Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1911 στην Ασέα Αρκαδίας, όπου και τέλειωσε το Δημοτικό, μεγαλώνοντας με την μητέρα του, αφού πριν συμπληρώσει τα πέντε του χρόνια έχασε τον πατέρα του, που πέθανε σε ένα πλοίο για την Αμερική και η σορός του πετάχτηκε στα νερά του Ατλαντικού. Το 1923 μεταβαίνει στην Τρίπολη για το Γυμνάσιο και εκεί ανακαλύπτει το θέατρο, τον κινηματογράφο, αλλά και τη λογοτεχνία στο βιβλιοπωλείο της πόλης, ενώ μαθαίνει Αγγλικά και Γαλλικά με μεθόδους αυτοδιδασκαλίας. Το 1930 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Αθήνα και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει τη φοίτησή του. Ωστόσο, εκείνη τη δεκαετία κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα λογοτεχνικά δρώμενα, γνωρίζεται με τον λογοτέχνη και μελετητή Ανδρέα Καραντώνη και λίγο αργότερα με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο γίνονται φίλοι, μοιράζονται κοινές λογοτεχνικές απόψεις και «ιδρύουν» ουσιαστικά τα φιλολογικά καφενεία της γενιάς τους, με πιο γνωστό στα τέλη της δεκαετίας το πατάρι του «Λουμίδη».
Την επόμενη δεκαετία ο Γκάτσος καθιερώνεται στα λογοτεχνικά πράγματα, αφού το 1943 εξέδωσε την «Αμοργό», το ποίημα που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, ενώ από το 1945 αρχίζει τις μεταφράσεις θεατρικών έργων, αρχικά του Λόρκα, αφού πρώτα είχε βαλθεί να μάθει μόνος του Ισπανικά, ορμώμενος και συγκλονισμένος από την είδηση της εκτέλεσης του ποιητή το 1936 από τους φασίστες του Φράνκο. Ο Γκάτσος ουσιαστικά είναι αυτός που έκανε γνωστό τον Λόρκα στους Ελληνες και μάλιστα για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, του απονεμήθηκε αργότερα ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης (1991). Το 1948 ο Κάρολος Κουν ανεβάζει με πρωτοφανή επιτυχία τον «Ματωμένο γάμο» στη μετάφραση του Γκάτσου, αναθέτοντας τη μουσική στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος εγκαινιάζει έτσι τη μακρόχρονη συνεργασία του και βαθιά φιλία του με τον Γκάτσο. Παράλληλα, για τον Γκάτσο ανοίγει ένας νέος ορίζοντας στις θεατρικές μεταφράσεις, καθώς η ικανότητά του να χειρίζεται τον λόγο με ακρίβεια, έκανε το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο και το Λαϊκό Θέατρο να του εμπιστευτούν τις μεταφράσεις πολλών θεατρικών έργων που παραμένουν μέχρι και σήμερα «κλασικές».
Αξίζει βέβαια να σταθούμε ξεχωριστά στην «Αμοργό», το ποίημα που τον καθιέρωσε και συμπληρώθηκε, στις επόμενες εκδόσεις της μέσα στη δεκαετία του '40, με τα ποιήματα «Ελεγείο» και «Ο Ιππότης κι ο Θάνατος». Γράφει συγκεκριμένα ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»: «Ο υπερρεαλισμός, που με τα τελευταία ποιήματα του Ελύτη φαινόταν να έχει ξεπεραστεί, κάνει το 1943 μιαν αργοπορημένη και απροσδόκητη εμφάνιση στο ποίημα ενός λίγο νεώτερου, την "Αμοργό" του Νίκου Γκάτσου. Είναι το μοναδικό του ποίημα, όταν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ξάφνιασε με το καινούριο που έφερνε και άσκησε αναμφισβήτητη επίδραση στους νεώτερους. (...) Το καινούριο που έφερνε η νέα αυτή απόπειρα, ήταν η αποδέσμευση ενός πλήθους από αναμνήσεις στίχων και εκφράσεων δημοτικού τραγουδιού που ανάβρυζαν τώρα συνδυασμένες με άλλες εμπειρίες σε μια καινούρια δροσιά και παρθενικότητα και με ένα ρυθμό που σε παρέσυρε με την ένταση και τη γνησιότητά του. Σαν να άνοιγαν ρεύματα που οι νέοι ποιητές τα είχαν αποκλείσει και πότιζαν τώρα ευεργετικά τη νέα ποίηση».
