Πυροδότησαν δικαιολογημένα την οργή, την αγανάκτηση, τον προβληματισμό, που χρειάζεται να στραφεί στις οικονομικές, κοινωνικές αιτίες για όσα βιώνουν χιλιάδες γυναίκες εκτεθειμένες στην ανασφάλεια και την πολύμορφη βία. Τα φώτα της δημοσιότητας χρειάζεται να στραφούν στους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που «γεννούν» δολοφόνους, βιαστές, κακοποιητές και διευκολύνουν τη δράση τους.
Οι αναλύσεις γι' αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα που δημοσιεύτηκαν στα ηλεκτρονικά μέσα και στις εφημερίδες, αλλά και στις τοποθετήσεις των κυβερνητικών επιτελείων και των πολιτικών αρχηγών των αστικών κομμάτων, στέκονται μόνο στην επιφάνεια αυτού του σύνθετου κοινωνικού ζητήματος.
Προσπαθούν να βγάλουν συμπεράσματα μόνο από τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους σε μια συγκεκριμένη στιγμή και «φωτογραφίζουν» τη βία σε βάρος της γυναίκας. Δεν κάνουν καμία αναφορά στις οικονομικές, κοινωνικές αιτίες, στις μορφές της, ιδιαίτερα την εργοδοτική, κρατική, αλλά και στην εξέλιξή της στη σύγχρονη εκμεταλλευτική κοινωνία.
Αποφεύγουν να βουτήξουν στο βάθος των παραγόντων και των εξελίξεων που υποβόσκουν και αλληλεπιδρούν στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ίδια την οικογένεια, όχι μόνο στις συνθήκες της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, αλλά σε όλη την πορεία αντιδραστικοποίησης της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις στις αποχρώσεις των σχετικών τοποθετήσεων, ενοποιητικό στοιχείο αποτέλεσε ότι εντάθηκαν οι καταγγελίες και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων.
Οπωσδήποτε σε ιδιαίτερες συνθήκες που κλόνισαν κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, σε συνθήκες που γενικεύτηκαν ο φόβος, η ανασφάλεια για την υγεία και για τις εργασιακές σχέσεις, το εργατικό, λαϊκό εισόδημα, ξεπροβάλλουν ακόμα πιο αποκρουστικά τα αντιδραστικά δόντια της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Γιατί η βία κάθε μορφής σε βάρος των γυναικών δεν αποτελεί μια παρέκκλιση κάποιων ατόμων ή αποτέλεσμα της «κρίσης των ανθρώπινων αξιών, της ηθικής».
Στην «αρένα» και τη σήψη της φυτρώνουν ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός, η υποτίμηση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, ακόμη και της ζωής του. Πρόκειται για τις κυρίαρχες αξίες που πηγάζουν από το σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Εκπορεύονται από την ίδια τη φύση του: Την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους, τον ανελέητο ανταγωνισμό. Αποτελούν ορισμένα από τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά της, που σκίζουν ακόμα πιο βαθιά τις κοινωνικές σχέσεις, ιδιαίτερα τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, τις οικογενειακές σχέσεις.
Πάνω σε αυτό το έδαφος οξύνονται και οι καταδικαστέες και απαράδεκτες συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες, που φτάνουν μέχρι την ενδοοικογενειακή βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, το βιασμό, ακόμα και τις δολοφονίες γυναικών. Αποτελούν, όμως, την κορυφή του παγόβουνου.
Είναι το αποτέλεσμα - και όχι η αιτία - της ανισότιμης θέσης της γυναίκας στην ταξική, εκμεταλλευτική κοινωνία. Αυτή είναι η βάση όπου αναπαράγονται οι κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών. Και αυτές οι διακρίσεις αφορούν κάθε πλευρά της οικονομικής, κοινωνικής ζωής της γυναίκας και όχι στενά τις οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις.
Η αλήθεια είναι ότι η ανισότιμη θέση της γυναίκας στην κοινωνία αναπαράγεται με παθογόνες συμπεριφορές και μέσα στην οικογένεια, συμπεριφορές που αποτελούν ακραίες μορφές αντανάκλασης των οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Το γεγονός ότι οι δράστες έφτασαν στη δολοφονία της γυναίκας τους είτε γιατί «ζήτησε διαζύγιο» είτε γιατί «τον απατούσε», με βάση τα ρεπορτάζ, εκφράζει με αποκρουστικό τρόπο την κοινωνική παθογένεια της επιβολής της πειθαρχίας, της υποταγής και στην οικογένεια.
