«Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν εφιαλτικά για μας, πεινούσαμε!»
Φωτογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου σε παιδική ηλικία |
Με βράχια και αγκωνάρια, κάτω από τον Υμηττό, είναι διάσπαρτος ο Κοπανάς, η λαϊκή ονομασία της περιοχής, όπου χτίστηκε ο Βύρωνας. Συνήθως τέτοιους τόπους - που πρέπει να τους καθαρίσεις για να βρεις λίγο χώμα, κι αυτό ξερό - δίνει το ελληνικό κράτος στους ξεριζωμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες για να «ξεμπερδέψει» μαζί τους. Γιατί η εγκατάστασή τους παραμένει σαν πυρωμένο σίδερο στο κυκλώπειο μάτι του. Η αρχική ονομασία του βραχώδους τόπου είναι Οικισμός Παγκρατίου, το 1924 μετονομάζεται σε Οικισμός Βύρωνα και δέκα χρόνια αργότερα, το 1934, γίνεται δήμος Βύρωνα.
Τον Νοέμβρη του 1922, ο υπουργός Παιδείας, Ιωάννης (Γιάγκος) Σιώτης, αποφασίζει να εκκενώσει τα σχολεία από τους καταπονημένους πρόσφυγες και να αναθέσει στον μηχανικό Γεώργιο Σούλη, προϊστάμενο Τεχνικών Εργων του Ταμείου Περιθάλψεως, το πρώτο σχέδιο για εγκατάστασή τους σε νεόδμητα οικήματα. Σ' ένα απ' αυτά τα χτιστά σπίτια κι όχι παράγκες, οι οποίες στήθηκαν άτακτα σε άλλους προσφυγικούς οικισμούς, βάζει το κεφάλι της η οικογένεια Διαμαντόπουλου.
Ο πατέρας, πλούσιος φαρμακοποιός, η μητέρα Βασιλική, εύπορης οικογένειας, το γένος Μουράτογλου. Ερχονται στην Ελλάδα χωρίς τον γεννήτορα, αφού τον «έφαγε» η μεγάλη φυγή. Ο οκτάχρονος Διαμαντής ήταν ο μικρότερος από τα τρία αγόρια, ενώ είχε γεννηθεί κι ένα κορίτσι. Με τα τρία ανήλικα αδέλφια του και την χήρα μάνα του θα μοιραστεί την πείνα και τη φτώχεια στον νέο αφιλόξενο τόπο.
Ο δρόμος ονομάζεται Μαιάνδρου και το προσφυγικό βρίσκεται στον αριθμό 7. Σήμερα έχει αλλάξει όνομα, στη θέση του διαβάζουμε οδός Κύπρου. Μαίανδρος είναι ο ποταμός που διασχίζει την αρχαία Φρυγία, δημιουργεί κοιλάδα και ποτίζει τον γενέθλιο τόπο, τη Μαγνησία.
Ο Διαμαντής και η αδελφή του, Ειρήνη, μετά από χρόνια. Συνυπήρξαν στις σελίδες του περιοδικού «Διάπλασις των Παίδων». Αυτός ως Ακάμας, αυτή ως Ηδύλη |
Ο υπέρτιτλος μελοδραματικός: «Είναι άξιος; Σκοτώστε τον!». Ο τίτλος καταγγελτικός: «Ο μεγάλος Ελληνας ζωγράφος Δ. Διαμαντόπουλος - Πώς τον απομόνωσε για να τον εξοντώσει το κατεστημένο...». Παρά τη λαϊκιστική παρουσίαση της συνομιλίας, για την οποία δεν φέρει ευθύνη ο κομμουνιστής καλλιτέχνης, γιατί τα λόγια του, περασμένα από υψηλή ταξική συνειδητοποίηση, είναι σαφή, αληθινά και καθαρά.
«Γεννήθηκα», συγκλονιστικά αφηγείται ο συνεντευξιαζόμενος, «στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας, Μανισιά τη λέγαμε εμείς, το 1914. Εδώ ήρθαμε το 1922. Ηταν τραγικό. Δεν είχαμε "πού την κεφαλήν κλίνη". Πέρασα πολύ δύσκολα χρόνια. Η μάνα μου, μόλις είχε χηρέψει. Ημασταν τέσσερα παιδιά - εγώ ο μικρότερος από τρία αγόρια. Στην Μαγνησία ζούσαμε καλά. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος. Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα ήταν εφιαλτικά για μας».
«Δουλεύατε από παιδί;», είναι η ερώτηση. Αυτονόητη η απάντηση και με ένταση: «Βεβαίως. Πεινούσαμε, σας λέω! Η χειρότερη δουλειά ήταν στο μαγαζί ενός συγγενούς μου, εμπόρου υφασμάτων, στην οδό Περικλέους. Ολο το καλοκαίρι, θυμάμαι, κουβάλαγα στον ώμο τα τόπια το ύφασμα, απάνω, ψηλά, ανεβαίνοντας μια στριφτή εσωτερική σκάλα. Και με συνεχή γκρίνια του αφεντικού. Ετσι τελείωσα το Γυμνάσιο...».
