μέχρι τότε εργάζονταν σε επιχειρήσεις στο Ισραήλ, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην «εισαγωγή» σημαντικού αριθμού ξένων εργατών από την Ασία και την Ανατολική Ευρώπη. Οι νέοι αυτοί εργαζόμενοι «κόστιζαν» στους Ισραηλινούς κεφαλαιούχους 50% λιγότερα απ' ό,τι οι Παλαιστίνιοι συνάδελφοί τους (και, βέβαια, ακόμα λιγότερα απ' ό,τι οι Ισραηλινοί εργάτες), ενισχύοντας έτσι σημαντικά την κερδοφορία της αστικής τάξης του Ισραήλ.21

γ. Η συνέχεια των εποικισμών

Παρά τα όσα είχαν συμφωνηθεί στο Οσλο και ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, το Ισραήλ όχι μόνο δεν σταμάτησε την παράνομη εποικιστική του επέκταση στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη αλλά την επιτάχυνε κιόλας, με τη συστηματική και σχεδιασμένη δημιουργία μεγάλων εποικιστικών συγκροτημάτων σε παλιές και νέες περιοχές. Τη δεκαετία του 1990 ο αριθμός των εποίκων στη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας διπλασιάστηκε, ενώ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ αυξήθηκε κατά 1/3. Εως το 2000 είχαν εγκατασταθεί παράνομα στα εδάφη (που κατά τ' άλλα προορίζονταν να αποτελέσουν το κράτος της Παλαιστίνης) 400.000 έποικοι. Κάθε οικοδόμηση νέων εποικισμών (και επέκταση των παλιών) συνοδευόταν βεβαίως από νέες απαλλοτριώσεις παλαιστινιακής γης (συχνά γόνιμης και καλλιεργήσιμης), τόσο για το χτίσιμο νέων οικιών όσο και για τη δημιουργία υποδομών, δικτύων, «ζωνών ασφαλείας» κ.ο.κ.22

Απευθυνόμενος στον γγ του ΟΗΕ, K. Ανάν, ο πρόεδρος της ειδικής Επιτροπής του Οργανισμού για τα Απαράγραπτα Δικαιώματα του Παλαιστινιακού Λαού, I. Nτ. Κα, προειδοποιούσε στις 28 Φλεβάρη 1998 πως «η συνεχιζόμενη επέκταση και εδραίωση των εποικισμών δημιουργούσε δεδομένα επί του εδάφους που έβαιναν αντίθετα προς τις Αποφάσεις του ΟΗΕ», ενώ «υπονόμευε σοβαρά τις συμφωνίες που είχαν ήδη επιτευχθεί ανάμεσα στο Ισραήλ και την PLO, θέτοντας σε κίνδυνο την όλη διαδικασία». Οι προτάσεις καταδίκης της εν λόγω πρακτικής, ωστόσο, μπλοκαρίστηκαν - και πάλι - στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τις ΗΠΑ.23

Πέρα όμως από τους εποικισμούς αυτούς καθαυτούς, ιδιαίτερα προβλήματα δημιουργούσαν οι συνεχιζόμενες - και διαρκώς εντεινόμενες - αυθαιρεσίες των εποίκων έναντι του παλαιστινιακού άμαχου πληθυσμού, ο οποίος «υπόκειτο διαρκώς σε βία, εκφοβισμούς και παρενοχλήσεις από τους Ισραηλινούς εποίκους». Σημειωτέον, οι έποικοι δεν επηρεάζονταν από τους όποιους περιορισμούς στις μετακινήσεις επιβάλλονταν με τα εκάστοτε ισραηλινά «λοκ-ντάουν», απολαμβάνοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων στα παλαιστινιακά εδάφη (σε αντίθεση με τους γηγενείς πληθυσμούς). Ταυτόχρονα, διατηρούσαν το «δικαίωμα» να προχωρούν σε συλλήψεις Παλαιστινίων που θεωρούσαν υπόπτους για κάποια αξιόποινη πράξη ή πρόθεση, ενώ συνέχιζαν να προμηθεύονται σημαντικό οπλισμό, λαμβάνοντας προς αυτόν τον σκοπό «γενναίες χορηγίες από το Ισραήλ και το εξωτερικό (...) σε πλήρη συνεννόηση με τις Ισραηλινές Ενοπλες Δυνάμεις».24

