Θα ήθελα, λοιπόν, απ' αυτήν εδώ τη θέση να μου επιτρέψετε να κάμω δύο μονάχα επισημάνσεις απάνω στην πολιτική που εφαρμόζεται: Η πρώτη είναι η συνειδητή, κατά τη γνώμη μου, επιδίωξη της υποβάθμισης της παιδείας του ελληνικού λαού, που σηματοδοτείται από τον περιορισμό και την υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, γιατί αλίμονο αν οι πρωτεργάτες της αντιμεταρρύθμισης δεν αντιλαμβάνονται τη βαρύτητα και τις δυσμενείς συνέπειες της δραστηριοποίησής τους. Και η δεύτερη είναι η αντιεπιστημονική τους αντιμετώπιση του προβλήματος της γλώσσας.
Ως προς το πρώτο υπογραμμίζουμε: Δεν είναι μόνο ότι με τους ποσοτικούς περιορισμούς πετάνε τα παιδιά του ελληνικού λαού έξω από την εκπαίδευση, που αυτό και από μόνο του συνεπάγεται την υποβάθμιση του πνευματικού και κοινωνικού επιπέδου του λαού μας. Υπάρχουν όμως ακόμα δύο προβλήματα μείζονος σημασίας, τα οποία η κυβέρνηση με την πολιτική της τα οξύνει. Το ένα είναι η εντατικοποίηση της σχολικής εργασίας, που συνδυάζεται με τον περιορισμό της υποχρεωτικής φοίτησης από τα 12 στα 9 χρόνια. Αυτή η εντατικοποίηση δεν εκφράζει το ποιοτικό ανέβασμα των σπουδών, γιατί παραβιάζει τη βασική αρχή του απαιτούμενου χρόνου και ηλικίας για την πρόσληψη και την αφομοίωση της γνώσης, και την καλλιέργεια της κοινωνικής συνείδησης. Αποτελεί βίαιη πράξη, που είναι αντίθετη με τη νομοτελειακή ανάπτυξη του ψυχισμού του νέου ανθρώπου και ενισχύει το σχολείο των γνώσεων, που έχει φτάσει σε οριακό σημείο και αντί να καλλιεργεί τον νέο άνθρωπο, τον καταπιέζει και, μαζί με τόσα άλλα, είναι υπεύθυνο για την αδιέξοδη κατάσταση της εκπαίδευσης και τις αθλιότητες των εξετάσεων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, που, και με το παλιό και με το καινούριο σύστημα, συνιστούν τα εργαλεία της αυτόχρημα ταξικής κοινωνικής επιλογής, που μόνο κακόπιστοι ή εθελοτυφλούντες δε βλέπουν.
Η ευκαιρία μιας παρέμβασης δε μας δίνει τη δυνατότητα να σας εκθέσουμε όλη την ωμότητα της "μεταρρύθμισης", όπως αυτή εκτυλίσσεται μέσα από τους νόμους, τα διατάγματα για τα προγράμματα και τα βιβλία. Ουσιαστικά η ολοκληρωμένη σύλληψη της αντιμεταρρύθμισης αποτελεί την έκφραση του ταξικού αυταρχισμού.
Δεμένη με την πολιτική που ασκείται, είναι η θέση τους απέναντι στο πρόβλημα της γλώσσας. Την αυταρχική μετεμφυλιοπολεμική επιβολή της καθαρεύουσας τη διαδέχτηκε η συμβιβαστική πολιτική της "νεοελληνικής κοινής" του υπουργείου επί Ράλλη, για να εξελιχθεί σε μια, χωρίς την τήρηση καμιάς παιδαγωγικής παραμέτρου, φλυαρία, στην εποχή των "εκσυγχρονιστών". Δε μας φτάνει η παρέμβαση της κ. Διαμαντοπούλου, που, προτείνοντας να καθιερώσουμε, σαν δεύτερη επίσημη γλώσσα την αγγλική, ουσιαστικά μας προτείνει να εγκαταλείψουμε την ελληνική. Είναι και τα βιβλία για τη διδασκαλία της γλώσσας, που για το μεν Γυμνάσιο οικοδομούνται μεθοδολογικά απάνω στη λογική της συγκρότησης των βιβλίων της διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας και όχι στη βάση της καλλιέργειας της μητρικής γλώσσας μας, ακολουθώντας τα πρότυπα των αγγλοσαξονικών συστημάτων. Ενώ για το Λύκειο είναι βιβλία, που από έκδοση σε έκδοση γίνονται απροσπέλαστα ή ορισμένα μιμούνται την τακτική των φροντιστηρίων. Είναι ακόμα και τα βιβλία των ειδικών μαθημάτων. Τα πιο πολλά είναι ακατανόητα, έτσι που τα παιδιά δεν μπορούν να αφομοιώσουν το διδακτικό υλικό, σκορπούν απελπισία σε παιδιά και γονείς και οδηγούν σε αδιέξοδο τους εκπαιδευτικούς που πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουν. Τα βιβλία αυτά, που άλλοτε δίνονται με πολύ ταχείς, αλλά άτακτους ρυθμούς (από το φούρνο ζεστά ζεστά κάθε φουρνιά) κι άλλοτε καθυστερούν αδικαιολόγητα, δεν είναι παρά κοινότυπες μονογραφίες απάνω σε διαθεματικές ενότητες, για να υπηρετήσουν τη στρέβλωση της εκπαιδευτικής μας ζωής.
Η γλωσσική πραγματικότητα, αλλά και το βιβλίο στο σύνολό του, είναι απωθητικά για τον κόσμο της εκπαίδευσης. Από κει ο δρόμος είναι έτοιμος για το φροντιστήριο, που είναι ελληνική ευρεσιτεχνία σε παγκόσμιο επίπεδο, και στη συνέχεια πάει στην απομύζηση του οικογενειακού προϋπολογισμού. Δυστυχώς το σχολείο διατηρεί το φροντιστήριο και όσες ενισχυτικές διδασκαλίες και αν κάμουν, θα λύσουν το πρόβλημα τόσο, όσο το έλυσαν και τα Μεταλυκειακά τμήματα προετοιμασίας της υπουργίας του κ. Κακλαμάνη. Ο βάλτος είναι μπροστά τους, γιατί δε θέλουν καθαρές λύσεις.
Μέσα στους σκοπούς του σχολείου δύο είναι οι βασικοί άξονες: Η καλλιέργεια των συμβιωτικών κανόνων, δηλαδή η ανάπτυξη και η καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης, και η καλλιέργεια της γλώσσας. Το πρώτο είναι η βασική αρχή της ύπαρξης της κοινωνικής μας ομάδας (που σαν αρχή δικαιώνει την ύπαρξη του σχολείου) και της πνευματικής μας υπόστασης, που βασικά δεν τα πετυχαίνει, καθώς επιδιώκει την καλλιέργεια ανταγωνιστικών συνειδήσεων. Το δεύτερο είναι η ισορροπημένη πνευματική καλλιέργεια. Και σε αυτό το σημείο η γλώσσα μαζί με την πράξη ανοίγουν το δρόμο για το πνεύμα. Οχι γιατί ο άνθρωπος δεν ξέρει ή δε μαθαίνει να μιλάει και χωρίς το σχολείο, αλλά γιατί η διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι δεμένη με την καλλιέργεια της γλώσσας. Ο άνθρωπος μαθαίνει να σκέπτεται με τη γλώσσα, όπως μαθαίνει να σκέπτεται και με το χέρι, μαθαίνει να σκέφτεται με τη συνεργασία και των δύο μαζί, η γλώσσα είναι εκείνη που μορφοποιεί και δίνει διάσταση στη σκέψη του. Με τη γλώσσα οι άνθρωποι βιώνουν την πραγματικότητα. Η γλώσσα, το χέρι και το μυαλό αποτελούν το τρίδυμο του ανθρώπινου πολιτισμού. Κι όμως το σχολείο και σ' αυτό το σημείο παρουσιάζει ένα τεράστιο έλλειμμα που, με τον τρόπο που λειτουργεί, φοβάμαι πως δεν μπορούν οι εκπαιδευτικές διαδικασίες να γεφυρώσουν το χάσμα.
Δεν είναι στην πρόθεσή μου, παρά την κριτική, η άρνηση. Η πραγματικότητα όμως είναι κραυγαλέα. Δεν είναι η τεχνοκρατική λύση (από τεχνοκράτες της εκπαίδευσης έχουμε πήξει), που θα δώσει διέξοδο. Εκείνο που λείπει είναι η παιδαγωγική συνείδηση και τα ιδανικά, όταν αυτά δε στοχεύουν ή δεν υπηρετούν ταξικές επιδιώξεις. Τα ιδανικά για να είναι δύναμη πρέπει να αποβλέπουν στην κοινωνική πρόοδο του συνόλου και στην ποιότητα της ζωής του. Κι αυτή την ιδεολογία φοβάμαι πως δεν την έχουν. Γι' αυτό και δε θα λύσουν το πρόβλημα, κι αν ακόμα επιβάλουν στο ακέραιο τους σχεδιασμούς τους. Γιατί και η ζωή έχει τη δική της νομοτέλεια και τους ανθρώπους δεν μπορούν να τους γελάνε απεριόριστα».