Τετάρτη 30 Δεκέμβρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΝΕΟΛΑΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
«Λογολογίες»

Κείμενα για τη Θεωρία της Λογοτεχνίας του Βασίλη Αλεξίου

Βασίλης Αλεξίου,Λογολογίες, θεωρητικές δομές στη γλώσσα και τη λογοτεχνία, επίμετρο Στέφανος Ροζάνης, «Παπαζήσης», Αθήνα 2018, σ. 334

«[...] η απίσχναση, μέσα από την υποχρηματοδότηση ή την πλήρη εγκατάλειψη των ανθρωπιστικών επιστημών (εκτός των εργαλειακών ή καθαρά προπαγανδιστικών πλευρών τους), η κυριαρχία σ' αυτές του laisser - faire και η κυριαρχία ενός ανταγωνισμού χωρίς καμιά σχεδόν αναφορά σε κάποια ηθική, πολιτική ή κοινωνική υπευθυνότητα, πέρα από τη στήριξη σε μια τεχνοκρατούμενη, αξιολογική δήθεν ουδετερότητα, έχουν ως συνέπεια μια προϊούσα αποικιοποίηση, σε ό,τι αφορά και την παραγωγή της σκέψης από τους νόμους της φιλελεύθερης αγοραίας οικονομίας. Αποικιοποίηση που δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά πως σε ένα σημαντικό βαθμό η σύγχρονη επιστημονική και διανοούμενη παραγωγή φέρει πάνω της τη σφραγίδα του εμπορεύματος, τόσο με την έννοια ότι (κατατιθέμενη σε papers, βιογραφικά κ.ο.κ) παράγεται για ν' αυξήσει την διανοούμενη εμπορική αξία της προσωπικότητας [...]όσο και γιατί [...] θα πρέπει να περιτυλιχθεί την ετικέτα της απόλυτης πρωτοτυπίας, του novum, που υπακούοντας στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το οποίο όταν δεν επεκτείνεται - στη γλώσσα της κυκλοφορίας: Οταν δεν προσφέρει κάτι νεότερο - μειονεκτεί στον ανταγωνισμό».

Αυτά επισημαίνει ο Βασίλης Αλεξίου σε μία από τις «θεωρητικές δοκιμές» που συγκροτούν το τελευταίο του βιβλίο με τον ευρηματικό τίτλο «Λογολογίες», ο οποίος εύστοχα δηλώνει την πρόθεση του συγγραφέα να συγκεντρώσει κείμενα που γράφτηκαν με διάφορες αφορμές, «ως λόγος που προέκυψε από τη συνομιλία με τον λόγο των άλλων».

Το συγκεκριμένο δοκίμιο αναφέρεται σε ένα από τα πιο σημαντικά και ακανθώδη θεωρητικά ζητήματα της Γλωσσολογίας και της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, τη μεταφορά. Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο επέλεξα να παραθέσω το συγκεκριμένο απόσπασμα, ανάμεσα στα πολλά που κέντρισαν την προσοχή μου, είναι γιατί αποκαλύπτει τη θέση του συγγραφέα απέναντι στο φαινόμενο της εμπορευματοποίησης της σκέψης και της γνώσης, φαινόμενο που έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στις σύγχρονες συνθήκες της σήψης και της παρακμής του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια θέση - άποψη, διατυπωμένη με παρρησία, η οποία φανερώνει τη στάση ζωής και το ήθος του συγγραφέα, τόσο ως κριτικού όσο και ως ακαδημαϊκού δασκάλου.

Αυτό το κριτικό ήθος, τόσο σπάνιο στις μέρες μας, δεν έχει καμία σχέση με την «τεχνοκρατούμενη, αξιολογική δήθεν ουδετερότητα». Αντίθετα, έχει διαστάσεις πολιτικές και κοινωνικές, αντανακλάται σε όλα τα κείμενα του βιβλίου και διαμορφώνει το ύφος και την κριτική οπτική του συγγραφέα. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε όταν ο συγγραφέας διερευνά την «ηθική του λόγου» του Μιχαήλ Μπαχτίν, όταν γράφει για την «αργοπορημένη» συνάντησή του με την ποίηση του Ρίτσου, όταν επιχειρεί τη συγκριτική ανάγνωση του έργου του Μπρεχτ και του Βάρναλη, όταν ερμηνεύει την πεζογραφία του Δ. Χατζή, για να αναφέρω ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα.