Εξώφυλλο του 1927, χρονιά που αρχίζουν τα δυο Διαμαντοπουλάκια τη συνύπαρξή τους στο «διά παιδιά, εφήβους και νεάνιδας» δημοφιλές έντυπο |
Τελειώνει τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αλλά το σκουλήκι της καλλιτεχνίας δεν το ανακαλύπτει στην εφηβεία. Τον τρώει, ήδη, από τα 7 χρόνια του, και την εκφράζει φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες κοριτσιών πάνω σε χαρτόνια. Παράλληλα, στην ηλικία του αυθόρμητου, στην οποία περισσότερα αισθάνεσαι, παρά σκέφτεσαι, γράφει και ποίηση. Ενα δείγμα από αυτές τις πρώτες, τις ποιητικές του ανησυχίες, θα το θυμόταν πολλά χρόνια μετά.
Ας το παραθέσουμε, έτσι όπως το είπε από μνήμης ο ίδιος, στην τεχνοκριτικό Βεατρίκη Σπηλιάδη, με αφορμή τη συμμετοχή του στην 40ήΜπιενάλε της Βενετίας (1982): «Το κορμί μου είναι κρέας / και εγώ είμαι μερμήγκι / σαν και μια σακούλα μούστος / η κοιλιά μου κουνιστερή». Ακατανόητο; Μάλλον. Ισως με κάποιο πρώιμο χιούμορ.
Οσο κι αν το αίμα αυτού του φανατικού για πίνακες παιδιού βράζει μέσα στα χρώματα, εντούτοις, μέσα του γεννιέται ο ορθός λόγος της επιστήμης. Κι αυτή η κλίση του, η επιθυμία να εξηγεί τη ζωγραφική του με όρους αναλυτικούς, κρατάει απ' αυτά τα χρόνια.
«Ζωγράφιζα από παιδί, αλλά με ενδιέφεραν τα Μαθηματικά, η Φυσική, η Φιλοσοφία (...) Ξέρετε σκέφτομαι μαθηματικά...», ακούμε τη φωνή του, από την ίδια συνέντευξη, να ξεκαθαρίζει κομμάτια της πρώιμης συνειδητοποίησής του, που τον ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, ώσπου να γίνει ο ζωγράφος της εργατικής τάξης.
Αυτοπροσωπογραφία με μονοκοντυλιά του Διαμαντή Διαμαντόπουλου, δημοσιευμένη, το 1928, με ψευδώνυμο, αφού έχουν προηγηθεί τα επαινετικά σχόλια του Γρηγορίου Ξενόπουλου, που είχε την αρχισυνταξία του νεανικού καταφυγίου έκφρασης |
Τα δύο Διαμαντοπουλάκια κρύβονται πίσω από ισάριθμα ψευδώνυμα: Ακάμας και Ηδύλη. Το πρώτο έλκει την καταγωγή του από ήρωα του Τρωικού Πολέμου και είναι ο γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Το δεύτερο θα πρέπει να το ανακαλύψουμε στο πρόσωπο της Αθηναίας ποιήτριας του 4ού π.Χ. αιώνα.
Αρχικά, ο ψευδώνυμος αποστολέας Διαμαντής στέλνει δύο πεζά του: Στο ένα αξιοποιεί έναν τουρκικό θρύλο, στο δεύτερο βάζει τον εύγλωττο τίτλο «Στα σκοτάδια της σκλαβιάς».
Ο έμπειρος Ζακυνθινός συγγραφέας τα χαρακτηρίζει άτεχνα, αλλά ο νεαρός υποψήφιος συνεργάτης του περιοδικού βγάζει από τη φαρέτρα του κάποια σκίτσα. Αυτήν τη φορά έχει κάνει διάνα. Ο 60χρονος Γρηγόριος Ξενόπουλος αναγνωρίζει το ταλέντο του και δεν φειδωλεύεται τον έπαινό του:
«Εκαμες πολύ καλά», του απαντάει, «που αποφάσισες να μου γράψεις και προπάντων να μου στείλεις αυτά τα δύο σκίτσα. Μου άρεσαν πολύ. Με λίγες απλούστατες γραμμές λένε πολλά.Και το ότι έχεις ταλέντο μαρτυρεί κι η προτίμησή σου στα σκίτσα του "Θαυμαστού ταξιδιού" - μυθιστορήματος της Σέλμα Λάγκερλεφ που δημοσιευόταν εκείνη τη χρονιά στο περιοδικό -, που είναι πράγματι καλλιτεχνικότατα».
Δρόμος προσφυγικού καταυλισμού στον προσφυγικό συνοικισμό Βύρωνα (Ελληνικό και Λογοτεχνικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης) |
ΥΓ: Το ΚΚΕ, μετά από τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, βρέθηκε και πάλι με ανεβασμένα τα ποσοστά και μάλιστα στην τρίτη θέση εντός της Αττικής. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι και οι πλέον εθελοτυφλούντες θα συνειδητοποίησαν τι σημαίνει λαϊκή αντιπολίτευση, που καθημερινά δοκιμάζεται στους δρόμους του αγώνα, δίπλα στους πρωτογενείς παραγωγούς.