Ο Μποστ |
Ολοι οι ηθοποιοί ήταν εκεί παρόντες, ενεργά και με καλλιτεχνικό τρόπο έδωσαν μια απολαυστική παράσταση. Η Μίνα Αδαμάκη μεστή, έμπειρη, με λεπτή αίσθηση της σάτιρας, μας έδωσε μια καίρια καλόγρια, ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος με σαρκαστικό τρόπο έπαιξε το ρόλο του Οιδίποδα, όπως και την «Αντιγόνη» της η Μπέττυ Αποστόλου, μειλίχιος ο «Ευριπίδης» του Γιάννη Δρακόπουλου, απολαυστικός ο Γεράσιμος Σκαφιδάς στο ρόλο της τροφού, δηλώνοντας με αριστοφανικό τρόπο την «Θεατρο-Τεχνική» του καταγωγή, η Αννα Κλάδη ζωντανή, με ευκινησία και πειστική με τις υποκριτικές της εναλλαγές στον Ψαρά/Εξάγγελο, πολύ καλός στο ρόλο του Ιάσονα ο Νίκος Πουρσανίδης. Ολοι οι ηθοποιοί ήταν συντονισμένοι στο είδος του θεάτρου αυτού, όπου καθόλου εύκολο δεν είναι να κρατηθούν το μέτρο και ο υψηλός του στόχος. Τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα και τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου συνεπικουρούν στη δημιουργία της παράστασης, καθώς και η πρωτότυπη μουσική της Mόνικας, η οποία έδωσε ένα πολύ καλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Ο Μέντης Μποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1918. Το 1920 μετακόμισε με την οικογένειά του στη Ρουμανία. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1942, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έγινε μέλος του ΕΑΜ και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Από το 1973 δημοσιεύει αντιδικτατορικά σκίτσα σε διάφορα περιοδικά. Πολυτάλαντος, κειμενογράφος, σκιτσογράφος, συγγραφέας, δίνει το δικό του προσωπικό στίγμα στο χώρο της τέχνης και της πολιτικής. Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του η γελοιοποίηση, ο σαρκασμός, η σάτιρα μέσα όμως από τη σχολή του Πόνου, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. «Πώς θες να σε καταλάβω αν δεν έχεις κλάψει». Και σαν γνήσιος λαϊκός άνθρωπος με ένστικτο ισχυρό, που μόνο ένας καλλιτέχνης μπορεί να έχει, μετέτρεψε μύθους σε έναν πλούτο χρωμάτων, γέλιου, παραφροσύνης, υπόγειας σατιρικής διάθεσης. Ο Μέντης Μποσταντζόγλου έχει βαθιά συγγένεια με μεγάλους και σπουδαίους ανθρώπους της τέχνης (Θεόφιλο, Εγγονόπουλο, Αριστοφάνη).
Ο ίδιος περιγράφει (σαρκαστικά) τον εαυτό του:
«Ο,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το "αεικίνητον", το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των "μεγάλων". O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον "επαναστατικά", π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Νομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Το ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας. Με τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. "Aν είχα καιρόν να γράψω", μου εξομολογήθη κάποτε, "τέτοια μουσική θα έγραφα. Ο,τι γράφει αυτός, μ' αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Ετσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Τι λες εσύ;"».