Ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα των αυτοαπασχολούμενων δημιουργών και επαγγελματιών του κλάδου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους, μια κατάσταση που ευνοεί τη συγκέντρωση της καλλιτεχνικής παραγωγής σε μεγάλους ομίλους και τη διεύρυνση της ανεργίας.
Αλλά και όσοι καλλιτέχνες και τεχνικοί εργάζονται αυτό το διάστημα - π.χ. σε σίριαλ, διαδικτυακές παραγωγές κ.λπ. - είναι αντιμέτωποι με εξοντωτικά ωράρια και γενικότερη υποβάθμιση των όρων εργασίας. Η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων του Πολιτισμού εκφράζεται επίσης με την επέκταση των εργολαβιών και της εργασίας με «μπλοκάκι» στους κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς, ενώ η κλοπή των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών διευρύνεται με τη βούλα και της κυβέρνησης.
Ως φάρμακο για τα εδώ και χρόνια συσσωρευμένα προβλήματα των καλλιτεχνών - με τις απλήρωτες πρόβες, το ωρομίσθιο των 2-3 ευρώ, την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία - η κυβέρνηση εισήγαγε το μητρώο καλλιτεχνών, έναν κόφτη της καλλιτεχνικής ιδιότητας, που θα διαιρέσει τους καλλιτέχνες σε ενεργούς και ανενεργούς, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, επιτυχημένους και μη. Για δόλωμα χρησιμοποιεί το επίδομα στήριξης, που θα μπορούν να λάβουν μόνο οι εγγεγραμμένοι στο μητρώο.
Ολα τα παραπάνω δείχνουν πως στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, αυτή η εργασιακή ζούγκλα που επικρατεί στον κλάδο του Πολιτισμού θα γίνει ακόμα πιο άγρια μετά το άνοιγμα των χώρων.
Στο διάστημα της πανδημίας έγινε πιο φανερό πως αυτό που απασχολεί την κυβέρνηση δεν είναι οι αγωνίες και ο μόχθος των λαϊκών στρωμάτων για την επιβίωση, η προστασία της υγείας τους.
Αντίθετα, μέλημά της είναι να αξιοποιήσει την πανδημία για να παγιώσει τα «έκτακτα» δήθεν μέτρα ακόμα σκληρότερης εκμετάλλευσης των εργαζομένων και στον Πολιτισμό, ως προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων από την καπιταλιστική κρίση. Για τους ίδιους λόγους επιταχύνει μια σειρά από αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στον Πολιτισμό, που ήδη υπήρχαν στο συρτάρι.
Προτεραιότητές της, όπως και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πριν, είναι η διεύρυνση της εμπορευματοποίησης του Πολιτισμού, ώστε να συμβάλει πιο αποτελεσματικά στην κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου και των συνδεόμενων με αυτόν επιχειρηματικών ομίλων στον Τουρισμό, στο διαδίκτυο, στις τηλεπικοινωνίες, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κ.α. Παράλληλα, σταθερή επιδίωξή της αποτελεί η ενίσχυση του ρόλου της Τέχνης στην ιδεολογική χειραγώγηση των λαϊκών στρωμάτων.
Οι παραπάνω στόχοι συμπυκνώνονται στο κεντρικό σύνθημα της ΕΕ και των κυβερνήσεων για «μεγέθυνση του κοινού». Η έννοια αυτή κάθε άλλο παρά σημαίνει δημιουργία μορφωτικών προϋποθέσεων για να μπορούν περισσότεροι να κατανοούν και να αγαπούν την Τέχνη. Το αντίθετο.
Μεγέθυνση του κοινού στον καπιταλισμό σημαίνει Τέχνη που να «πουλάει» μαζικά και σε διεθνές κοινό, ακόμα κι αν έχει ανύπαρκτη αισθητική αξία, ακόμα κι αν είναι οπισθοδρομική ή χυδαία, μια κατεύθυνση που συμπυκνώνεται στη φράση της υπουργού Πολιτισμού: «Είναι σκόπιμο να εξαλειφθεί η διάκριση μεταξύ υψηλής και μαζικής κουλτούρας». Μεγέθυνση του κοινού σημαίνει, με άλλα λόγια, μεγιστοποίηση του κέρδους.
