...ή ο πολιτισμός στο τεφτέρι
Κι όμως, κάπως έτσι απάντησε η υπουργός, Λίνα Μενδώνη, μιλώντας για τον καίριο ρόλο του Πολιτισμού σε εκδήλωση με τίτλο «Ο πολιτισμός ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Παρουσίαση αποτελεσμάτων της μελέτης αποτίμησης των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων του έργου Πολιτισμού στο ΕΣΠΑ 2014 - 2020».
Για να εξηγηθούμε: Στη συγκεκριμένη εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στις 27 Φλεβάρη, η υπουργός Πολιτισμού προσπάθησε να αποδείξει ότι κάθε ευρώ που δίνεται στον Πολιτισμό αξίζει, πιάνει τόπο, όπως είπε χαρακτηριστικά. Η ίδια μάλιστα έθεσε το εξής ερώτημα: «Αιτιολογούνται δημοσιονομικά μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στον Πολιτισμό, όταν η χρηματοδότηση άλλων κρίσιμων τομέων όπως η Υγεία και η Εκπαίδευση αποτελούν προτεραιότητα;».
Δεν έχουμε πρόθεση στο συγκεκριμένο άρθρο να σχολιάσουμε πόσο προκλητικό είναι να μιλάει η κυβέρνηση για προτεραιότητα στην Υγεία και την Παιδεία λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα για τα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία, ακριβώς τις μέρες που συζητιέται στη Βουλή το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Θα σταθούμε κυρίως στο ότι είναι πολύ προκλητικό η ίδια να υποστηρίζει ότι η σημασία της επένδυσης στον Πολιτισμό μεγιστοποιείται όταν το πολιτιστικό προϊόν μετατρέπεται σε τουριστικό προϊόν, δηλαδή σε κέρδος του τουριστικού κεφαλαίου. Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που οι κυβερνώντες επικαλούνται τη σύνδεση του Πολιτισμού με τον Τουρισμό. Αλλωστε, οι δύο τομείς έχουν συνυπάρξει και σε κοινό υπουργείο από το 2009 έως το 2012 (κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου), ενώ την κατεύθυνση αυτή δεν την αμφισβήτησε καμία κυβέρνηση στην πορεία. Είναι επίσης προκλητικό όταν αξιολογείται η απόδοση της χρηματοδότησης στον Πολιτισμό με βάση τις κρατήσεις των ξενοδοχείων, τις πωλήσεις της τοπικής γαστρονομίας, τα κέρδη του κατασκευαστικού κεφαλαίου, των μεταφορών κ.λπ.
Ομως, παραπάει να λέει η υπουργός πως όποιος αμφισβητεί αυτήν τη θεώρηση αντιμετωπίζει τον Πολιτισμό ως αγαθό πολυτελείας και έχει μία παλιά, εσφαλμένη και αντιεπιστημονική αντίληψη.
Η επαφή με την Τέχνη και τον Πολιτισμό, με την ουσιαστική, κοινωνικά χρήσιμη Τέχνη, είναι ανάγκη και δικαίωμα για όλους, για τους εργαζόμενους, για τη νεολαία, για τις γυναίκες. Είναι αναγκαία για την ολόπλευρη γνώση της πραγματικότητας, για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας, για την ανάπτυξη αισθητικού κριτηρίου. Σε τελική ανάλυση, μπορεί να γίνει ισχυρό όπλο και στην ίδια την ταξική πάλη. Αυτή είναι η σύγχρονη προοδευτική αντίληψη για την Τέχνη και τον Πολιτισμό και όχι αυτή που τον θέλει ως στήριξη του 5ου τουριστικού brand στον κόσμο, προκειμένου να επιλέγεται η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός όλο τον χρόνο και όχι μόνο το καλοκαίρι για τον ήλιο και τη θάλασσα, όπως κυνικά ομολογούν.
Και ναι, από αυτήν την άποψη η Τέχνη και ο Πολιτισμός διεκδικούν και απαιτούν την κρατική στήριξη που ολοένα και λιγοστεύει, καθώς η όποια χρηματοδότηση τελικά πηγαίνει στις μεγάλες επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν σε βάρος του Πολιτισμού ή τον εκμεταλλεύονται ως δύναμη που πολλαπλασιάζει τα κέρδη τους!
