ΤΕ Λάρισας του ΚΚΕ: Να δοθούν σαφείς απαντήσεις
Ενας 20χρονος Σύρος νεκρός από πυροβολισμό αστυνομικού ήταν το αποτέλεσμα καταδίωξης που έλαβε χώρα το Σάββατο έξω από τη Λάρισα, όταν το θύμα δεν σταμάτησε για έλεγχο. Η καταδίωξη άρχισε από τα διόδια του Μοσχοχωρίου και κάποια στιγμή το όχημα - που ήταν κλεμμένο - μπήκε στο επαρχιακό οδικό δίκτυο. Ο οδηγός τελικά εγκατέλειψε το όχημα έξω από το χωριό Μοσχοχώρι, αφού αυτό έπεσε πάνω σε τοίχο, και τον πυροβόλησε αστυνομικός όταν επιχείρησε να φύγει.
Η εκπρόσωπος της αστυνομίας ανέφερε για το θύμα ότι «παλιότερα είχε καταδικαστεί σε βαθμό κακουργήματος και αποφυλακίστηκε πρόσφατα υπό όρους για διακίνηση παράτυπων μεταναστών, ενώ τέλη Ιουνίου τρέχοντος έτους είχε συλληφθεί εκ νέου για κλοπή οχήματος και κατοχή ναρκωτικών ουσιών». Ο 45χρονος ανθυπαστυνόμος απολογήθηκε την Κυριακή στον εισαγγελέα, στον οποίο φέρεται να ισχυρίστηκε ότι «σκόνταψε και το όπλο του εκπυρσοκρότησε, με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα τον 20χρονο». Στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, ενώ θα διεξαχθεί έρευνα.
Στο μεταξύ, τα ερωτήματα για τον τρόπο δράσης της αστυνομίας ανάγκασαν τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Νότη Μηταράκη να δηλώσει χθες, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ, ότι έχει δώσει διαταγή για επανεκπαίδευση όλου του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. εντός του 2023 για το πρωτόκολλο εμπλοκής, ενώ ταυτόχρονα θα προχωρήσουν οι κάμερες στους αστυνομικούς για να αποφευχθούν φαινόμενα αυθαιρεσίας.
Με αφορμή το περιστατικό, η Τομεακή Επιτροπή Λάρισας του ΚΚΕ σε ανακοίνωσή της σημειώνει ανάμεσα σε άλλα: «Το περιστατικό αυτό προστίθεται σε μια σειρά αντίστοιχα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας, που πληθαίνουν ανησυχητικά, στο πλαίσιο έντασης της κρατικής καταστολής που έχουν χτίσει όλες οι κυβερνήσεις και που συνεχίζει η κυβέρνηση της ΝΔ, ως απαραίτητο συμπλήρωμα της αντιλαϊκής πολιτικής.
Η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο θα πρέπει να δώσουν σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις για τις συνθήκες που εξελίχθηκε το όλο περιστατικό, και κυρίως για τη χρήση του όπλου και τις οδηγίες που έχουν δοθεί όσον αφορά την τήρηση των κανόνων ασφαλείας και εμπλοκής, χωρίς να προκαταλαμβάνεται το αποτέλεσμα της έρευνας και χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, για άλλη μια φορά, των ευθυνών».