Σ' αυτόν το σκοπό υποτάσσεται η έννοια της «εξωστρέφειας», που σημαίνει εξαγωγή πολιτιστικών προϊόντων για προσέλκυση τουρισμού και αναβάθμιση της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό, όπως και η εκστρατεία για τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» του Πολιτισμού, που η εξάπλωση της τηλεργασίας ευνοεί τη διάδοση των προϊόντων του. Σε άλλες κοινωνικές - οικονομικές συνθήκες ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα μπορούσε να συμβάλει στην πλατιά διάδοση της Τέχνης. Με μια πολιτική όμως που εχθρεύεται τη γενική μόρφωση και στερεί από το πλήθος των εργαζομένων τον ελεύθερο χρόνο για ανάπαυση και ψυχαγωγία, στην ουσία απευθύνεται στο ήδη υπάρχον κοινό της Τέχνης.
Το σίγουρο είναι ότι η ψηφιακή αναπαραγωγή της Τέχνης είναι πηγή αύξησης της κερδοφορίας τόσο για τις επιχειρήσεις του πολιτιστικού τομέα, αφού το κοινό τους θα μπορεί ευκολότερα να καταναλώνει μεγαλύτερη ποσότητα έργων τέχνης, όσο και για εκείνες που εκμεταλλεύονται την Τέχνη και τις δημιουργικές ικανότητες των καλλιτεχνών, όπως ο αποκαλούμενος δημιουργικός τομέας (μόδα, διαφήμιση, βιντεοπαιχνίδια κ.λπ.).
Από το μεγάλο αυτό φαγοπότι αυτοί που σίγουρα βγαίνουν χαμένοι είναι οι καλλιτέχνες - δημιουργοί. Οι μεγάλοι παραγωγοί, εκδότες, διανομείς, πάροχοι και διαχειριστές καρπώνονται ήδη το μεγαλύτερο μερίδιο από τα πνευματικά και συγγενικά δικαιώματά τους. Αυτό το μερίδιο η κυβέρνηση ήρθε, μέσα από τα προγράμματα στήριξης του Πολιτισμού λόγω πανδημίας, να το διογκώσει, νομιμοποιώντας την ολοσχερή παραχώρηση των οικονομικών και ηθικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών σε διαδικτυακές και τηλεοπτικές αναπαραγωγές, στους επιχειρηματίες - παραγωγούς.
Προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης είναι πλούσιο στη διάρκεια της πανδημίας, ολοκληρώνοντας πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο νόμος για τη δημιουργία του Κέντρου Πολιτισμού «Ακροπόλ», οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τον κινηματογράφο και γενικότερα τον οπτικοακουστικό τομέα.
Ειδικά το «Ακροπόλ» προορίζεται να παίξει σοβαρό ρόλο στην προώθηση των παραπάνω - στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο - κατευθύνσεων για τον Πολιτισμό, αφού μέσα από αυτό, στο όνομα της «στήριξης» των καλλιτεχνών για να προωθήσουν το έργο τους, επιδιώκεται η μύησή τους στους κανόνες της επιχειρηματικότητας - ανταγωνιστικότητας και στις σύγχρονες μεταμοντέρνες θεωρίες για τη διασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής» και της ταξικής συμφιλίωσης.
Μόλις πρόσφατα η κυβέρνηση ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία και την αντιδραστική Οδηγία 2010/13 της ΕΕ, με την οποία επιβάλλεται λογοκρισία στο διαδίκτυο για έργα τέχνης που κρίνεται ότι μπορεί να «υποκινούν σε βία», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται στα κείμενα της ΕΕ η κοινωνική διαμαρτυρία, η ταξική πάλη γενικότερα, προβλέποντας βαριές ποινές για την ανάρτησή τους.
Από το στόχο για «μεγέθυνση του κοινού» δεν θα μπορούσε να λείψει ο τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η προσέλκυση περισσότερων επισκεπτών στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία από μόνη της σίγουρα δεν είναι αρνητική.
Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που αυτό το άνοιγμα η κυβέρνηση σκοπεύει να το πραγματοποιήσει με τη συρροή κοινού για οποιονδήποτε λόγο εκτός από αυτόν για τον οποίο οι χώροι αυτοί προορίζονται: Να προωθούν και να διευρύνουν την ιστορική γνώση, να ανεβάζουν το πολιτιστικό επίπεδο πλατιών λαϊκών στρωμάτων.
Οπως προκύπτει από τον πρόσφατο νόμο για τον Οργανισμό Διαχείρισης Αρχαιολογικών Πόρων - ΟΔΑΠ (πρώην Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων - ΤΑΠΑ), αλλά και τον προαναγγελθέντα νόμο για αυτονόμηση των αρχαιολογικών μουσείων από το υπουργείο Πολιτισμού με τη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ, ούτε λίγο ούτε πολύ ο ΟΔΑΠ και τα αρχαιολογικά μουσεία θα μετατραπούν σε επιχειρήσεις «αξιοποίησης» των μνημείων και του αρχαίου πολιτιστικού πλούτου ως ντεκόρ για πάρτι, φόντο για διαφημίσεις, σκηνικό κινηματογραφικών ταινιών, θέα ξενοδοχειακών συγκροτημάτων. Οι δε αρχαιολόγοι και το υπόλοιπο εξειδικευμένο προσωπικό των μουσείων θα γίνουν μάνατζερ και προωθητές προϊόντων.
Με βάση την αγοραία αυτή λογική, όσοι επιθυμούν να επισκεφτούν τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία για τον σκοπό που πραγματικά προορίζονται, θα το πληρώνουν πανάκριβα, με νέες αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων. Ηδη την περίοδο 2015 - 2019, ενώ η επισκεψιμότητα των αρχαιολογικών χώρων αυξήθηκε κατά 30%, τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 120%! Ακόμα και τα εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά προγράμματα - αλήθεια, μήπως περιλαμβάνονται και επισκέψεις σχολείων; - που αναπτύσσονται στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία κοστολογούνται, και αποτελούν έσοδα και πόρους για τον νέο οργανισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, αφού στην κυβερνητική θητεία του διεύρυνε την ελαστική απασχόληση και έφτασε σχεδόν να μηδενίσει το ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού για τον Πολιτισμό (0,04%), δημαγωγεί καταγγέλλοντας την επισφάλεια των εργασιακών σχέσεων των καλλιτεχνών και την ανεπάρκεια των μέτρων στήριξής τους από την κυβέρνηση.
Αυτό που προτείνει για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είναι η γενναία επιδότηση των εργοδοτών, αυτών δηλαδή που έφεραν τους εργαζόμενους σε αυτό το χάλι. Οντας ταυτισμένος, όπως και η κυβέρνηση, με τις κατευθύνσεις του κεφαλαίου και της ΕΕ και για τον Πολιτισμό, δεν θίγει τον σκληρό πυρήνα των μέτρων που νομοθετούνται, πολλά από τα οποία συνεχίζουν όσα εκείνος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Σιωπά ή στέκεται αμήχανα απέναντι σε όλα τα κρίσιμα θέματα της κυβερνητικής πολιτιστικής πολιτικής, όπως η επιχειρηματική εκμετάλλευση, η φίμωση του προοδευτικού έργου στο διαδίκτυο κ.λπ. Στις πρόσφατες θέσεις του μάλιστα επικρίνει την κυβέρνηση ως «ανίκανη», λόγω του συντηρητισμού της, να ενσωματώσει στην πολιτική της τις μεταμοντέρνες επιταγές της ΕΕ για τη διασφάλιση του ιδεολογικού ελέγχου και της «κοινωνικής συνοχής».
Οπως δείχνει όμως μια σειρά τελευταίων πρωτοβουλιών του ΥΠΠΟΑ για τον σύγχρονο Πολιτισμό, σύντομα η κυβέρνηση θα ξεπεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτό το πεδίο.
