Το χωριό κυκλώθηκε από τη φωτιά, κάηκαν σπίτια, δύο ξυλουργεία, ένας ξενώνας, ελιές, μελίσσια, ζώα και όλος ο δασικός πλούτος του. Ο,τι σώθηκε σώθηκε χάρη στην προσπάθεια λιγοστών κατοίκων, που σήμερα πνίγονται στη στάχτη, ζουν σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, με τη μυρωδιά του καμένου διάχυτη. Ζουν χωρίς ρεύμα και χωρίς νερό, αφού τα δίκτυα έχουν υποστεί μεγάλες βλάβες.
Χωρίς κινητή τηλεφωνία πολλοί απ' αυτούς, ανάμεσά τους ηλικιωμένοι, άρρωστοι, μικρά παιδιά. Οσοι είναι τυχεροί και έχουν γεννήτρια, αφού το χωριό τον χειμώνα μένει λόγω του χιονιά για μεγάλα διαστήματα χωρίς ρεύμα, λειτουργούν τα απολύτως απαραίτητα: Ενα ψυγείο, έναν ανεμιστήρα...
Αγωνιούν ωστόσο για τα καύσιμα, αφού η τροφοδοσία δεν έχει αποκατασταθεί και το κόστος είναι ούτως ή άλλως μεγάλο για ανθρώπους που έχασαν τα πάντα. Φαγητό και είδη πρώτης ανάγκης φτάνουν στο χωριό από βοήθεια ανθρώπων και φορέων, μοιράζεται και διανέμεται εξίσου στις οικογένειες του χωριού από ομάδα γυναικών.
Μέσα σε αυτήν την προσπάθεια να βγει η κάθε μέρα, στην άκρη του μυαλού όλων είναι τα μεγάλα προβλήματα που έρχονται. Ολοι έμειναν χωρίς δουλειά αφού ζούσαν απ' την καλλιέργεια του πεύκου, τα μελίσσια, την κτηνοτροφία... Τίποτα απ' αυτά δεν υπάρχει πια. «Πώς θα ζήσουμε;», αναρωτιούνται ακόμα και μικρά παιδιά, του Λυκείου, που ήδη σκέφτονται τη μετανάστευση σαν τη μόνη προοπτική.
Ταυτόχρονα, μόνο τρόμο προκαλούν ο χειμώνας και οι βροχές. Δίχως κλαδί να έχει απομείνει είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το χωριό θα πνιγεί. Το αίτημα για μέτρα αντιπλημμυρικής προστασίας ακούγεται όλο και πιο δυνατά. Μαζί με το αίτημα να καθαριστούν δρόμοι έστω στο και πέντε αφού τα κουφάρια των κορμών είναι μεγάλη απειλή για τους διερχόμενους.
Δουλειά ολημερίς, να συμμαζευτεί ό,τι συμμαζεύεται στα αποκαΐδια, να επιδιορθωθούν όπως όπως ζημιές στα δίκτυα, στους δρόμους, σε σπίτια κι αποθήκες, να φροντίσουν ποια οικογένεια χρειάζεται κάτι και τι, σε μια ανάπαυλα οι κάτοικοι του οικισμού συζητάνε πού βρίσκονται. Κάθε συζήτηση για το μέλλον φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Ο Γιώργος και ο Νίκος, νέοι άνθρωποι με τρία και δύο παιδιά, ζούσαν απ' την καλλιέργεια του πεύκου. Συζητάμε για τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. «Δεν ακούσαμε τίποτα», λένε, όλη μέρα τρέχουν για τις ανάγκες της καθημερινότητας, «αποζημιώσεις ναι, εντάξει, να δοθούν, να είναι μεγάλες, αλλά εμείς τη δουλειά μας θέλουμε, το μέλλον μας, το μέλλον των παιδιών μας, αυτό μπορούν να μας το δώσουν πίσω;», ρωτάνε ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Και τι να αποζημιώσουν; Την καταστροφή; Το ρεύμα και το τηλέφωνο που πρέπει να πληρωθούν κάθε μήνα; Τα φροντιστήρια των παιδιών; Το φαγητό; Τα ρούχα τους; Και το μέλλον τους; Πώς αποζημιώνονται αυτά;»...
Ο Αντώνης είδε ένα μέρος του σπιτιού του να καίγεται και ο Πέτρος τον ξενώνα που λειτουργούσε στο χωριό και το σπίτι του ολοσχερώς. «Ναι, δεν είχαμε νεκρούς», λέει ο Πέτρος, «αλλά αυτοί εδώ;» - δείχνει τον Αντώνη - «είναι ζωντανοί;». «Ζωντανοί νεκροί είναι, πώς θα ζήσουν; Πώς θα εξασφαλίσουν τις ανάγκες των οικογενειών τους;».
Ο Αντώνης είναι 55 χρόνων, ρητινοπαραγωγός. «Αν είχαμε καεί μόνο εμείς θα πηγαίναμε στο διπλανό χωριό να δουλέψουμε, τώρα όμως δεν υπάρχει τίποτα πουθενά», μας λέει. «Πού να βρω δουλειά, όχι μόνο εγώ, όλοι, χιλιάδες εδώ ζούσαν απ' το δάσος».
Οσο για τις αποζημιώσεις κουνάει το κεφάλι ειρωνικά, «ίσως δώσουν κάτι να κλείσουν κανένα στόμα. Μετά; Μετά θα μας ξεχάσουν όπως συμβαίνει πάντα».
Οι κάτοικοι οργανώνουν ήδη τις επόμενες κινήσεις τους, μαζεύουν υπογραφές κάτω από κάποια πρώτα αιτήματα και συζητάνε τι άλλο πρέπει να γίνει μπροστά σε έναν χειμώνα που για τα χωριά τους ήταν πάντα δύσκολος αλλά τώρα φαντάζει απειλητικός.
Κοιμήθηκαν μια νύχτα σε έναν παράδεισο και ξύπνησαν σε μια κόλαση, όπως και οι κάτοικοι όλων των γειτονικών χωριών. Μια κόλαση που τους θυμίζει κάθε λεπτό ότι μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό...