Η Σ. Μελετίου και ο Π. Μιχαλόπουλος μιλούν στον «Ριζοσπάστη» με αφορμή την παράσταση «Τα Μαγικά Βουνά»
2024: Η σκηνή του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» μεταμορφώνεται σε μια ορεινή πλαγιά στο Βουργαρέλι της Πίνδου, εκεί όπου πρωτοπαίχτηκαν τα έργα. Μέσα στον θεατρικό χώρο ο σημερινός θεατής συναντάται με το θέατρο του βουνού... «Τα Μαγικά Βουνά» περιμένουν να μας υποδεχτούν κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή.
Ο «Ριζοσπάστης» είχε τη χαρά να συζητήσει με τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και επιστημονικό σύμβουλο της παράστασης, και την Σωτηρία Μελετίου, φιλόλογο, μέλος της οικογένειας Κοτζιούλα. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει το θέατρο του βουνού, ποια ήταν η δράση του Γιώργου Κοτζιούλα την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, ποια είναι η ιστορία πίσω από τη διάσωση του αρχείου του; Σε αυτά και άλλα πολλά αναφέρονται οι άξιοι συνομιλητές μας και τους ευχαριστούμε πολύ.
-- Ενα μάθημα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει όλη αυτή η θεατρική διαδρομή...
Π. Μιχαλόπουλος: Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, στο οποίο έγινε εκτενής αναφορά στη θεατρική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, με ιδιαίτερη αναφορά στην προσωπικότητα και τη δράση του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα. Ανάμεσα στους φοιτητές ήταν και η Δέσποινα Αναστάσογλου, επικεφαλής μαζί με τον Δημήτρη Αγαρτζίδη της θεατρικής ομάδας «Elephas Tiliensis», η οποία με την ολοκλήρωση των μαθημάτων άρχισε να επεξεργάζεται το ενδεχόμενο της σκηνικής μεταφοράς του δραματουργικού έργου του Κοτζιούλα. Σε εκείνη λοιπόν ανήκει η ωραία πρωτοβουλία. Στο ίδιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, άλλωστε, φοιτούν και άλλοι συντελεστές της παράστασης «Τα Μαγικά Βουνά» (οι ηθοποιοί Μαρκέλλα Γιαννάτου και Αρης Λάσκος και η δραματολόγος της παράστασης Ρόζυ Δούνια), αλλά και απόφοιτοι του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών (η ηθοποιός Βίκυ Κατσίκα). Εδώ πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι αυτή η μάλλον σπάνια συνθήκη, να προκύψει μια παράσταση από ένα μάθημα, οφείλεται και στην αλληλοτροφοδότηση θεωρίας και πράξης που συντελείται στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Στο μεταπτυχιακό μας πρόγραμμα φοιτούν και καλλιτέχνες του θεάτρου, ενώ στο διδακτικό προσωπικό περιλαμβάνονται συστηματικά και διακεκριμένοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί.
-- Εχετε ασχοληθεί με τη δεκαετία του 1940. Η διατριβή σας άλλωστε που έχει δημοσιευθεί έχει τίτλο «Το Εθνικό Θέατρο 1940 - 1950. Οι διοικήσεις, το καλλιτεχνικό έργο και η θέση του σκηνοθέτη». Εστιάζοντας στο θέατρο του βουνού, ποια είναι τα στοιχεία που κατά τη γνώμη σας ξεχωρίζουν, ποια είναι η διαφορά του από το «τυπικό», το αστικό θέατρο;
Π. Μ.: Η θεατρική δραστηριότητα που σημειώθηκε σε όλη την επικράτεια μέσα στην Κατοχή, και εντός του ΕΑΜικού κινήματος, συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας πρωτόγνωρης στα ελληνικά χρονικά εκδοχής πολιτικού θεάτρου, που έφερε για πρώτη φορά ομάδες πληθυσμού της υπαίθρου σε επαφή με τη σκηνική πράξη. Σε σχέση με το τότε αστικό θέατρο - όπως το ονομάζετε - οι διαφορές ήταν μεγάλες, αφενός στο πεδίο της δραματουργίας και αφετέρου στον τρόπο οργάνωσης της παράστασης. Εν συντομία, τα δραματικά κείμενα πραγματεύονταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός εκείνη την περίοδο και ασκούσαν δριμεία κριτική τόσο στις κατοχικές κυβερνήσεις όσο και στη μεταξική δικτατορία που είχε προηγηθεί, ενώ ο τρόπος οργάνωσης των θιάσων που όργωναν την Ελεύθερη Ελλάδα ερχόταν σε πλήρη ρήξη με το μοντέλο της θιασαρχικής ιεραρχίας που επικρατούσε, και στο οποίο γύρω και κάτω από τον πρωταγωνιστή του θιάσου «συνωστίζονταν» οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης.