Αυτή η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διαχωριστεί από την κυβερνητική πολιτική τον υποχρεώνει να εξαντλεί την κριτική του στην «αλαζονεία της κυβέρνησης» και στην «έλλειψη ευαισθησίας» απέναντι στην Τέχνη. Με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις για το θέατρο, με σκανδαλοθηρία και τεχνάσματα περιορίζει τις ευθύνες της υπουργού και του πρωθυπουργού στο θέμα του διευθυντή του Εθνικού, αφού ευθύνεται εξίσου για τη διατήρηση του κοινωνικού, οικονομικού, εργασιακού, νομοθετικού πλαισίου που αναπαράγει τα επικίνδυνα και αντιδραστικά αυτά φαινόμενα.
Απέναντι σ' αυτόν το βούρκο της αστικής πολιτικής και στον τομέα του Πολιτισμού, είναι ελπιδοφόρα η ανάπτυξη του μαζικού κινήματος των καλλιτεχνών και των άλλων εργαζομένων στον Πολιτισμό, κάτω από την ένταση των προβλημάτων επιβίωσής τους στις συνθήκες της πανδημίας.
Το ΚΚΕ στέκεται σταθερά στο πλευρό τους. Στήριξε και στηρίζει ολόπλευρα τον αγώνα τους, με τις δυνάμεις του στην πρώτη γραμμή του μαζικού κινήματος.
Πολύμορφες κινητοποιήσεις και δραστηριότητες σωματείων, φορέων, μεμονωμένων καλλιτεχνών, φοιτητών, σπουδαστών Καλλιτεχνικών Σχολών πραγματοποιήθηκαν σε όλη την Ελλάδα και, παρά τα περιοριστικά μέτρα, συνεχίζονται με διάφορους τρόπους.
Χιλιάδες εργαζόμενοι στην Τέχνη και τον Πολιτισμό συσπειρώθηκαν ή γράφτηκαν για πρώτη φορά στα σωματεία τους, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα της συλλογικής οργάνωσης και της αλληλεγγύης των εργαζομένων. Νέα παραρτήματα σωματείων ιδρύθηκαν σε πόλεις, μαζικές διαδικασίες οργάνωσης και συντονισμού της πάλης, συμπόρευσης μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων καλλιτεχνών και άλλων εργαζομένων αναπτύχθηκαν τους προηγούμενους μήνες. Ενας αναζωογονητικός αέρας φύσηξε στο χώρο του Πολιτισμού, που έφερε και κάποια μικρά αποτελέσματα.
Ωστόσο τα προβλήματα - αν και αποτελούν την αντικειμενική βάση για την ανάπτυξη αγωνιστικών διαθέσεων - δεν ριζοσπαστικοποιούν από μόνα τους τη συνείδηση. Δεν είναι καθόλου εύκολο να διατηρηθούν οι αγωνιστικές διαθέσεις στα νέα και άπειρα από το κίνημα και τους κλυδωνισμούς του τμήματα των εργαζομένων που εισέρχονται σε αυτό.
Το σύστημα, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι κυβερνήσεις, οι άλλες αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις που δρουν και στο κίνημα, έχουν μεγάλη πείρα στο να ρίχνουν κατάλληλα συνθήματα και αιτήματα, να παίρνουν πολιτικά μέτρα για να παγιδεύσουν αυτά τα τμήματα και να τα σύρουν στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας, να σπείρουν το «διαίρει και βασίλευε», το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», το «όλοι εναντίον όλων». Πρόκειται για μια προσπάθεια που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ετσι, χρειάζεται να συνεχιστούν και να δυναμώσουν οι πρωτοβουλίες στο κίνημα με τη δράση και με την τέχνη, η εύστοχη ιδεολογική - πολιτική διαπάλη και η έκφρασή της στις δραστηριότητες, το πλαίσιο πάλης, τα αιτήματα, ο συντονισμός με τα άλλα τμήματα των εργαζομένων που υποφέρουν από τον ίδιο ταξικό αντίπαλο.
Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται δουλειά για να πολλαπλασιαστούν οι φωνές αμφισβήτησης όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά συνολικότερα του συστήματος της εκμετάλλευσης. Ενός συστήματος που εχθρεύεται την αφυπνιστική τέχνη και πετά στο περιθώριο της εργασίας και της ζωής ολόκληρα τμήματα της πιο πολύτιμης παραγωγικής δύναμης, που είναι ο εργαζόμενος άνθρωπος.