ΒΗΡΥΤΟΣ.--
Η αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας που προκαλεί η παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση, η νέα υποτίμηση της λιβανέζικης λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου και η εκτόξευση της ακρίβειας (κυρίως σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης) ξαναβγάζουν τον λιβανέζικο λαό στους δρόμους.
Χτες ήταν η τρίτη μέρα του νέου γύρου λαϊκών κινητοποιήσεων σε κεντρικές λεωφόρους βορειοανατολικών και νότιων προαστίων της Βηρυτού, μετά την πραγματοποίηση διαδηλώσεων το Σαββατοκύριακο έξω από το «στρατηγείο» της Κεντρικής Τράπεζας Λιβάνου.
Αφορμή έδωσε η ανακοίνωση του διοικητή της Τράπεζας του Λιβάνου, Ριάντ Σαλαμίχ, για ρύθμιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την πώληση 3.200 λιβανέζικων λιρών έναντι ενός δολαρίου. Η τιμή θεωρείται κατώτερη από τη συναλλαγματική ισοτιμία στη «μαύρη αγορά», που κυμαίνεται σε τουλάχιστον 4.000 λιβανέζικες λίρες ανά δολάριο. Ως εκ τούτου, τη Δευτέρα τα περισσότερα ανταλλακτήρια συναλλάγματος σταμάτησαν να ανταλλάσσουν λιβανέζικες λίρες με δολάρια.
Ο Λιβανέζος πρωθυπουργός Χασάν Ντίαμπ κατηγόρησε τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ότι ενορχηστρώνει την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος για να καλύψει αμφιλεγόμενες πρακτικές, που υποδηλώνουν φυγή μεγάλων κεφαλαίων σε τράπεζες και «φορολογικούς παραδείσους» του εξωτερικού.
Ο Λίβανος, μία μικρή χώρα περίπου 5 εκατομμυρίων κατοίκων, με ανεκμετάλλευτα ακόμα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου, έχει βυθιστεί την τελευταία διετία σε βαθιά οικονομική κρίση, που επιδεινώνεται και από την πανδημία του κορονοϊού. Περίπου το 45% του πληθυσμού ζουν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ για φέτος το ΔΝΤ προβλέπει συρρίκνωση της λιβανέζικης οικονομίας κατά 12%.