Οι βίαιες - και συχνά δολοφονικές - επιθέσεις των εποίκων δεν προκάλεσαν μόνο την οργή των Παλαιστινίων έναντι του Ισραήλ, αλλά και την απονομιμοποίηση της όλης ειρηνευτικής διαδικασίας (με ευθύνες να καταλογίζονται και στην παλαιστινιακή ηγεσία, που μετείχε σε αυτή).25

Από την υπογραφή της 1ης Συμφωνίας του Οσλο έως και το ξέσπασμα της 2ης «Ιντιφάντα» (1993 - 2000), τουλάχιστον 67 Παλαιστίνιοι δολοφονήθηκαν από εποίκους στα κατεχόμενα, εκ των οποίων οι 10 ήταν παιδιά.26

δ. Η συνέχεια της καταστολής

Με δύο απανωτές της αποφάσεις, τον Απρίλη και τον Οκτώβρη του 2000, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ καταδίκασε «τις σοβαρές και εκτενέστατες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων από το Ισραήλ», παραθέτοντας έναν μακρύ κατάλογο συνεχιζόμενων εγκλημάτων κατά του Παλαιστινιακού λαού: Δολοφονίες αμάχων (από τον ισραηλινό στρατό και τους εποίκους), φυλακίσεις επ' αόριστον χωρίς δίκη, βασανιστήρια, παράνομες κατασχέσεις γης, αδικαιολόγητες κατεδαφίσεις σπιτιών και καταστροφές καλλιεργειών (στο πλαίσιο συλλογικών τιμωριών) και πολλά άλλα.27

Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η λεγόμενη ειρηνευτική διαδικασία ήταν σε εξέλιξη, η βία και καταστολή από τη μεριά του κράτους του Ισραήλ δεν έπαψαν. Μεταξύ του 1993 και του 2000 ο ισραηλινός στρατός δολοφόνησε 306 Παλαιστίνιους αμάχους, εκ των οποίων οι 44 ήταν παιδιά.28 Χιλιάδες συλλαμβάνονταν κάθε φορά που η Χαμάς ή άλλη οργάνωση ενεργούσε κάποια επίθεση, δίχως απαραίτητα να είναι μέλη ή υποστηρικτές της. Οι δε συλλήψεις δεν αφορούσαν μόνο υπόπτους για συνεργασία ή στήριξη στις επιθέσεις κατά του Ισραήλ, αλλά πολύ συχνά περιλάμβαναν και μέλη πολιτικών οργανώσεων. Οπως χαρακτηριστικά τονίστηκε από την έδρα του Στρατοδίκη, «η πολιτική υπονομευτική δράση είναι εξίσου - αν όχι περισσότερο - επικίνδυνη από την απλή τρομοκρατία».29

Οι ισραηλινές φυλακές, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παρέμειναν γεμάτες Παλαιστίνιους κρατουμένους, ενώ ο αριθμός όσων βρίσκονταν σε καθεστώς «διοικητικής κράτησης» (δηλαδή χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί καν κατηγορίες) τριπλασιάστηκε μετά τις Συμφωνίες του Οσλο, αγγίζοντας τους 800. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και περιπτώσεις ατόμων που παρέμειναν φυλακισμένοι χωρίς δίκη ακόμα και 4 χρόνια.30Οι κρατούμενοι, καταδικασμένοι και μη, υποβάλλονταν σε κάθε είδους ψυχολογικές πιέσεις, εξευτελισμούς, κακομεταχείριση και βασανισμούς. Η βία αυτή δεν αποσκοπούσε πάντοτε σε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό (π.χ. στην απόσπαση πληροφοριών), πέρα από μια γενικότερη προσπάθεια «σπασίματος» του αγωνιστικού φρονήματος και του ηθικού των Παλαιστινίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις ασκούνταν ως μέσο πίεσης για τη στρατολόγηση κάποιου ως συνεργάτη των υπηρεσιών Ασφαλείας του Ισραήλ.31

