Την εποποιία του αρχαιοελληνικού αποικισμού της βορειοδυτικής Μαύρης Θάλασσας μας παρουσιάζει το τμήμα Οδησσού του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, μέσα από μια καλαίσθητη έκδοση
Αποψη του νότιου μέρους της Ανω Πόλης της Ολβίας |
Το βιβλίο μάς «μεταφέρει» σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες, για πολλούς λόγους, περιόδους της προκλασικής και κλασικής Ελλάδας, από τον 7ο έως και τον 5ο π.Χ. αιώνα, οπότε και παρατηρείται η διαδικασία, η οποία στη σχετική βιβλιογραφία είναι γνωστή ως «Μεγάλος Ελληνικός Αποικισμός». Πρόκειται για τους τρεις αιώνες που ουσιαστικά άλλαξαν για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα, ακόμη και μετά την παρακμή των αποικιών αυτών, την ιστορία της ευρύτερης περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και βέβαια και των ελλαδικών μητροπόλεων, με συνέπειες που μπορούν να ανιχνευτούν ακόμη και στις μέρες μας.
Ουσιαστικά, όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου αποτέλεσαν το γεωγραφικό πεδίο ανάπτυξης των ελληνικών αποικιών, οι οποίες ήταν δομημένες πάνω σε ένα μοντέλο, όπου στο κέντρο του βρισκόταν η αποικιακή πόλη - κύριο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο, όπως η Ολβία και η Τύρα και γύρω από αυτές πολλοί μικρότεροι οικισμοί ή χωριά, τα οποία ήταν εξαρτημένα από τα κέντρα, αποτελούσαν τους «σιτοβολώνες» των πόλεων και συγχρόνως εδραίωναν την παρουσία των τελευταίων στην ενδοχώρα. Για παράδειγμα, γύρω από την Ολβία αναπτύχθηκαν περισσότεροι από 300 οικισμοί, ενώ στους αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους αναπτύχτηκαν αρκετές δεκάδες οικισμοί γύρω από την Τύρα και το Νικώνιο. Ωστόσο, απομεινάρια ανάλογων οικισμών αποκαλύφθηκαν και σε αρκετά μεγαλύτερες αποστάσεις από τις μεγάλες πόλεις, όπως οι 10 οικισμοί που βρίσκονταν στο μεσοποτάμιο, παραλιακό κομμάτι μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δνείστερου, οι επίσης 10 οικισμοί στις ακτές του όρμου της Οδησσού και σε άλλες περιοχές. Λόγω ακριβώς της απόστασής τους από τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι οικισμοί αυτοί ήταν περισσότερο ευπαθείς στις φυσικές καταστροφές, αλλά και στις ανθρώπινες δραστηριότητες που ακολούθησαν αιώνες αργότερα, με αποτέλεσμα, ειδικά αυτοί που βρίσκονταν στις ακτές του κόλπου της Οδησσού και στις ακτές του Δνείστερου, να καταστραφούν ολοκληρωτικά.
Αγαλμα του Απόλλωνα (Αρχαιολογικό Μουσείο Κιέβου) |
Μεγάλο και αυτονόητο ρόλο για την επιλογή της περιοχής όπου θα ιδρυόταν η αποικία έπαιζε η γόνιμη γη, η ύπαρξη φυσικών λιμανιών και πηγών πόσιμου νερού, καθώς επίσης και η πολιτική κατάσταση της επιλεγμένης περιοχής, δηλαδή αν θα μπορούσε να ευνοηθεί ή όχι η ανάπτυξη της αποικίας από το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς των ντόπιων πληθυσμών. Η βορειοδυτική Μαύρη Θάλασσα, όχι μόνο ικανοποιούσε πλήρως και με το παραπάνω τα φυσικά - γεωγραφικά κριτήρια, αλλά χαρακτηριζόταν και από τη σχεδόν ολοκληρωτική απουσία τοπικών πληθυσμών, γεγονός που υποσχόταν μια άνετη και απροβλημάτιστη διαμονή. Ακριβώς όμως η ύπαρξη και ανάπτυξη των αποικιών θα «μαγνητίσει» στην περιοχή διάφορες «βαρβαρικές» (κατά την αρχαιοελληνική έννοια) φυλές στο πέρασμα των αιώνων, με τις οποίες οι Ελληνες θα αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις (συνήθως εις βάρος των άλλων φυλών) αλλά και θα συγκρουστούν. Ωστόσο, προοπτικά αυτή η επαφή με άλλους λαούς θα βοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη των αποικιών, ενώ η γνωριμία --έστω και μέσω της σύγκρουσης-- των διαφορετικών πολιτισμών θα είναι τελικά ευεργετική για όλους.
