Κυριακή 24 Φλεβάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η απάντηση

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ζούσε κάποτε ένας πλούσιος κι είχε μια γυναίκα που του ήταν πιο ακριβή απ' όλα τ' αγαθά του - που δεν ήταν και λίγα. Δεν ήταν πια τόσο νέα, ούτε κι αυτός, συζούσαν όμως σαν δυο περιστέρια. Εκείνος είχε δυο καλά χέρια που ήταν τα χέρια της κι εκείνη είχε ένα καλό κεφάλι που ήταν το δικό του. Του έλεγε συχνά: «Δεν μπορώ να σκεφτώ καλά, αγαπημένε μου, τα λέω όλα μπερδεμένα». Αλλά αυτός ήταν ξουράφι, γι' αυτό κι η ιδιοκτησία του όλο και μεγάλωνε. Ετυχε τώρα μια μέρα να 'χει στο χέρι ένα χρεοφειλέτη του και να χρειάζεται οπωσδήποτε την περιουσία του - και ο χρεοφειλέτης δεν ήταν και καλός άνθρωπος. Ετσι, χωρίς πολλές προειδοποιήσεις, προχώρησε στην κατάσχεσή της. Ο άνθρωπος θα μπορούσε μια νύχτα ακόμα να κοιμηθεί στο σπίτι του όπου είχε ζήσει όλα του τα χρόνια με τέτοιο τρόπο, που τώρα θα 'πρεπε να βρεθεί ανάμεσα σε ξένους: το επόμενο πρωί θα του τα 'παιρναν όλα.

Αυτή τη νύχτα, λοιπόν, η γυναίκα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ηταν ξαπλωμένη πλάι στον άντρα της και σκεφτόταν συνέχεια - ώσπου αποφάσισε να σηκωθεί. Σηκώθηκε στη μέση της νύχτας και πήγε απέναντι στο γείτονα, τον οποίο ο άντρας της θα πετούσε έξω απ' το σπίτι του. Γιατί σκέφτηκε πως δεν επιτρεπόταν να προσβάλει τον άντρα της βοηθώντας εν γνώσει του το γείτονα. Και δεν μπορούσε, επίσης, να βλέπει τον άλλο να υποφέρει. Ο άνθρωπος ήταν κι αυτός ξάγρυπνος - είχε μαντέψει σωστά. Καθόταν μες στους τέσσερις τοίχους του και απολάμβανε αυτές τις ώρες ως το τέλος. Φοβήθηκε μόλις την είδε, αλλά του εξήγησε ότι ήθελε μόνο να του δώσει στα γρήγορα τα κοσμήματά της.

Τώρα, είτε επειδή έκανε πολλή ώρα είτε επειδή ο άντρας της ένιωσε μέσα στον ύπνο του ότι δεν ήταν πλάι του, ξύπνησε και σηκώθηκε κι αυτός κι άρχισε να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι και να τη φωνάζει. Φοβισμένος βγήκε στο δρόμο. Και τότε είδε φως στο σπίτι του γείτονά του και πήγε απέναντι να δει μήπως ο άλλος έκρυβε κάτι που δεν του ανήκε πια. Κι όπως κοίταξε απ' το παράθυρο, είδε τη γυναίκα του μαζί με το γείτονα μεσονυχτίς. Δεν άκουγε τι έλεγε ούτε έβλεπε την κοσμηματοθήκη στο χέρι της και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι - κι αμφέβαλε για τη γυναίκα του. Αδραξε αμέσως το μαχαίρι που είχε στην τσέπη του κι άρχισε να σκέφτεται πώς θα κατάφερνε να σκοτώσει και τους δυο. Πάνω κει άκουσε τη γυναίκα του να λέει: «Παρ' τα αυτά. Δε θέλω να φορτώσει ο άντρας μου με τέτοια αμαρτία την ψυχή του, αλλά δε θέλω, επίσης, να τον κάνω να πονέσει με το να σε βοηθήσω, γιατί είσαι παλιάνθρωπος». Και μ' αυτό πήγε στην πόρτα κι ο άντρας βιάστηκε να κρυφτεί, γιατί βγήκε έξω γοργά κι έτρεξε απέναντι σπίτι της.

