Πριν από δύο βδομάδες, το υπουργείο Παιδείας ζήτησε να συγχωνευτούν τμήματα στα σχολεία όλης της χώρας ακόμα και σε επιβαρυμένες και πυρόπληκτες περιοχές, με τον αριθμό των τμημάτων να εκτιμάται στα 1.000 μόνο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Πρόκειται στην ουσία για εξαντλητική εφαρμογή της νομοθεσίας για ανώτατο όριο 28 μαθητών ανά τμήμα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και 26 στην Πρωτοβάθμια. Με βάση αυτήν τη λογική, πολλά ακόμα τμήματα κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν «κόκκινα», που δεν πιάνουν δηλαδή τη... μαγική αναλογία των 25 - 27 μαθητών ανά τάξη.
Υποτάσσοντας τις ανάγκες των μαθητών στη λογική του «κόστους - οφέλους», το υπουργείο δείχνει ξεκάθαρα για μια ακόμα φορά πως δεν αφουγκράζεται την αγωνία εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών, οι οποίοι, μέσα στη συγκυρία του κύματος της πανδημίας, έχουν προβάλει με πειστικό τρόπο την ανάγκη για αποστάσεις μεταξύ των μαθητών, αλλά και για μέτρα κάλυψης του φορτίου μορφωτικών κενών που κουβαλούν χωρίς να φταίνε από τις δύο χρονιές τηλεκπαίδευσης. Ενα μορφωτικό έλλειμμα το οποίο απασχολεί διεθνώς. Οπως καταγγέλλουν οι εκπαιδευτικοί, δεν έχουν παρθεί μέτρα από το υπουργείο ώστε να καλυφθεί, να στηριχθούν ουσιαστικά οι ίδιοι και οι μαθητές στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ενα βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση είναι τα μικρά τμήματα, όμως αντί για την ικανοποίησή του, αντί για αξιοποίηση και εξάντληση όλων των δυνατοτήτων να σπάσουν τμήματα και να προσληφθεί το αντίστοιχο εκπαιδευτικό προσωπικό, το υπουργείο με τις συγχωνεύσεις ουσιαστικά οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στον μαθητή και τον δάσκαλο, σε ακόμα περισσότερα παιδιά του «τελευταίου θρανίου».
Η πλευρά του υπουργείου έχει να παρουσιάσει μια αποκαλυπτικά κυνική επιχειρηματολογία, καλώντας ουσιαστικά οι γονείς, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί να εναρμονίσουν τις ανάγκες με τη λογική της «μη κατασπατάλησης προσωπικού». Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του γενικού γραμματέα του υπουργείου, που σε τηλεοπτική εκπομπή την προηγούμενη βδομάδα χαρακτήριζε «εξορθολογισμό» και «βελτιωτική κίνηση» αυτήν την πολιτική.
Τις τελευταίες μέρες το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να συγκαλύψει ότι ακριβώς είναι πολιτική του επιλογή να κουκουλώσει τα κενά, για να μην κάνει όσες προσλήψεις απαιτούνται. Ακόμα όμως και με τις 2.500 προσλήψεις που ανακοινώθηκαν το απόγευμα της Παρασκευής, και τις 3.000 επιπλέον που εξαγγέλθηκαν για τις επόμενες μέρες, παραμένει γεγονός ότι φέτος στην Εκπαίδευση βρίσκονται 12.000 εκπαιδευτικοί λιγότεροι απ' ό,τι πέρυσι.
Το μπαράζ συγχωνεύσεων δεν είναι άσχετο με το «μεταρρυθμιστικό έργο» της κυβέρνησης, η οποία έχει βαλθεί να επιβάλει την εφαρμογή των νόμων που ψήφισε μέσα στην πανδημία και που οδηγούν σε νέα εμπόδια, υποβάθμιση για τους πολλούς, κατηγοριοποίηση στα σχολεία. Την ίδια στιγμή, προσπαθεί να πείσει ότι με την εφαρμογή της καταδικασμένης στις συνειδήσεις «αξιολόγησης» θα βελτιωθεί το σχολείο, όταν η εικόνα δείχνει ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση από τις σύγχρονες δυνατότητες για τους όρους μάθησης, τις σύγχρονες ανάγκες.
Οπως φάνηκε από το κύμα αντιδράσεων που έχει ξεσηκώσει αυτή η πολιτική στο σύνολό της, μέσα από τις μεγάλες κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών και την άρνησή τους να βάλουν πλάτη σε αυτό το σχολείο που οικοδομείται, των μαθητών που διεκδικούν σχολείο να μορφώνει, των γονιών και εργαζομένων που παίρνουν πρωτοβουλίες συλλογικής διεκδίκησης με επίκεντρο τις συγχωνεύσεις, όσο αυτή η πολιτική ξετυλίγεται, τόσο θα δυναμώνουν οι φωνές που θα διεκδικούν το σχολείο των σύγχρονων αναγκών.