Οι δύο αυτές παράμετροι θεωρώ πως αφορούν και τον σύγχρονο καλλιτέχνη, αλλά και το σημερινό κοινό. Η καθαρή θέση που συναντά κανείς σε εκείνα τα κείμενα για τη ζωή και τον καθημερινό αγώνα, το πνεύμα συνεργασίας και η διάθεση αλληλεγγύης και αυτοθυσίας, αποτελούν πάντα ζητούμενο.
-- Θέλετε να μας πείτε κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή του Γ. Κοτζιούλα που αναδεικνύουν πλευρές της ξεχωριστής προσωπικότητάς του;
Σ. Μελετίου: Ο Γιώργος Κοτζιούλας, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, ασυμβίβαστος ιδεολόγος και στην Τέχνη και στη ζωή του, γίνεται στις τάξεις του αντάρτικου και θεατράνθρωπος, ανταποκρινόμενος στο αίτημα της ιστορικής στιγμής, για να εμψυχώσει, να ψυχαγωγήσει και να συνεγείρει τόσο τους αντάρτες όσο και τους χωρικούς της Ηπείρου.
Εξαιρετικός φιλόλογος, που πονούσε για τη γλώσσα, με ποικίλα διαβάσματα, σε όλη του τη ζωή αντιμετωπίζει οξύτατα προβλήματα βιοπορισμού, που οδηγούν στη φθορά της εύθραυστης υγείας του. Για να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα τον χειμώνα του 1941 καταφεύγει στην πατρώα γη της Ηπείρου. Του προκαλούν ευφορία η επάρκεια της τροφής, η επανασύνδεση με τους δικούς του και τη φύση. Μεταφράζει Λατίνους (Οράτιο, Θεόκριτο, βουκολικούς), Αίσωπο, Πλούταρχο και γράφει αδιάλειπτα. Ακολουθεί τις αντάρτικες ομάδες που εμφανίζονται στα χωριά του και όταν αργότερα ο λαογράφος, ιστορικός και μετέπειτα στέλεχος του ΕΑΜ Χρήστος Σούλης φροντίζει να διοριστεί ο Κοτζιούλας στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, ο ποιητής αρνείται, λέγοντας ότι «προτιμάει να διδάξει στο γυμνάσιο του ΕΑΜ».
Στα τέλη του 1943, κυνηγημένος για δεύτερη φορά από τους ΕΔΕΣίτες, ορκίστηκε να μην ξαναπέσει στα χέρια τους ζωντανός και κρύβεται σε σπηλιές, μεταφράζοντας Αίσωπο, ώσπου αποφασίζει να διαβεί τον Αραχθο, φυσικό σύνορο της επικράτειας του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Οπως δηλώνει ο ίδιος: «Απέναντι ήταν οι δικοί μας αντάρτες. Αν γλίτωνα θα σωζόμουν. Κι αν πνιγόμουν, θα πέθαινα ελεύθερος...».
-- Ποια είναι η ιστορία γύρω από τη διάσωση του αρχείου του Γ. Κοτζιούλα;
Σ. Μ.: Μόνιμη αγωνία του φτωχού, «ανέστιου και φερέοικου» ποιητή, κάθε φορά που εγκατέλειπε τα πατάρια και τους περιστερώνες που διαβιούσε, είτε για τα γύρω από την Αττική βουνά - ήταν φυματικός - είτε για την πατρίδα του, την Πλατανούσα, ήταν η τύχη της βιβλιοθήκης και των χειρογράφων του. Πολλά από αυτά χάθηκαν στη Μεταξική δικτατορία και λόγω των συνθηκών της διαβίωσής του.
Την πνευματική παραγωγή της περιόδου 1941 - 1945, που αποτελείται από μεταφράσεις, ποιήματα, πεζά, θέατρο καθώς και αλληλογραφία, σημειώματα, διαταγές του ΕΛΑΣ, ημερολόγια και άλλα αφηγήματά του, τα μεταφέρει ο Κοτζιούλας μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας στην Ελασσόνα, όπου καταφεύγει στο σπίτι του φίλου του, γιατρού της 8ης Μεραρχίας Γ. Σαμαρά. Ο ίδιος σημειώνει ότι η διάσωση του αρχείου του οφείλεται στην «πρόνοια της αγράμματης μάνας μου» και στη «σταθερή συνδρομή της οικογένειας του Γ. Σαμαρά».