Θεωρητικό εργαλείο του Αλεξίου για την προσέγγιση των κειμένων είναι η Θεωρία της Λογοτεχνίας, ένα δύσκολο, χαοτικό και - σε πολλές περιπτώσεις - αμφιλεγόμενο επιστημονικό πεδίο. Ωστόσο, επειδή ο ίδιος γνωρίζει σε βάθος, όπως άλλωστε φαίνεται και στα κείμενά του, όλες τις νεότερες θεωρητικές τάσεις, ταυτόχρονα όμως διαθέτει τόσο την αναγκαία φιλολογική σκευή για να προσεγγίζει ερμηνευτικά τα κείμενα, όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ξένης λογοτεχνίας, όσο και την ικανότητα να σκέφτεται διαλεκτικά, δεν αποδέχεται τις απόψεις της σύγχρονης λογοτεχνικής θεωρίας ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες, όπως συμβαίνει συνήθως στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά τις εξετάζει κριτικά σε σχέση με την ιστορική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Ετσι, πετυχαίνει να διαμορφώσει μια διαλεκτική κριτική οπτική με σαφή μαρξιστικά χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, η επιλογή του δοκιμίου ως κειμενικού είδους για να εκφράσει τις απόψεις του, του επιτρέπει να κινηθεί με την ελευθερία του λογοτέχνη σε ένα πεδίο επιστημονικό, όπως είναι η Θεωρία της Λογοτεχνίας, και να σπάσει το φράγμα μιας αυστηρής και πολλές φορές αποστεωμένης ορολογίας, χωρίς ωστόσο να γίνεται ανακριβής. Εξοχο δείγμα αυτού του συνδυασμού της διαλεκτικής οπτικής με τη λογοτεχνική γραφή είναι το δοκίμιό του για τα όρια της μεταφοράς (Τα όρια της μεταφοράς και οι μεταφορές των ορίων, σελ. 37 - 60).

Το βιβλίο του Βασίλη Αλεξίου είναι σημαντικό και αξίζει να διαβαστεί από όσους αγαπούν και μελετούν τη λογοτεχνία, γιατί σε μια εποχή όπου ο οδοστρωτήρας του μεταμοντερνισμού έχει οδηγήσει στην άνευ όρων και ορίων απομυθοποίηση έργων και συγγραφέων, στην άνευ όρων και ορίων αποδόμηση της λογοτεχνικής αξίας, επιχειρεί να υπερασπιστεί τη «χαμένη τιμή» της λογοτεχνίας, με γνώση, με παρρησία και κυρίως με ήθος. Προπαντός, όμως, αξίζει να διαβαστεί για έναν ακόμα λόγο που ο συγγραφέας τον επισημαίνει, με αγωνία θα έλεγε κανείς, στην υποδειγματική συγκριτική μελέτη του έργου του Βάρναλη και του Μπρεχτ (σελ. 129 - 143), την οποία είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στο Επιστημονικό Συνέδριο του ΚΚΕ για τον Βάρναλη. Γράφει:

«Υπάρχει όμως ένας επιπλέον λόγος που στις μέρες μας, στους δικούς μας σκοτεινούς καιρούς, κάνει επιτακτικά αναγκαίο το να υπερασπίσουμε το έργο τους, τη ζωντάνια τους, τους αγώνες και τις αγωνίες τους. Για να μη σκυλευτεί η μνήμη τους, η φωνή τους, για να μην αδειάσει η τέχνη τους από την επαναστατική αλήθεια των κάτω και του "κάτω" που περιέχει, "για να μη γίνει εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης και της κομφορμιστικής της παράδοσης". Και αυτόν το λόγο μάς τον θυμίζει ο αγαπημένος φίλος του Μπρεχτ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στον οποίο ανήκουν τα λόγια που μόλις είπα και αυτά με τα οποία αμέσως σε λίγο θα κλείσω:

"Ούτε οι νεκροί θα είναι ασφαλείς, αν ο εχθρός νικήσει. Και αυτός ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά"».


Μαρία Κ. ΠΕΣΚΕΤΖΗ
Διδάκτωρ Φιλολογίας


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