ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ.--
«Ο καιρός κατά τον οποίο οι ΗΠΑ υποχωρούσαν απέναντι στις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας (...) έχει παρέλθει», ανέφερε ο Μπάιντεν, λέγοντας ότι το είχε διαμηνύσει αυτό στην πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Ρώσο ομόλογό του.
Αναφερόμενος στην Κίνα, τη χαρακτήρισε «τον πιο σοβαρό ανταγωνιστή» των ΗΠΑ, δηλώνοντας από την άλλη έτοιμος να συνεργαστεί εφόσον κάτι τέτοιο είναι προς το συμφέρον της Ουάσιγκτον. «Θα αντιμετωπίσουμε (...) ευθέως τις προκλήσεις που θέτει για την ευημερία μας, την ασφάλεια και τις δημοκρατικές αξίες (...) Θα αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές καταχρήσεις της Κίνας (...) τις επιθέσεις της στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην πνευματική ιδιοκτησία και την παγκόσμια διακυβέρνηση. Αλλά είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε με το Πεκίνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον της Αμερικής», είπε χαρακτηριστικά.
Τα ίδια επανέλαβε το Σαββατοκύριακο σε συνέντευξή του στο αμερικανικό δίκτυο CBS, όπου προειδοποίησε το Πεκίνο ότι η αντιπαλότητα στις διμερείς σχέσεις ενδέχεται να μορφοποιηθεί σε έναν «ακραίο ανταγωνισμό», μολονότι δήλωσε πως προτιμά να αποφύγει μια μεταξύ τους σύγκρουση.
Προετοίμασε επίσης το έδαφος απέναντι στη σύμμαχο των ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, για «τερματισμό του πολέμου» στην Υεμένη, ανακοινώνοντας ότι οι ΗΠΑ σταματούν να στηρίζουν τις εκεί στρατιωτικές επιχειρήσεις. Σε μια προσπάθεια πάντως να καθησυχάσει τη σαουδαραβική μοναρχία, διαβεβαίωσε ότι θα συνεχίσουν να τη βοηθούν να υπερασπιστεί «την εθνική της κυριαρχία και τα εδάφη της», προϊδεάζοντας για το στήσιμο ενός μεγάλου παζαριού με το Ιράν.
Σε ό,τι αφορά το Ιράν, ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε ότι οι κυρώσεις εναντίον του δεν θα αρθούν όσο η Τεχεράνη «δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της» για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Από την άλλη ο Ιρανός ανώτατος Σιίτης ιερωμένος, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, κάλεσε τις ΗΠΑ να άρουν πρώτες όλες τις κυρώσεις σε βάρος του Ιράν αν επιθυμούν από την Τεχεράνη να ανακαλέσει τα βήματα που έκανε στον πυρηνικό τομέα.
Αναφερόμενος τέλος στο πραξικόπημα στη Μιανμάρ, ο Μπάιντεν κάλεσε το στρατό να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς και να αφήσει ελεύθερους τους ακτιβιστές και τους αξιωματούχους που έχουν συλληφθεί. Πρόσθεσε ότι δεν θα πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται βία για να αναιρεθεί το αποτέλεσμα μιας αξιόπιστης εκλογικής διαδικασίας.
Νωρίτερα, η - μοιρασμένη «50-50» ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους - Γερουσία ενέκρινε με την ψήφο της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις σχέδιο προϋπολογισμού που θα επιτρέψει να εγκριθεί το πακέτο των 1,9 τρισ. δολαρίων για νέα ισχυροποίηση των μονοπωλίων, με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού.
Σε ό,τι αφορά τα εκατομμύρια των Αμερικανών εργαζομένων που έχασαν τη δουλειά τους, η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν διαμήνυσε ότι δεν θα βρουν δουλειά πριν από το 2022.
Κατά τ' άλλα, σήμερα αναμένεται να ξεκινήσει στη Γερουσία η δίκη του τέως Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, με την κατηγορία της υποκίνησης εξέγερσης, κατά τα έκτροπα της 6ης Γενάρη στο Καπιτώλιο.
Οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές εξακολουθούν να αντιδρούν, χαρακτηρίζοντας τη δίκη «χάσιμο χρόνου» και «αντισυνταγματική» και δίνοντας έτσι συνέχεια στη βαθιά ενδοαστική κόντρα, που δεν πρόκειται να σταματήσει.