Εσφαλμένη, αντιεπιστημονική και κυνική είναι η αντίληψη που μετράει την αξία της Τέχνης, του Πολιτισμού, της πολιτιστικής κληρονομιάς χωρίς κανένα καλλιτεχνικό, αισθητικό, παιδαγωγικό κριτήριο, με αποκλειστικά κριτήρια το κέρδος των ομίλων και την «κοινωνική συνοχή», δηλαδή την ιδεολογική χειραγώγηση. Το τραγούδι, η μουσική, το θέατρο, οι εικαστικές τέχνες, ο χορός, ο κινηματογράφος, η ποίηση, η λογοτεχνία, τα μουσεία, οι αρχαιολογικοί χώροι δεν είναι κράχτες για τουρίστες, δεν είναι brand name για να ανεβαίνουν οι πωλήσεις. Δεν είναι ντεκόρ για να πωλούνται σουβλάκια, τζατζίκι, τοπικά γλυκίσματα και σουβενίρ. Για να γυρίζονται διαφημίσεις και να κάνουν τα prive party οι «φιλότεχνοι» πλούσιοι.
Θα σκεφτεί κανείς: Αν είναι να αναπτυχθεί η Τέχνη, να προστατευτούν μνημεία (και του άυλου πολιτισμού), να διαμορφωθούν υποδομές ας είναι και με λάθος κίνητρο.
Το θέμα όμως δεν είναι ηθικό. Οταν κριτήριο είναι το κέρδος, τότε το σύνολο των επιλογών καθορίζεται από αυτό. Αν μέτρο της αξίας του Πολιτισμού και της σημασίας να χρηματοδοτείται είναι η τουριστική κίνηση και το κέρδος του τουριστικού κεφαλαίου και άλλων ομίλων, τι θα γίνει αν η τουριστική «ανάπτυξη» διαταράσσεται όπως π.χ. έγινε στην πανδημία, τι γίνεται αν ένα προϊόν δεν πουλάει για τους τουρίστες, τι γίνεται αν μία επένδυση δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα; Τότε δεν έχει αξία να στηρίζεται, να χρηματοδοτείται; Και με ποιο κριτήριο επιλέγεται τι θα χρηματοδοτηθεί;
Η απάντηση έρχεται από την ίδια τη μελέτη που επικαλείται το υπουργείο, όταν σχολιάζει ότι «παρατηρείται μεγάλη συσχέτιση όσον αφορά στην απόδοση της επένδυσης σε σχέση με την επισκεψιμότητα του Αρχαιολογικού Χώρου ή Μνημείου. Ακόμα και μικρές επενδύσεις σε Αρχαιολογικούς Χώρους μεγάλης επισκεψιμότητας επιφέρουν πολύ μεγάλες αποδόσεις σε ορίζοντα πενταετίας. Για παράδειγμα, δύο μικρά σχετικά έργα στους Αρχαιολογικούς Χώρους της Κνωσού και της Ολυμπίας, με συνολική επένδυση λιγότερη από 1 εκατ. ευρώ για τον καθένα, προβλέπεται να έχουν τουλάχιστον πενταπλάσια απόδοση στην επόμενη πενταετία από την έναρξη λειτουργίας των νέων έργων. Στον αντίποδα, μεγάλες επενδύσεις σε Χώρους μέτριας ή χαμηλής επισκεψιμότητας, όπως οι επενδύσεις στα Αρχαία Θέατρα της Λάρισας και της Δωδώνης, ύψους άνω των 4 εκατ. ευρώ η καθεμιά, αργούν πολύ περισσότερο να αποδώσουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα».
Ετσι καθορίζονται λοιπόν οι προτεραιότητες. Με βάση την προσδοκώμενη απόδοση. Σήμερα φέρνουν χρήματα, καλώς, αύριο δεν φέρνουν, αλλάζουν οι προτιμήσεις. Αν μάλιστα το ρίσκο της απόδοσης είναι μεγάλο και την ίδια στιγμή υπάρχουν ανταγωνιστικά επιχειρηματικά σχέδια που μπορούν να εξασφαλίσουν «απόδοση», μπορεί ακόμα και να καταστρέφονται αρχαιολογικοί χώροι για να φτιαχτούν π.χ. ανεμογεννήτριες, ή να εγκαταλείπονται χωρίς χρηματοδότηση και τον απαιτούμενο αριθμό μουσικών ορχήστρες με μεγάλη συμβολή στην πολιτιστική ζωή της χώρας αφού είναι πιο «φθηνό» να δουλεύουν με «έκτακτους» και free lancers. Θα πρέπει επίσης να πάρουμε υπόψη μας ότι η εμπορευματοποίηση ενός κοινωνικού αγαθού, όπως ο Πολιτισμός, εκφράζεται πρώτα πρώτα στο περιεχόμενό του. Μπορεί ο τρόπος που παρουσιάζεται ένα μνημείο να είναι αντιδραστικός, ανιστόρητος, αντιπαιδαγωγικός, αρκεί να φέρνει πωλήσεις.