Ενα άλλο μέτρο καταστολής που, αν και παλαιότερο, αξιοποιήθηκε ευρέως την περίοδο μετά τις Συμφωνίες του Οσλο, υπήρξε η συλλογική τιμωρία της οικογένειας - ή ακόμα και της γειτονιάς - κάποιου που επιτίθετο (ή υπήρξε ύποπτος για επίθεση) κατά του Ισραήλ. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο τότε ισραηλινός διοικητής της Δυτικής Οχθης, αντιστράτηγος Ι. Μπιράν, «το σπίτι της οικογένειας κάθε βομβιστή αυτοκτονίας ή του καθενός που σκοπεύει να γίνει βομβιστής αυτοκτονίας θα κατεδαφίζεται, η δε γύρω περιοχή θα τιμωρείται αυστηρά. Αυτό θα γίνεται σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη. Θα δράσουμε χωρίς έλεος».32Η αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου καταστολής - όπως και των υπόλοιπων - υπήρξε το λιγότερο αμφίβολη, καθώς πολύ συχνά αντί να λειτουργεί ως μέσο εκφοβισμού και αποτροπής, γινόταν μέσο περαιτέρω όξυνσης της αντίθεσης με τις δυνάμεις κατοχής και στρατολόγησης νέων υποψήφιων βομβιστών αυτοκτονίας. Οταν π.χ. το 1997 οι ισραηλινές αρχές προχώρησαν στην κατεδάφιση του σπιτιού της οικογένειας του Μούσα Ραϊνμάτ (που είχε πραγματοποιήσει επίθεση αυτοκτονίας στο Τελ Αβίβ, δολοφονώντας 3 αμάχους), εκείνοι τόνισαν: «Για μας ο Μούσα είναι ένας ήρωας και ένας μάρτυρας (...) Η κατεδάφιση του σπιτιού απλά μας δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη να συνεχίσουμε τον αγώνα. Αν συνεχίσουν με τις συλλογικές τιμωρίες, θα βρουν μπροστά τους περισσότερους σαν τον Μούσα».33

Σύμφωνα με την Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη Διερεύνηση των Πρακτικών του Ισραήλ Εναντι των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, 7 ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών τα κυρίαρχα συναισθήματα μεταξύ των Παλαιστινίων παρέμεναν «ο φόβος και η απόγνωση».34«Πώς μπορώ να πω στα παιδιά μου ότι δεν έχω αρκετά χρήματα για να τους αγοράσω ένα σωστό φαΐ; Τι μπορώ να κάνω; Πού μπορώ να πάω; Αυτό δεν είναι ειρήνη. Αυτό είναι πόλεμος, αλλά δεν μπορώ να πολεμήσω. Με τι; Για ποιον σκοπό;». Αυτά τα ερωτήματα θα θέσει ένας Παλαιστίνιος πατέρας στην ερευνήτρια S. Roy, κατά την επιτόπια έρευνά της στη Γάζα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, συμπυκνώνοντας στα λόγια του «την απόγνωση και μια αίσθηση ήττας» ενός ολόκληρου λαού.35

Προκλήσεις και αντιφάσεις στην προσπάθεια αναζήτησης εναλλακτικών στο Οσλο: Η περίπτωση του Λαϊκού Μετώπου

Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης υπήρξε η μεγαλύτερη μη ισλαμιστική οργάνωση, που παρά την όποια ανοχή επέδειξε αρχικά απέναντι στις αποφάσεις της PLO (στην οποία άλλωστε μετείχε) αντιτάχθηκε στο περιεχόμενο και στον τρόπο διεξαγωγής των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ενώ συνέχισε την πάλη ενάντια στην ισραηλινή κατοχή και με ένοπλα μέσα.