Δηλαδή, η ατομική εγκληματικότητα δεν αναπτύσσεται σε κοινωνικό κενό αλλά στο έδαφος των αντιδραστικών, αναχρονιστικών απόψεων για την κοινωνική θέση της γυναίκας, που η γυναίκα θεωρείται «ιδιοκτησία» του συζύγου της, αντανακλώντας με υποκειμενικό τρόπο τις διαστρεβλωμένες αντιλήψεις περί αφοσίωσης, ακόμα και του περιεχομένου της αγάπης.
Ταυτόχρονα, εκφράζονται με βίαιο τρόπο οι συνέπειες του οικονομικού και κοινωνικού καταναγκασμού στο πλαίσιο της οικογένειας, της οικονομικής, κοινωνικής εξάρτησης της γυναίκας μέσα στο γάμο ή τη συμβίωση. Η ανασφάλεια της «ευέλικτης» εργασίας, του πετσοκομμένου εισοδήματος, των υποβαθμισμένων και εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών Υγείας, Πρόνοιας, η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής ιδιαίτερα των εργαζόμενων, άνεργων γυναικών, αποτελούν τα «βαριά δεσμά» που περιορίζουν τις δυνατότητες να απεγκλωβιστούν από μια παθογόνα, βίαιη σχέση. Να χειραφετηθούν οικονομικά, κοινωνικά, ψυχικά, συναισθηματικά.
Ο παραμορφωτικός φακός των πρόσφατων αναλύσεων, βέβαια, ισχύει και για τις οικονομικές, κοινωνικές αιτίες που ευθύνονται για τη δραματική έλλειψη κρατικών υπηρεσιών για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, για την αστυνομική αυθαιρεσία, για την υποστελέχωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, τις μακροχρόνιες νομικές διαδικασίες.
Στα ρεπορτάζ κυριάρχησε η εξοργιστική και αποπροσανατολιστική αντιπαράθεση ανάμεσα στη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, από τη μια, και τον ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη. Αφορμή στάθηκε η καταδικαστέα στάση των αστυνομικών δυνάμεων όταν γειτόνισσα της 31χρονης γυναίκας που δολοφονήθηκε στη Δάφνη είχε κάνει στο παρελθόν καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία.
Εστησαν ένα βολικό γαϊτανάκι με ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, καταγγέλλοντας την «ΕΛ.ΑΣ. του Χρυσοχοΐδη» και με ανακοινώσεις του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, καταγγέλλοντας τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί περίμενε ως κυβέρνηση «4,5 χρόνια και να σκοτωθούν 49 γυναίκες από άνδρες στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο, για να φέρει (...) ένα ΦΕΚ (...) για την "ίδρυση" επιτελικών και όχι επιχειρησιακών υπηρεσιών ενδοοικογενειακής βίας στην ΕΛ.ΑΣ.».
Επιβεβαιώνεται ότι η δημοσιοποίηση, η καταγγελία - που είναι βέβαια αναγκαία - δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπιστούν ριζικά τέτοια φαινόμενα. Μια γυναίκα έχει να αντιμετωπίσει πολλούς σκοπέλους μέχρι την τελεσίδικη καταδίκη του δράστη, που την αποθαρρύνουν να καταγγείλει σε νομικό επίπεδο το περιστατικό, με ευθύνη διαχρονικά των κυβερνήσεων.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αντιπαράθεση για την αναγνώριση της «γυναικοκτονίας» ως αυτοτελούς ποινικού αδικήματος. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά η ΟΓΕ σε ανακοίνωσή της, «είτε οι δολοφονίες των γυναικών χαρακτηριστούν γυναικοκτονίες είτε όχι, η ουσία του προβλήματος δεν αλλάζει».
Επιπλέον, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες γυναίκες εκτεθειμένες στην ανασφάλεια και την πολύμορφη βία επιβεβαιώνει ότι οι όποιες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα από μόνες τους δεν εξασφαλίζουν την ολόπλευρη προστασία των γυναικών από τέτοια αποκρουστικά εγκλήματα, δεν αποτρέπουν τέτοιες εγκληματικές πράξεις.
Γιατί, εκτός των άλλων, παραμένουν οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης σε υποθέσεις βίας κατά των γυναικών, με αποτέλεσμα η έκβαση της δικαστικής απόφασης να απομακρύνεται από τον χρόνο τέλεσης της εγκληματικής πράξης. Αυτές είναι οι συνέπειες της υποστελέχωσης των δικαστηρίων, χωρίς την αναγκαία επιστημονική, κοινωνική υποστήριξη από κρατικές δομές συμβουλευτικής, χωρίς την αναγκαία εξειδίκευση, όπως και της ιδιωτικοποίησης λειτουργιών της Δικαιοσύνης.