Αποψη της αρχαίας Τύρας, με φόντο το μεσαιωνικό τείχος |
Η πιο αρχαία αποικία στη Β. Μαύρη Θάλασσα ήταν η Βορυσθένη ή Βορυσθενίδα και, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε από τους Μιλήσιους (το 647 - 646 π.Χ.) στο σημερινό νησί Μπερεζάν που τότε ήταν χερσόνησος. Τα απομεινάρια της βρίσκονται περίπου 15 χιλιόμετρα από τη σημερινή πόλη Οτσάκοβα. Η Βορυσθένη θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές σαν η ουσιαστική απαρχή της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή. Οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στο Μπερεζάν έγιναν το 1884, ενώ από το 1960 η περιοχή ανασκάπτεται από το ουκρανικό αρχαιολογικό ινστιτούτο και από αρχαιολογική ομάδα του Ερμιτάζ και μέχρι στιγμής έχει αποκαλυφθεί η νεκρόπολη και απομεινάρια οικιών και δημοσίων κτιρίων. Σημαντικό μέρος της πόλης καλύπτεται σήμερα από τη θάλασσα. Η ελληνική κεραμική του 7ου αιώνα που αποκαλύφθηκε στην περιοχή δείχνει μια πρώτη ελληνική παρουσία πριν την έναρξη της πλήρους ανάπτυξης στα μέσα του 6ου αι. οπότε και εμφανίζονται στις ακτές του Μπερεζάν οι πρώτοι περιφερειακοί οικισμοί υποστήριξης της αποικίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι., η Βορυσθένη αποτελούνταν βασικά από υπόγειες ή ημιυπόγειες καλύβες σαν ορύγματα (για αμυντικούς ίσως λόγους), ενώ, από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα η πόλη αρχίζει την ανάπτυξή της με τα πολεοδομικά πρότυπα των μητροπόλεων που ήταν φυσικά επίγεια. Μεταξύ των ευρημάτων περιλαμβάνεται αψιδωτή κατασκευή (πιθανόν ναός) και ιερό της Αφροδίτης του τέλους του 6ου αι. ενώ μεγάλες είναι οι ποσότητες των κεραμικών καθημερινής χρήσης με πλούσια διακόσμηση που βρέθηκαν. Η ιστορία της Βορυσθένης συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση, λίγο αργότερα --το δεύτερο τέταρτο του 6ου αι.-- της πόλης Ολβίας, η οποία, κατά την περίοδο της ανάπτυξης της Βορυσθένης δεν είχε το καθεστώς της πόλης. Με τη δημιουργία όμως του κράτους της Ολβίας, η Βορυσθένη θα ενταχθεί σε αυτό με το καθεστώς πλέον του περιφερειακού οικισμού και θα διατηρηθεί έτσι μέχρι τον 3ο αι. π.Χ.
Κολιέ και σκουλαρίκι από χρυσό, πολύτιμες πέτρες και γυαλί, δείγμα της τεχνικής των αρχαίων μαστόρων των αποικιών (Αρχαιολογικό Μουσείο Οδησσού) |
Τα ερείπια της άλλης μεγάλης αποικίας, της Τύρας (αρχαιοελληνική ονομασία του ποταμού Δνείστερου) βρίσκονται στην περιοχή της σύγχρονης πόλης Μπέλγκοραντ του Δνείστερου, γνωστής το Μεσαίωνα με το όνομα Ακκερμαν. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως κάτω από το ισχυρό φρούριο του Ακκερμαν βρισκόταν μια ολόκληρη αρχαία πόλη, μέχρι το 1806, όταν το φρούριο (που ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) παραδόθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και άρχισε η συστηματική έρευνα. Μεταξύ των πολλών ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν (μεταξύ αυτών και νομίσματα με το όνομα της πόλης) βρέθηκε και το μεγάλο μαρμάρινο κεφάλι της θεάς Δήμητρας. Κατά το 19ο αι., οι χτίστες έβρισκαν συνεχώς απομεινάρια της αρχαίας πόλης. Παράλληλα, οι ερευνητές μελέτησαν τους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι αναφέρονταν σε τρεις πόλεις στις όχθες του Δνείστερου: Την Τύρα, την Οφιούσσα και το Νικώνιο. Ωστόσο, η ύπαρξη της Οφιούσσας είναι γνωστή μόνο από τους συγγραφείς και δεν επιβεβαιώνεται με κανένα εύρημα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Πλίνιου για τον ποταμό Τύρα «με το όνομα του οποίου ονομάζεται η πόλη, η οποία πριν ονομαζόταν Οφιούσσα» οδηγεί στο συμπέρασμα πως Οφιούσσα και Τύρα είναι η παλιά και νεότερη ονομασία της ίδιας πόλης. Πληρέστερη εικόνα για την πόλη αποκτήθηκε στις αρχές του 20ού αι. κατά τις ανασκαφές του διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Οδησσού, Ε. Ρ. Στερν. Στην περιοχή που περιέκλειε το μεσαιωνικό τείχος αποκαλύφθηκαν ερείπια της αρχαίας πόλης, πολλά νομίσματα με την ονομασία της και άλλα ευρήματα. Δυστυχώς, όμως, το κάτω μέρος της πόλης, το αρχαίο λιμάνι και η νεκρόπολη καταστράφηκαν από τη συνεχή άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Η άλλη αρχαιοελληνική αποικία του Δνείστερου, το Νικώνιο, άρχισε να αποκαλύπτεται συστηματικά το 1957, προσθέτοντας νέα σημαντικά στοιχεία για την ιστορία των αποικιών, όπως για παράδειγμα για τις σχέσεις τους με άλλα αστικά κέντρα. Το Νικώνιο αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο και εισάγονταν προϊόντα από τη Σινώπη, την Πέργαμο, τη Σάμο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο κ.ά.
Το βιβλίο ανοίγει στο ευρύτερο αναγνωστικό, αλλά και επιστημονικό, κοινό ένα συνοπτικό, όσο και συναρπαστικό, «παράθυρο» γνώσης για τα σημαντικά ευρήματα που αποκάλυψαν οι αρχαιολόγοι σε μερικές από τις σπουδαιότερες αρχαιοελληνικές αποικίες στις σημερινές ουκρανικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ευρήματα, τα οποία, όπως σημειώνει στο προλογικό του σημείωμα ο πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ελληνισμού, Α. Φατούρος, ήταν πολύ λίγο γνωστά ακόμα και στον ευρύτερο επιστημονικό - αρχαιολογικό κόσμο, «για μια σειρά λόγους». Από αυτήν την άποψη, η πρωτοβουλία του Ιδρύματος για την έκδοση αυτού του βιβλίου, αλλά και η γενικότερη συμβολή του στη συνέχιση των ανασκαφών, είναι πολύπλευρα σημαντική και άξια στήριξης.