Ισως πάλι να πει κανείς: Ας είναι! Τουλάχιστον οι επενδύσεις μπορούν να δώσουν δουλειά στους καλλιτέχνες, στους εργαζόμενους στον χώρο του Πολιτισμού, να τους βοηθήσουν να ζουν με αξιοπρέπεια. Φυσικά καθόλου δεν υποτιμάμε την ανάγκη να βελτιώνονται η καθημερινότητα και η ζωή των εργαζομένων. Η πάλη για να έχουμε κατακτήσεις βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Γι' αυτές παλεύουν τα σωματεία και οι φορείς των καλλιτεχνών, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, έχοντας δίπλα τους σε κάθε διεκδίκηση το ΚΚΕ. Μπορεί όμως η ανάπτυξη με κριτήριο τα κέρδη των επιχειρηματιών να εξασφαλίσει βελτίωση; Αν εξετάσουμε με προσοχή την ίδια έρευνα θα πέσουμε πάνω στις εξής μετρήσεις απόδοσης των επενδύσεων - όπως τις λένε - για την περίοδο 2014-2020, μετρήσεις που μάλλον συνειδητά επέλεξε να μην αναφέρει στο σύνολό τους η υπουργός: Να λοιπόν τι καταγράφουν.
Συγκριτικά με τα έργα της προηγούμενης Προγραμματικής Περιόδου (2007 - 2013) παρατηρούμε σημαντική αύξηση για το Παραγόμενο προϊόν (από 3,16 σε 3,44), για την Απασχόληση (από 43,42 σε 48,78) αλλά μείωση για τη Μισθοδοσία (από 0,81 σε 0,57). Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις αποδίδουν περισσότερα, περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν, αλλά παίρνουν λιγότερα, αμείβονται χειρότερα, αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσής τους. Αποδεικνύεται λοιπόν για άλλη μία φορά ότι η ανάπτυξή τους, όπως παντού έτσι και στον τομέα του Πολιτισμού, περνάει πάνω από τα συντρίμμια των εργασιακών δικαιωμάτων. Για να γίνονται και να αποδίδουν περισσότερα οι επενδύσεις απαιτείται να χάνουν περισσότερα οι εργαζόμενοι.
Ναι, μα τουλάχιστον θα διαδίδεται το έργο των καλλιτεχνών, μπορεί να σκεφτούν κάποιοι. Θα πολλαπλασιαστεί το κοινό που θα έρχεται σε επαφή με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες των Ελλήνων καλλιτεχνών, με την πλούσια πολιτιστική παράδοση του τόπου μας. Ομως, όσο οι αρχαιολογικοί χώροι και τα έργα τέχνης θα γίνονται ολοένα και πιο ακριβό εμπόρευμα για τις τσέπες των πλούσιων τουριστών, τόσο θα μειώνεται η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτούς που πραγματικά τα έχουν ανάγκη. Οσο ο Πολιτισμός αντιμετωπίζεται ως μέσο προσέλκυσης του πολιτιστικού τουρίστα, τόσο δεν θα παίρνονται μέτρα για να ανεβαίνει το μορφωτικό πολιτιστικό επίπεδο του λαού μας, της νεολαίας, για να αγαπάνε, να αναζητάνε την κοινωνικά χρήσιμη τέχνη, να μπορούν να την κατανοούν και να την εκτιμάνε. Με λίγα λόγια, όσο κι αν φαίνεται πως ανοίγονται γέφυρες ανάμεσα στους καλλιτέχνες και το κοινό, στην πραγματικότητα χτίζονται τείχη.
Αν τους ενδιέφεραν πραγματικά η καλλιτεχνική δημιουργία και η διάδοση της Τέχνης, τότε δεν θα καταργούσαν τα καλλιτεχνικά μαθήματα στο σχολείο, δεν θα στήριζαν όλοι τους τον «τρομονόμο» που λογοκρίνει την επικίνδυνη για τα συμφέροντά τους Τέχνη. Θα αξιοποιούσαν τις τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας για να φτάνει η Τέχνη, π.χ. η μουσική, παντού και όχι για να παράγεται φθηνό ρεπερτόριο από την Τεχνητή Νοημοσύνη, «παραμερίζοντας» τους καλλιτέχνες.
Ομως, όσο πορευόμαστε στις ράγες του κέρδους, τόσο θα οδηγούμαστε σε αδιέξοδα, ακόμα κι αν φαίνεται πως «προχωράμε». Η τίγρης ποτέ δεν μας καλεί από καλοσύνη να της ...καθαρίσουμε τα δόντια! Μόνο με τους αγώνες μας μπορούμε να σπάμε τα αδιέξοδα, να κερδίζουμε μάχες, να έχουμε κατακτήσεις, να στεκόμαστε αλληλέγγυοι ο ένας στον άλλο, να χαράσσουμε πραγματικά τον δρόμο για να κινηθούμε σε άλλη πορεία! Το ΚΚΕ δίνει όλες του τις δυνάμεις σε αυτό!