Την ακολούθησε βουβός κι όταν μπήκε μέσα, της είπε πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί και πήγε μια γύρα στα χωράφια, γιατί η συνείδησή του τον έτυπτε που ήθελε να πάρει απ' το γείτονα το σπίτι του. Τότε έπεσε πάνω στο στήθος του κλαίγοντας η γυναίκα του, τέτοια χαρά είχε. Μόλις πέσανε όμως πάλι μαζί να κοιμηθούν, άρχισε για πρώτη φορά να τον τύπτει η συνείδησή του. Αισθανόταν μεγάλη ντροπή γιατί δυο φορές είχε αποδειχτεί πολύ μικρός: Την πρώτη όταν αμφέβαλε γι' αυτήν και τη δεύτερη όταν της είπε ψέματα. Τόσο μεγάλη ήταν η ντροπή του, που πείστηκε μόνος του πως δεν ήταν άξιός της και σηκώθηκε πάλι κι άρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο κι έμεινε καθιστός κάμποση ώρα, όπως ακριβώς έκανε ο γείτονάς του στο απέναντι σπίτι. Στη συνέχεια όμως χειροτέρεψαν τα πράγματα, γιατί αυτός δεν είχε κανέναν για να τον βοηθήσει, επειδή φοβόταν πως θα τους απογοήτευε. Γι' αυτό κατά το πρωί, όταν ακόμα ήταν σκοτάδι, έφυγε απ' το σπίτι του τρέχοντας μαζί με τον αέρα, χωρίς καμιά κατεύθυνση.

Ολόκληρη τη μέρα περπατούσε, χωρίς να φάει τίποτα, σ' ένα δρόμο που οδηγούσε σε μια άδεια περιοχή. Οταν έφτανε σε κανένα χωριό, έκανε κύκλο για να το αποφύγει. Το απόγευμα έφτασε σ' ένα μαύρο ποτάμι και στην όχθη του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο, ερειπωμένο καλύβι. Και καθώς στα χωράφια ολόγυρα φύτρωναν μεγάλα λάχανα και ο ποταμός ήταν γεμάτος ψάρια, έμεινε κει τρία ολόκληρα χρόνια και πέρασε τον καιρό του μαζεύοντας λάχανα και πιάνοντας κανένα ψάρι. Μετά όμως ο τόπος εκεί παραέγινε μοναχικός γι' αυτόν, δηλαδή, οι φωνές του νερού άρχισαν ν' ακούγονται πολύ δυνατές, κι οι σκέψεις, που λέγεται πως είναι σαν τα πουλιά που κουτσουλίζουν πάνω απ' το φαΐ, πολλαπλασιάστηκαν. Γι' αυτό έφυγε και πήγε σε μια πόλη και μετά σε πολλές πόλεις χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ζητιάνευσε και γονάτιζε μες στις εκκλησιές.

Αλλά με τον καιρό οι σκέψεις του τον κυρίευσαν και τον βασάνιζαν πολύ. Ετσι άρχισε να πίνει και να τριγυρνάει εδώ κι εκεί σαν σκυλί που δεν αξίζει ούτε να το αλυσοδέσεις. Μ' αυτό τον τρόπο πέρασε πολλά χρόνια. Τότε, την εποχή που είχε ξεχάσει και τ' όνομά του κι είχε μισοτυφλωθεί, έτυχε να γυρίσει στην πόλη που κάποτε ζούσε - πολλά χρόνια πριν. Δεν την αναγνώρισε και δεν προχώρησε πέρα από τα προάστιά της. Εμεινε να κείτεται στην αυλή ενός πανδοχείου.

Μια μέρα, λοιπόν, κατά το μεσημέρι, πλησίασε στην αυλή μια περαστική και μίλησε με τον πανδοχέα. Οταν ο ζητιάνος άκουσε τη φωνή, τα 'χασε κι η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα, όπως χτυπάει η καρδιά ενός ανθρώπου που μπήκε κατά λάθος σε μια αίθουσα με όμορφη μουσική, αλλά που δεν έχει δικαίωμα να βρίσκεται κει μέσα. Κι ο άντρας κατάλαβε πως ήταν η γυναίκα του αυτή που μιλούσε και δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει λέξη. Μόνο το χέρι άπλωσε, καθώς τον προσπερνούσε. Αλλά η γυναίκα δεν τον αναγνώρισε, γιατί βέβαια δεν έμοιαζε πια σε τίποτα με τον άντρα που κάποτε ήταν. Στο πρόσωπό του καθρεφτίζονταν τα βάσανα που είχε περάσει. Πήγε, λοιπόν, η γυναίκα να τον προσπεράσει, γιατί οι ζητιάνοι ήταν πολλοί κι αυτός εδώ φαινόταν αδιάντροπος. Πάνω κει κατάφερε ο άντρας ν' ανοίξει το στόμα του και να πει κάτι που ακούστηκε σαν: «Γυναίκα»!

Τότε έσκυψε χαμηλά η γυναίκα και τον κοίταξε καλά και τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν κι έγινε άσπρη σαν το πανί. Κι όταν αυτός σταμάτησε ν' ακούει την καρδιά του, την άκουσε να μιλά - κι έλεγε: «Αγαπημένε μου άντρα, πώς μπόρεσες να μ' αφήσεις να περιμένω τόσο καιρό, μέχρι που έφτασα να γίνω κακάσχημη; Εφτά χρόνια πέρασαν με πόνο και παραλίγο ν' αρχίσω ν' αμφιβάλλω για σένα».


Του Μπέρτολ ΜΠΡΕΧΤ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