Μελέτη του χώρου παρουσίασε η ICAP. 577 δισ. δρχ. δόθηκαν από τα νοικοκυριά, το 2001, για ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης
Τους ευνοϊκούς όρους που δημιούργησε η κυβερνητική εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση» για την ιδιωτική εκπαίδευση και το οικονομικό βάρος που επωμίζονται οι ελληνικές οικογένειες έρχεται να επιβεβαιώσει μελέτη της ICAP, που αφορά στην πορεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με έμφαση στις εξελίξεις που ακολούθησαν την «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1997».
Η εν λόγω έρευνα ξεκινάει από μια πρώτη διαίρεση του ιδιωτικού τομέα στο χώρο της τυπικής (ιδιωτικά σχολεία) και της μη τυπικής εκπαίδευσης (φροντιστήρια, ιδιαίτερα, ξένες γλώσσες κλπ.). Επισημαίνει δε για τη «μεταρρύθμιση»: «Η βραχυπρόθεσμη επίδραση της αναστάτωσης που προκλήθηκε στη δημόσια Παιδεία από την εφαρμογή των νέων μέτρων λειτούργησε ευνοϊκά για τα ιδιωτικά σχολεία, τα οποία γνώρισαν αύξηση της ζήτησής τους, τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη του κλάδου βελτιώθηκαν, ενώ παρατηρούνται και τάσεις διεύρυνσης της προσφοράς».
Με βάση τα στοιχεία από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ για να εκτιμήσει το ύψος των ιδιωτικών δαπανών για εκπαίδευση, προκύπτει ότι το 2001 οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών ήταν περίπου 577 δισ. δραχμές. Από το σύνολο των ιδιωτικών δαπανών γενικής εκπαίδευσης μόλις το 23,1% αφορά στην τυπική εκπαίδευση, ποσοστό χαμηλότερο αν συνυπολογιστεί το μερίδιο δαπανών για εξωσχολικές δραστηριότητες (σχολές χορού κλπ.).
Σχετικά με τη ζήτηση και την προσφορά για τα ιδιωτικά σχολεία είναι γεωγραφικά συγκεντρωμένες στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, με την Αττική μάλιστα να απορροφά, το 2000/2001 63,2% των σχολείων και 72,7% των μαθητών του συνόλου της επικράτειας (εκτός της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης).
Οπως επισημαίνεται και στη μελέτη της ICAP, «η μη τυπική εκπαίδευση ευνοήθηκε από τη φύση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και εκμεταλλευόμενοι την απουσία αντίστοιχης δημόσιας παροχής, οι ιδιωτικοί φορείς κατέκτησαν γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος ενός κλάδου που διογκώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς την τελευταία εικοσαετία. Στις περίπου 87.000 των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων, τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα έχουν να αντιτάξουν μια αγορά περίπου 450.000 μαθητών, ενώ σε 1 εκατομμύριο εκτιμάται ο αριθμός όσων προσφεύγουν σε μαθήματα ξένων γλωσσών».