Είναι μια επίθεση γενικευμένη στα πλαίσια της επιχειρούμενης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, με στόχο την ακραία εκμετάλλευση των εργαζομένων, την κατάργηση κατακτημένων, με αγώνες δικαιωμάτων και συγχρόνως την αύξηση των κερδών της πλουτοκρατίας.
Καλοσχεδιασμένη και μεθοδευμένη η επίθεση αυτή, παίρνει διαστάσεις προαναγγελθέντος εγκλήματος, όταν στρέφεται ενάντια στη λαϊκή υγεία και καταστρατηγώντας τις όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις για την πρόληψη και προστασία της εργασιακής υγείας και ασφάλειας.
Καθημερινά και πολλά τα εργατικά ατυχήματα, πάμπολλες και - ηθελημένα - αδιάγνωστες, κατά συνέπεια άγνωστες οι επαγγελματικές ασθένειες.
Καμιά δημόσια υποδομή δε στηρίζει το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για την εργασιακή υγεία και ασφάλεια.
Ξεπουλημένες στο ιδιωτικό κεφάλαιο οι πολυδιαφημισμένες, από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, υπηρεσίες προστασίας και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου, γνωστές και με το αρκτικόλεξο ΕΞΥΠΠ, λυμαίνονται, στο όνομα της παροχής αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσιών προς τους εργοδότες, την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.
Και δε φτάνουν όλα αυτά.
Οι εργατικοί αγώνες τους ενοχλούν, δεν ησυχάζουν στο φιλελεύθερο ύπνο τους.
Και αυτές οι μικρές νομοθετικές κατακτήσεις για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία, μπορεί κάποτε να γίνουν ερέθισμα συνείδησης, ενάντια στη στυγνή εργοδοτική εκμετάλλευση.
Μπορούν κάποτε να απειλήσουν την επιπλέον κερδοφορία της εργοδοσίας από τη μη καταβαλλόμενη εργοδοτική εισφορά για την ασφαλιστική κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου.
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς μια από τις βασικές αρχές του «προτύπου», που δίνει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να μη συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας, αλλά με τους «στόχους» που θέτει η ίδια, σχετικά με τις επιδόσεις της στην υγεία και ασφάλεια;
Η κατάργηση του θεσμοθετημένου από τον κωδικοποιημένο νόμο 551/1915 όρου του εργατικού ατυχήματος ως «βίαιο συμβάν που επέρχεται κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας αυτής, με αποτέλεσμα να προκληθεί φυσική βλάβη στον εργαζόμενο (πρόσκαιρη, αναπηρία, θάνατος)» και η αντικατάστασή του από τον όρο ατύχημα, προσδιοριζόμενο γενικά και μη εξαρτώμενο από την εργασία, ως «ανεπιθύμητο γεγονός που προκαλεί θάνατο, ασθένεια, κάκωση ή άλλη απώλεια», δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αναίρεση της εργοδοτικής ευθύνης, για τον επαγγελματικό κίνδυνο και τη μετακύλησή της στους εργαζόμενους ως «ατομική ευθύνη».
Αυτή η αναίρεση της εργοδοτικής ευθύνης, ενισχυμένη από τη σκόπιμη αγνόηση του όρου της επαγγελματικής ασθένειας (απουσιάζει παντελώς από το κείμενο του προτύπου), σε συνδυασμό και με τη στρέβλωση επιστημονικών εννοιών (όπως η εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου, η οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες, η δόση κλπ.), ανοίγει διάπλατα το δρόμο στις νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις στα κατακτημένα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Με το συγκεκριμένο πρότυπο επιχειρείται, τέλος, το σταδιακό ξεπούλημα των επιθεωρήσεων εργασίας στους ιδιώτες, εφόσον τις περιοδικές επιθεωρήσεις για τις συνθήκες υγείας και ασφάλειας θα τις προγραμματίζει η επιχείρηση, σε συνεργασία με τους ιδιωτικούς φορείς (γραφεία συμβούλων) που παρέχουν το πρότυπο.
Το πρότυπο ΕΛΟΤ 1801 εγκρίθηκε με οριακή πλειοψηφία από την Τεχνική Επιτροπή 59 του οργανισμού (η αντίθεση της ΓΣΕΕ και επιστημονικών φορέων δεν τους πτόησε).
Είναι αρμόδια η τεχνική επιτροπή 59 του ΕΛΟΤ να επεξεργαστεί και να εγκρίνει όχι ένα τεχνικό πρότυπο, αλλά ένα «πρότυπο» με πολιτικές κατευθύνσεις;
Πού είναι η εμπλοκή του υπουργείου Υγείας, κατ' εξοχήν αρμόδιου φορέα για τον έλεγχο των υπηρεσιών Υγείας;
Γιατί το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO) αρνείται να εκδώσει αντίστοιχο πρότυπο και επιμένει στην προώθηση μόνο «κατευθυντήριων οδηγιών»;
Τι σηματοδοτεί η παρουσία, ως μέλους της τεχνικής επιτροπής 59 του ΕΛΟΤ, ιδιοκτήτη γραφείου συμβούλων επιχειρήσεων, ένθερμου υποστηρικτή του προτύπου, ο οποίος ένα χρόνο πριν την έγκρισή του το διαφήμιζε, ως παροχή υπηρεσίας του γραφείου του, σε σελίδες γνωστού περιοδικού;
Πρότυπο σημαίνει «κατάσταση ή θεσμός που είναι άξιος μιμήσεως για τα θετικά του χαρακτηριστικά». Με αυτή την έννοια, η θέσπιση αποδεκτής μεθοδολογίας για την εκτίμηση και πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, καθώς επίσης και για τον ποσοτικό και ποιοτικό προσδιορισμό των βλαπτικών παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος, είναι αναγκαία, για να καλύψει μια έλλειψη στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για την Υγεία και Ασφάλεια. Μια τέτοια μεθοδολογία πρέπει να διασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων μέσα από την ενίσχυση, αλλά και τον κοινωνικό έλεγχο, του ήδη υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου.
Πρέπει να ξέρουν, όμως, κυβέρνηση και εργοδοσία, ότι οι εργαζόμενοι καταλαβαίνουν και επαγρυπνούν. Είναι δε ικανοί, όχι μόνο να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους, αλλά και να διεκδικήσουν αυτά που δικαιούνται να έχουν για να ζουν, να εργάζονται, να εκπαιδεύονται, να ψυχαγωγούνται, καλύπτοντας όλες τις ανάγκες τους, όπως απαιτούν οι σύγχρονοι καιροί.