Πέρα από τις νομικές προεκτάσεις του ζητήματος, στο πλαίσιο της συζήτησης «θάφτηκε» το γεγονός ότι η δικαιοσύνη απονέμεται στο πλαίσιο των νόμων και των αξιών που κυριαρχούν στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, μέσα στην οποία οι γυναίκες παραμένουν ανισότιμες και απροστάτευτες από την πολύμορφη βία.
Πώς αντιμετωπίζεται η βία κατά των γυναικών που φτάνει μέχρι τη δολοφονία, σύμφωνα με τις αναλύσεις που κυριάρχησαν στη δημοσιότητα; Είναι «ευθύνη όλων μας», «η σιωπή είναι συνενοχή». Είναι πολύ βολικό να πετάνε το μπαλάκι στην ατομική ευθύνη για να κρύψουν τις τεράστιες ευθύνες όλων των κυβερνήσεων διαχρονικά για την έλλειψη κρατικής προστασίας.
Πώς θα στηριχθεί μια γυναίκα που δέχεται πολύμορφη βία όταν υπάρχουν ελάχιστες κρατικές υποδομές, όπως ξενώνες, συμβουλευτικά κέντρα, ειδικά στην περιφέρεια, για την πρόληψη και τη στήριξη της κακοποιημένης γυναίκας; Στη χώρα μας στις υπηρεσίες αυτές η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι με «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις. Ολες οι κυβερνήσεις στηρίζονται στα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη χρηματοδότηση αυτών των δομών. Δηλαδή, λειτουργούν με χρηματοδότηση και προσωπικό με «ημερομηνία λήξης».
Η ολόπλευρη στήριξη της γυναίκας για να σταθεί στα πόδια της, οικονομικά και κοινωνικά ανεξάρτητη, ώστε να αποκρούσει, να αντισταθεί και να καταγγείλει τέτοια περιστατικά πολύμορφης βίας στον χώρο δουλειάς, σκοντάφτει στις πολιτικές διαχρονικά των κυβερνήσεων και της ΕΕ.
Η αλήθεια είναι ότι η ανησυχία της κυβέρνησης της ΝΔ για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών έχει το βλέμμα στραμμένο πιο μακριά... Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Α. Πατέλης, «οι διακρίσεις πέρα από το σημαντικό κόστος που έχουν πάνω σε αυτούς που τις βιώνουν, έχουν και ένα ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα (...) η εξάλειψη των διακρίσεων μπορεί να φέρει προστιθέμενη αξία στην οικονομία και τη διεθνή εικόνα της χώρας».
Η κυβέρνηση, δηλαδή, υπολογίζει το «κόστος» που έχουν τέτοιες κραυγαλέες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών για το κράτος και τους επιχειρηματικούς ομίλους. Βέβαια, δεν πρόκειται για «πρωτοτυπία» της σημερινής κυβέρνησης.
Τα επιτελεία της ΕΕ φτάνουν στο σημείο να μετράνε με ευρώ τις συνέπειες που έχει η κακοποίηση μιας γυναίκας στη χαμηλότερη παραγωγικότητά της στην εργασία, το «κόστος» των υπηρεσιών συμβουλευτικής, ψυχολογικής, νομικής υποστήριξης που χρειάζεται. Αυτό είναι το κίνητρο για όποια μέτρα δήθεν πρόληψης της βίας και προστασίας των κακοποιημένων γυναικών, που αποτελούν ένα «σίκουελ» της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο ερώτημα, πώς μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος της βίας κατά των γυναικών, η απάντηση βρίσκεται στην ανατροπή των οικονομικών και κοινωνικών όρων που γεννούν και αναπαράγουν την ανισότιμη θέση της γυναίκας στην εργασία, στην οικογένεια, σε κάθε πλευρά της κοινωνικής της ζωής. Χρειάζεται να δυναμώσει η πάλη ενάντια στις «παλιές» και «σύγχρονες» αντιδραστικές κοινωνικές αντιλήψεις για τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, που αναπαράγονται στη σύγχρονη βαρβαρότητα.
«Αντισώματα» μπορεί να διαμορφώσει ο συλλογικός αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού, της κοινωνίας που έχει στο DNA της τη βία, ειδικά κατά των γυναικών, τις κοινωνικές διακρίσεις, την καταπίεση, τη χειραγώγηση. Αυτό είναι το γόνιμο έδαφος για τον σπόρο των νέων ισότιμων σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, των αξιών της συλλογικότητας, της ανιδιοτέλειας, του σεβασμού.
Ρεαλιστική απάντηση στα αδιέξοδα που συναντά η γυναίκα σε κάθε πλευρά της κοινωνικής της ζωής είναι η συμπόρευση με το ΚΚΕ στην πάλη για τη σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία, όπου μπαίνουν οι βάσεις για την ισοτιμία της γυναίκας, την απελευθέρωσή της από κάθε κοινωνική καταπίεση.