Κατά το 6ο Εθνικό του Συνέδριο (Ιούλης 2000) το Λαϊκό Μέτωπο στάθηκε αυτοκριτικά στο γεγονός ότι «δεν μπόρεσε να αναβαθμίσει το επίπεδο του οράματος και της δράσης του, από εκείνο της αντιπολιτευτικής προπαγάνδας και των σποραδικών αντιδράσεων, σε εκείνο της πραγματικής σύγκρουσης (...) λαμβάνοντας την πρωτοβουλία» και «προτάσσοντας μια συγκροτημένη εναλλακτική». Σύμφωνα με την ίδια κριτική, «οι αδυναμίες των δυνάμεων της αντιπολίτευσης έστρωσαν τον δρόμο για το Οσλο», ενώ πιο μακροπρόθεσμα οδήγησαν «στην ηττοπάθεια» και «στην απώλεια της εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών στον εαυτό τους» αλλά και στις ίδιες τις παλαιστινιακές οργανώσεις.36

Το Συνέδριο εκτιμούσε πως «το Οσλο και όσα επακολούθησαν» είχαν προξενήσει «μεγάλη συσσωρευμένη ζημιά στην παλαιστινιακή υπόθεση», επομένως «η αναγκαία εναλλακτική δεν μπορούσε να έρθει μέσα από το Οσλο». Ωστόσο, παρότι εντόπιζε - έστω και αποσπασματικά - τις ταξικές διαστάσεις του ζητήματος (τον ταξικό χαρακτήρα της Παλαιστινιακής Αρχής, τις διεθνείς της συμμαχίες με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη κ.ο.κ.) και ενώ υπογράμμιζε τη σύνδεση του κοινωνικού περιεχομένου του αγώνα του Παλαιστινιακού λαού με το εθνικοαπελευθερωτικό, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον στόχο της «εθνικής δημοκρατικής απελευθέρωσης» ως δοσμένο «στάδιο του αγώνα». Για το Λαϊκό Μέτωπο «η βασική αντίθεση» παρέμενε «η αντίθεση με τον κατακτητή», επομένως η «εθνική ενότητα» συνέχιζε να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής του πρότασης.37

Ετσι, ενώ ασκούσε δριμεία κριτική στην ηγεσία της PLO (για την απαξίωση της οργάνωσης, την υπονόμευση της συλλογικότητας στη λήψη αποφάσεων, την αποκοπή της από τις λαϊκές μάζες και βεβαίως για τις ευθύνες της στην αρνητική πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος), την ίδια στιγμή καλούσε για ενότητα υπό τη σκέπη της, με την αιτιολογία ότι «εκπροσωπούσε την ενότητα του Παλαιστινιακού λαού νομικά και ως θεσμός». Παραγνωρίζοντας τις θεμελιώδεις αντιθέσεις και τα διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις μεταξύ των Παλαιστινίων, υπογράμμιζε κατηγορηματικά πως «η εσωτερική σύγκρουση απαγορεύεται». Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτική της εθνικής ενότητας επεκτεινόταν ακόμα και στις «δυνάμεις του πολιτικού Ισλάμ» (όπως η Χαμάς), θεωρώντας πως «αποτελούν φυσικό κομμάτι του Παλαιστινιακού εθνικού κινήματος, ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων τους».38

Καταλήγοντας, το 6ο Συνέδριο του Λαϊκού Μετώπου πρόκρινε την άμεση ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 και την προάσπισή του με κάθε τρόπο και μέσο: «Αποτελεί φυσικό δικαίωμα και χρέος του Παλαιστινιακού λαού να υπερασπίσει τον εαυτό του, να αντισταθεί στην κατοχή με κάθε μέσο πάλης, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης πάλης. (...) Οφείλουμε να αξιοποιήσουμε πλήρως όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας, να αντιμετωπίσουμε την κατοχή σε κάθε πλευρά και πτυχή της, να υπερασπίσουμε κάθε σπιθαμή γης που απειλείται από τους εποικισμούς, να αρνηθούμε να καταβάλουμε φόρους στους κατακτητές, να προστατέψουμε κάθε πηγάδι, να αντισταθούμε σε κάθε κατεδάφιση σπιτιού, να αντιμετωπίσουμε κάθε προσβολή οποιουδήποτε ιερού χώρου, να καταλήξουμε σε ορισμένες ή γενικευμένες εξεγέρσεις και να αξιοποιήσουμε διαφορετικές μορφές ένοπλης πάλης».39

Η εξέλιξη της δράσης της Χαμάς

Τη δεκαετία του 1990 η οργανωτική δύναμη και η ιδεολογικοπολιτική επιρροή της Χαμάς αυξήθηκαν σημαντικά, απειλώντας όλο και περισσότερο τη θέση της Φατάχ ως ηγετικής δύναμης του απελευθερωτικού κινήματος και βασικού εκπροσώπου του Παλαιστινιακού λαού.

Αναμφίβολα, ένας από τους βασικότερους λόγους γι' αυτό υπήρξε η πορεία της ειρηνευτικής διαδικασίας και η διάψευση των προσδοκιών του Παλαιστινιακού λαού για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή. Οπως επεσήμανε ο Χ. Ασφούρ (μέλος της παλαιστινιακής διαπραγματευτικής ομάδας στο Οσλο), η πολιτική ασφυκτικού ελέγχου, περιορισμών και αποκλεισμών του Ισραήλ «μετά το Οσλο έφερε ανεργία, πικρία και απόγνωση, που οδήγησαν χιλιάδες Παλαιστινίους στην αγκαλιά της Χαμάς».40Βεβαίως, η πολιτική του Ισραήλ έναντι του υπό διαμόρφωση παλαιστινιακού κράτους υπήρξε η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη ήταν η αδυναμία της αστικής ηγεσίας της Παλαιστινιακής Αρχής να οργανώσει πολύμορφα τη λαϊκή πάλη και να προασπιστεί αποτελεσματικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του Παλαιστινιακού λαού (λόγω του στρατηγικού της προσανατολισμού, του διεθνούς αρνητικού συσχετισμού κ.λπ.).

Σε κάθε περίπτωση, την ίδια στιγμή που ο Παλαιστινιακός λαός δοκιμαζόταν από την εργασιακή ανασφάλεια και γενικότερα την οικονομική ένδεια της μετά το Οσλο εποχής, η Χαμάς, με τη συνεχιζόμενη - πάντοτε - ισχυρή οικονομική υποστήριξη των αστικών τάξεων της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Ιράν κ.ά., συνέχιζε να εδραιώνει και να επεκτείνει τα κοινωνικά της δίκτυα. Υπολογίζεται ότι το 1999, έως και το 40% των κοινωνικών ιδρυμάτων σε Δυτική Οχθη και Γάζα λειτουργούσαν υπό την εποπτεία ισλαμικών οργανώσεων, καθιστώντας τη Χαμάς τον παράγοντα με «μακράν τη μεγαλύτερη επιρροή στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας από κάθε άλλη παλαιστινιακή πολιτική οργάνωση, ακόμα και από την Παλαιστινιακή Αρχή». Το δίκτυο των «υπηρεσιών» που παρείχε (στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας, της στέγασης, της νομικής στήριξης κ.α.) ήταν τόσο εκτεταμένο, ώστε σχεδόν «ένας στους έξι Παλαιστινίους λάμβανε κάποιου είδους κοινωνικό επίδομα από τη Χαμάς».41

Αλλος σημαντικός λόγος για την άνοδο της Χαμάς τη δεκαετία του 1990 υπήρξε βεβαίως η κατηγορηματική της αντίθεση στις ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις και η συνέχιση της ένοπλης δράσης.

Στους Παλαιστίνιους η Χαμάς επεδίωκε να εμφανιστεί ως η δύναμη που αναλάμβανε τον ρόλο που είχε απολέσει η Φατάχ: Του βασικού οργανωτή της ενεργού αντίθεσής τους προς την ισραηλινή κατοχή, μέχρι και την πλήρη δικαίωση του αγώνα τους στο μέγιστο των ιστορικών αιτημάτων τους (δηλαδή επί ολόκληρης της ιστορικής Παλαιστίνης). Οσον αφορά το Ισραήλ, η Χαμάς επεδίωκε να αναγνωριστεί η ίδια ως ο βασικός συνομιλητής του στις όποιες μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, εκτοπίζοντας από αυτήν τη θέση την Παλαιστινιακή Αρχή. Οπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε ένα στέλεχος της Χαμάς σε συνέντευξή του, οι «βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας» αποτελούσαν «επιστολές» με τις οποίες η οργάνωση «διεμήνυε στους Ισραηλινούς» πως «η ασφάλειά τους δεν έγκειτο ούτε στην Αίγυπτο, ούτε στη Λιβύη, ούτε στον Αραφάτ, αλλά σε εμάς».42

Η ένοπλη δράση της Χαμάς, επομένως, δεν στόχευε στην απελευθέρωση της Παλαιστίνης μέσα από την ανάπτυξη ενός μαζικού λαϊκού ένοπλου κινήματος. Γι' αυτό και δεν πήρε τέτοια χαρακτηριστικά, περιοριζόμενη στην τακτική των επιθέσεων αυτοκτονίας κατά Ισραηλινών αμάχων (οι οποίες σύμφωνα με τον Ρ. Σάλαχ, επικεφαλής μιας άλλης ισλαμικής οργάνωσης, της Ισλαμικής Τζιχάντ, «ήταν εύκολες» στην οργάνωση και στη διενέργειά τους «και μας κόστιζαν μόνο τις ζωές μας»).43 Την επταετία 1993 - 2000 δολοφονήθηκαν εντός του Ισραήλ 124 άμαχοι, μεταξύ τους 12 παιδιά.44

Οι επιθέσεις αυτοκτονίας ήταν ένα μέσο πίεσης προς το Ισραήλ και άμεσης - όσο και πρόσκαιρης - εκτόνωσης των αισθημάτων απόγνωσης και απελπισίας των Παλαιστινίων, μέσα από μια ηχηρή πράξη εξίσου απόγνωσης και απελπισίας, που πέρα από τον συμβολικό χαρακτήρα που προσλάμβανε, πρακτικά δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα όσον αφορά την υπόθεση του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος (την οργάνωση και μαζική συνέχεια της πάλης του ενάντια στον κατακτητή, ή την προοπτική αυτού του αγώνα).

Ωστόσο, ζώντας διαρκώς υπό ένα ασφυκτικό καθεστώς βίας και φόβου και ελλείψει άλλης εναλλακτικής, όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι εκ των πραγμάτων εξωθούνταν στο να δουν θετικά, να υποστηρίξουν, ακόμα και να στρατολογηθούν σε τέτοιες πρακτικές. «Ημουν από εκείνους που διαδήλωναν εδώ κατά της τρομοκρατίας», εξηγούσε χαρακτηριστικά ένας κάτοικος της Γάζας σε συνέντευξή του το 1996. «Λυπόμουν όταν έβλεπα τις μανάδες και τους πατεράδες εκείνων που σκοτώνονταν στο Ισραήλ» από τις επιθέσεις αυτοκτονίας. «Αλλά όταν είδα το δικό μου παιδί να πεθαίνει, με τους Ισραηλινούς να στέκονται από πίσω του (...) αυτό ήταν και η απόδειξη για μένα πως (οι Ισραηλινοί) σκέφτονταν ακόμα με όρους κατάκτησης και όχι ειρήνης. Εκείνες τις μέρες, αν ερχόταν κάποιος και μου έλεγε να γίνω βομβιστής αυτοκτονίας, θα το έκανα. Και είμαι από εκείνους που υποστήριζαν την ειρήνη τόσο πολύ!».45

(Συνεχίζεται)

Παραπομπές:

1. UN, The origins and evolution of the Palestine Problem, Part V: 1989 - 2000 (https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-v-1989-2000/) - από εδώ και πέρα ΟΗΕ-ε.

2. Η Παλαιστινιακή Αρχή ήταν 24μελής και είχε τόσο νομοθετικές όσο και εκτελεστικές αρμοδιότητες.

3. Avi Shlaim, «The Iron Wall», εκδ. «Allen Lane», London, 2000, σελ. 524 - 528, και ΟΗΕ-ε, ό.π.

4. ΟΗΕ-ε, ό.π., και Pia Therese Jansen, «The consequences of Israel's counter terrorism policy», PhD thesis, University of St Andrews, 2008, σελ. 106.

5. Για τη Γάζα δεν υπήρξαν αναλυτικά αποτελέσματα. «The January 20, 1996 Palestinian Elections», εκδ. «NDI - Carter Center», 1997, σελ. 37, 84 και 135.

6. ΟΗΕ-ε, ό.π.

7. ΟΗΕ-ε, ό.π.

8. ΟΗΕ-ε, ό.π.

9. ΟΗΕ-ε, ό.π.

10. UN, Chronological review of events / December 1998, Division for Palestinian Rights (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-193821/).

11. UN, Chronological review of events / December 1998, Division for Palestinian Rights, ό.π., και ΟΗΕ-ε, ό.π.

12. Ward Sayre & Jennifer Olmsted, «Economics of Palestinian return migration», στο Middle East Report, no. 212, Fall 2002 (https://merip.org/1999/09/economics-of-palestinian-return-migration/).

13. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για τη διεθνή κατάσταση με αιχμή τη Μέση Ανατολή και το Ιράν. Η θέση της Ελλάδας στην περιοχή. Η απάντηση του ΚΚΕ», στην ΚΟΜΕΠ, τ. 3, 2006, σελ. 31.

14. IMF, «West Bank and Gaza», 15/9/2003 (https://unispal.un.org/pdfs/IMFwb&g.pdf).

15. Amnesty International, «Prolonged political detention, torture and unfair trials», 1996 (https://www.refworld.org/reference/countryrep/amnesty/1996/en/37789).

16. UN, Chronological review of events / November 1994, Division for Palestinian Rights (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-203944/).

17. Michael Broning, «Political parties in Palestine», εκδ. «Palgrave Macmillan», NY, 2013, σελ. 147 - 171.

18. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 110, 113 - 114, 122 - 123.

19. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 258, και ΟΗΕ-ε, ό.π.

20. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ.142, 144 - 145, και ΟΗΕ-ε, ό.π.

21. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 101 και 116.

22. Foundation for Middle East Peace, «Report on Israeli settlements in the occupied territories», vol. 11, no. 3, May - June 2001, σελ. 1, και vol. 11, no. 2, March - April 2001, σελ. 8, OHE-ε, ό.π.

23. OHE-ε, ό.π.

24. ΟΗΕ-ε, ό.π., και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 46.

25. UN, Chronological review of events / November 1994, Division for Palestinian Rights, ό.π.

26. B' Tselem, «Fatalities in the First Intifada» (https://www.btselem.org/statistics/first_intifada_tables).

27. UNCHR, Resolutions 2000/6 και S-5/1 (https://www.refworld.org/), OHE-ε, ό.π.

28. B' Tselem, ό.π

29. B' Tselem, «Prisoners of Peace: Administrative detention during the Oslo process», June 1997, σελ. 18.

30. B' TSelem, «Prisoners of Peace: Administrative detention during the Oslo process», ό.π., σελ. 4.

31. Bλ. B' Tselem, «The torture and ill-treatment of Palestinian detainees», May 1997, και «Collaborators in the Occupied Territories», January 1994.

32. Human Rights Watch, «Israel's closure of the West Bank and Gaza Strip», 1996 (https://www.refworld.org/reference/countryrep/hrw/1996/en/40173).

33. «Jerusalem Post», 20/4/1997.

34. ΟΗΕ-ε, ό.π.

35. Sara Roy, ό.π., σελ. 5.

36. PFLP, The Sixth National Conference, July 2000, σελ. 48, 55, 57 - 58.

37. Ο.π., σελ. 29 και 129.

38. Ο.π., σελ. 58 - 60, 211 και 220.

39. Ο.π., σελ. 169, 178 και 185.

40. Uri Savir, «The process», εκδ. «Vintage Books», NY, 1998, σελ. 295 - 296.

41. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 147 και 254.

42. Helga Baumgarten, «The three faces / phases on Palestinian nationalism, 1948 - 2005», στο Journal of International Studies, vol. 34, no. 4, Summer 2005, σελ. 42, και Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 94.

43. Pia Therese Jansen, ό.π., σελ. 94.

44. B' Tselem, «Fatalities in the First Intifada», ό.π.

45. Dick Doughty, «Listening on Gaza», στο Journal of Palestine Studies, vol. 25, no. 4, 1996, σελ. 72.


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