Μέσα στα χρόνια της Κατοχής, τότε που «τρέμουν τα βουνά» και «θυμώνουν τα έλατα όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι»..., η «Αμοργός» σαλπίζει στίχους και συμβολισμούς Ελλάδας, αφύπνισης, αντίστασης. «Εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει/ Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις/ Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει/ Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου/ Ανθη πουλιά ελάφια/ Να βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη (...) Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι/ Φτάνει ν' ανθίσει μόνο/ Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη»...
Αυτήν την ποίηση ο Γκάτσος την μεταφέρει στο τραγούδι. Και είναι ο πρώτος που το κάνει, αρχής γενομένης το 1948, που γράφει το «Χάρτινο το φεγγαράκι» (κυκλοφορεί σε δίσκο δέκα χρόνια αργότερα). Οπως αναφέρει η σύντροφός του, Αγαθή Δημητρούκα, επίσης στιχουργός και συγγραφέας, ο Γκάτσος «άνοιξε με την ποίησή του τον δρόμο για το ποιητικό τραγούδι στην Ελλάδα», καθώς μέχρι τότε τα τραγούδια που γράφονταν από επώνυμους δημιουργούς, ήταν αισθηματικά και μονοδιάστατα, δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο το βάθος των νοημάτων, το εύρος των συμβολισμών ή τον όγκο των εικόνων που χαρακτηρίζουν την ποίηση. Κι αντίστοιχα ο φίλος του Μάνος Χατζιδάκις έλεγε: «Πολλοί συγκαταλέγουν τον Γκάτσο ανάμεσα σε όλους εκείνους που γράφουν στίχους. Ομως αυτός δεν έχει σχέση με τους άλλους. Ο ένας ξεκινάει από την ποίηση, οι άλλοι ξεκινάνε από τους στίχους και προσπαθούν να πλησιάσουν την ποίηση, αλλά παραμένουν στιχουργοί. Ενώ ο Γκάτσος, παρόλο που στιχουργεί για να κάνει ένα τραγούδι, παραμένει πάντα ποιητής. Και στις μεγαλύτερές του στιγμές στο τραγούδι, φτιάχνει αριστουργήματα».
Ο Γκάτσος συνομιλεί και υιοθετεί τον υπερρεαλισμό (ο Ελύτης μάλιστα τον θεωρούσε εξαιρετικά κατατοπισμένο και μυημένο σ' αυτόν) όπως αυτός αναπτύχθηκε από τους Ελληνες ποιητές της εποχής του, δηλαδή αξιοποιώντας το στοιχείο του ονείρου όχι για να δημιουργήσουν παράλληλους κόσμους - καταφύγια για τους ίδιους, αλλά να κάνουν τον υπόλοιπο κόσμο να δει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια τους και, σε ένα επόμενο στάδιο, σύμφωνα με τις υπερρεαλιστικές διακηρύξεις, να αλλάξουν τον κόσμο. Βέβαια, στην υπερρεαλιστική ποίηση εκείνης της εποχής στην Ελλάδα, που προοριζόταν για δημοσίευση και αναγνώριση, δεν μπορούμε εύκολα να βρούμε ευθείες επαναστατικές διακηρύξεις (με εξαίρεση το «Προϊστορία ή καταγωγή» του Εμπειρίκου). Από το 1929 ισχύει το «Ιδιώνυμο», έπειτα έχουμε τη δικτατορία του Μεταξά (1936), τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή που ακολούθησαν, καθώς και την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια, όπου κάθε υποψία για δημόσια διάδοση επαναστατικών ιδεών τιμωρούνταν με φυλάκιση και εξορία.
Ετσι είναι το στοιχείο του ονείρου που εμφανίζεται ως συνώνυμο της ελπίδας, ως όχημα του εκάστοτε ποιητικού υποκειμένου προς ένα καλύτερο μέλλον, έναν πιο δίκαιο κόσμο. Σε καμία περίπτωση όμως ο Γκάτσος δεν δημιουργεί ιδεατούς κόσμους. Αντίθετα, ξέρει καλά πόση «δουλειά και χαμαλίκι και βρώμα κι απλυσιά» κυριαρχεί στον κόσμο, πόσα βάσανα έχει η ζωή, μια διαπίστωση που όλο επανέρχεται στους στίχους του. Τραγουδάει, λοιπόν, τα βάσανα του λαού, αλλά και την ελπίδα του, κυνηγώντας πάντα τον ήλιο, το φως.
Συνεργάζεται σταθερά με τον Μάνο Χατζιδάκι, κάνει μεγάλες επιτυχίες και με τον Μίκη Θεοδωράκη, συναντιέται μουσικά επίσης με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη κ.ά. κάνοντας τραγούδια που αγαπιούνται και βρίσκονται σε όλα τα στόματα, γιατί ο κόσμος, οι ακροατές εντοπίζουν σε αυτά τον εαυτό τους, την ιστορία τους, τους πόνους και τις ελπίδες τους.
Πολλά από τα τραγούδια του κόβονται ή αλλάζονται από τη λογοκρισία. Π.χ. το «Πάει ο καιρός» απαγορεύτηκε από τη χούντα και κυκλοφόρησε με άλλους στίχους το 1971, ή ακόμα πιο χαρακτηριστικά το «Στο Λαύριο γίνεται χορός» κυκλοφόρησε αρχικά με τροποποιημένους στίχους το 1965, απαγορεύτηκε από τη χούντα και κυκλοφόρησε αργότερα με τους αρχικούς του στίχους. Λέγεται μάλιστα ότι αυτό το τραγούδι γράφτηκε στο κτίριο «Ευτέρπη» στο Λαύριο, που τις δεκαετίες του '50 και του '60 χρησιμοποιούνταν για χορούς και συναυλίες, νωρίτερα όμως, για τρία χρόνια από το 1947 στεγάστηκε εκεί στρατοδικείο, όπου δικάζονταν εκατοντάδες κομμουνιστές και στέλνονταν στη Μακρόνησο, στοιχείο όπου προφανώς παραπέμπει ο Γκάτσος με τους αρχικούς του στίχους: «Ψυχή στο βράχο καρφωμένη με εφτά καρφιά μπόρα σκληρή σε περιμένει και μια συννεφιά»...
Μετά την πτώση της χούντας, ο πολιτικός λόγος του Γκάτσου δεν είναι πια σπάνιος ή συγκαλυμμένος, αλλά παίρνει όλο και περισσότερο θέση με τη μεριά αυτών που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Ορόσημο είναι ο δίσκος «Νυν και Αεί», σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, λίγο αργότερα η «Αθανασία» του Μάνου Χατζιδάκι κ.ά. Εξάλλου, τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα οι περισσότεροι δίσκοι με πολιτικό τραγούδι, καθώς ο πολιτικός στίχος πλέον είναι έως και «επιβεβλημένος» από το κοινό της εποχής και κατ' επέκταση από τις δισκογραφικές εταιρείες που πιάνουν το κλίμα. Οντας σε ώριμη ηλικία, ο Γκάτσος μιλάει πλέον ελεύθερα και εκφράζει την ιδεολογική του συμπόρευση με τους ανθρώπους που όλα τα προηγούμενα χρόνια αγωνίστηκαν για να αλλάξουν τον κόσμο. Ταυτόχρονα παίρνει θέση σε σύγχρονά του θέματα και προβλήματα της εποχής του (π.χ. «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης», «Τρεις Αμερικάνοι» κ.ά.). Μιλάει στους αδύναμους, στους εκμεταλλευόμενους, αυτούς που έβαλαν «την έγνοια προσκεφάλι» καλώντας τους «πάνω στου κόσμου την πληγή ήρθ' ο καιρός ήρθ' ο καιρός να ξαναχτίσετε τη γη».
Ιστορικά, αποτίει φόρο τιμής στους αγωνιστές και τους εκτελεσμένους της Αντίστασης, μιλάει για τη γερμανική κατοχή, τους εξόριστους κ.λπ. Η Κοκκινιά, η Καισαριανή κ.ά. χαρακτηριστικά τοπωνύμια των ναζιστικών εκτελέσεων και μαρτυρικοί τόποι, εμφανίζονται στους στίχους του ως τόποι συλλογικής μνήμης και χρησιμοποιούνται ως σύμβολα κάθε πράξης αντίστασης που κατέληξε σε θυσία. Θυσία που καρπίζει για το μέλλον... «Εμείς που μείναμε στο χώμα το σκληρό για τους νεκρούς θ' ανάψουμε λιβάνι (...) στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό (...) θα βγούμε μια βραδιά στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι (...) θα κάνουμε τη γη προσκυνητάρι και κούνια για τ' αγέννητα παιδιά». Και όπως ξεκαθαρίζει, αυτό το μέλλον δεν θα έρθει με υποσχέσεις ότι «θα αλλάξουν οι καιροί», αλλά με συθέμελη σύγκρουση, γιατί «με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»...
ΠΗΓΕΣ:
Νίκος Γκάτσος «Ολα τα τραγούδια», εκδόσεις «Πατάκη» και https://gatsosarchive.org
Αφιέρωμα: Νίκος Γκάτσος, περιοδικό Χάρτης 37 (Ιανουάριος 2022).
Αρδίττη Νεφέλη Ροζίτα, «Η ποιητική των τραγουδιών του Νίκου Γκάτσου», διπλωματική εργασία (https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2945560/theFile).