Στην Ελασσόνα η συναγωνίστριά του και σύζυγος του Γ. Σαμαρά, Βαγγελίτσα, κατά τη διάρκεια της σουρλικής τρομοκρατίας έκρυβε τα χειρόγραφα μέσα σε έναν τενεκέ κάτω από το πάτωμα του σπιτιού της, έως το 1952, που τα παρέδωσε στην σύζυγο του ποιητή, Ευμορφία.
Αλλά η οδύσσεια των χειρογράφων του δεν τελείωσε εκεί. Κατά την προδικτατορική περίοδο είχαν παραχωρηθεί στις εκδόσεις «Θεμέλιο», με σκοπό να αποτελέσουν το δεύτερο βιβλίο του ιστορικού αρχείου του Γ. Κοτζιούλα με τίτλο «Θέατρο στο Βουνό», αφού είχε ήδη εκδοθεί το πρώτο βιβλίο της σειράς «Οταν ήμουν με τον Αρη». Με την επιβολή της δικτατορίας, τα χειρόγραφα κρύφτηκαν και χάθηκαν. Ο γιος του ποιητή περιέγραφε με μεγάλη συγκίνηση την ανεύρεσή τους τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, μαζί με τον Μίμη Δεσποτίδη, μέσα σε έναν χάρτινο κύλινδρο κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
-- Δύο είναι οι βασικοί εκπρόσωποι του θεάτρου του βουνού, ο Βασίλης Ρώτας και ο Γιώργος Κοτζιούλας. Ποια είναι τα κοινά στοιχεία τους και ποια αυτά που τους ξεχωρίζουν;
Π. Μ.: Η «Λαϊκή Σκηνή» της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ (Κοτζιούλας) στην Ηπειρο και ο «Θεατρικός Ομιλος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» (Ρώτας) στη Θεσσαλία αποτελούν τις πλέον γνωστές θεατρικές ομάδες που έδρασαν εκείνη την περίοδο, μαζί με τον θίασο του Γιώργου Καφταντζή στη Δυτική Μακεδονία.
Κοινός στόχος ήταν η εκπολιτιστική δράση, καθώς θεωρούσαν πως μαζί με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της χώρας ήταν αναγκαία και η πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού, η διάδοση των νέων ιδεών που αντιπροσώπευε η Αντίσταση.
Οι διαφορές έχουν να κάνουν τόσο με τους δύο δημιουργούς του θιάσου όσο και με την οργάνωση των δύο καλλιτεχνικών συγκροτημάτων. Ο Ρώτας ήταν εκείνη την εποχή ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος της ελληνικής σκηνής (δραματουργός, μεταφραστής θεατρικών έργων, παιδαγωγός), με διατυπωμένες απόψεις γύρω από το λαϊκό θέατρο. Ο Κοτζιούλας ήταν σημαντικός ποιητής και δοκιμιογράφος, ωστόσο δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τη θεατρική πράξη μέχρι τη συγκρότηση της «Λαϊκής Σκηνής». Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν είχε δει παρά ελάχιστες παραστάσεις στη ζωή του. Ο θίασος του Ρώτα διέθετε μέλη με καλλιτεχνική εμπειρία, ενώ ο Κοτζιούλας εργάστηκε με ερασιτέχνες ηθοποιούς, με αντάρτες που στελέχωσαν τον θίασο.
Εχει πολύ ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι μετά την Απελευθέρωση ο Κοτζιούλας δεν ασχολήθηκε ξανά με το θέατρο. Το γεγονός αυτό δείχνει από τη μία την ευσυνειδησία του, καθώς ανέλαβε και έφερε σε πέρας την ευθύνη που του ανατέθηκε χωρίς να έχει μέχρι τότε σχέση με τη θεατρική πράξη, από την άλλη ότι απέκτησε σε ελάχιστο χρόνο την πείρα και τη γνώση να γράψει έργα και να οργανώσει τον θίασο, αλλά και να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τους στόχους ενός πολιτικού θεάτρου. Από την άλλη, βέβαια, τόσο η περίπτωση του Κοτζιούλα όσο και εκείνες των υπόλοιπων θεατρικών ομάδων αποδεικνύουν τη δύναμη της θεατρικής τέχνης, που μπορεί να προσαρμόζεται και να ανθίζει ακόμα και σε ακραίες συνθήκες, ιδίως όταν ο στόχος είναι η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο.