Η πλατιά συμμετοχή του κόσμου στις πρόσφατες κινητοποιήσεις με αφορμή αυτές τις εξελίξεις δείχνει πως το θέμα έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της διάσωσης δύο - τριών κινηματογράφων. Στην πράξη έχει μετατραπεί σε αγώνα για την υπεράσπιση του καλλιτεχνικού κινηματογράφου, απέναντι στην αισθητική ισοπέδωση από τις διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μεγαθήρια της κινηματογραφικής παραγωγής και διανομής, αλλά και για την προάσπιση της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου, απέναντι στην προσπάθεια να μετατραπούμε σε βολικές στη χειραγώγηση ατομικότητες, που απομονωμένοι στους 4 τοίχους του σπιτιού μας θα τηλε-εργαζόμαστε και θα τηλε-ψυχαγωγούμαστε μέσα από τα λάπτοπ και τα κινητά.
Στην ουσία του, όμως, είναι ένας αγώνας βαθιά πολιτικός, αφού γύρω από το θέμα συγκρούονται τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα, για κερδοφόρα επένδυση συσσωρευμένων κεφαλαίων, με τις ανάγκες ενός πλήθους ανθρώπων: Από τους φίλους του κινηματογράφου, τους δημιουργούς, τους εργαζόμενους και τους επαγγελματίες του, μέχρι όλους τους λαϊκούς ανθρώπους του κέντρου αυτής της πόλης, οι οποίοι βλέπουν να εκτοπίζονται σταδιακά από τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, τους χώρους όπου εργάζονται, συναντιούνται, ψυχαγωγούνται.
Χορός εκατομμυρίων ευρώ γίνεται στην αγορά ακινήτων, κυρίως του κέντρου της Αθήνας, ειδικά από το 2018, από τότε δηλαδή που ψηφίστηκε ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση φορέα αναπλάσεων της Αθήνας, μέχρι τον «μεγάλο περίπατο» της ΝΔ, που μαζί της τον επικύρωσαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Από τα 400 εκατ. ευρώ που ήταν οι ξένες επενδύσεις στα ακίνητα το 2017, εκτινάχθηκαν στο ενάμισι δισ. το 2019 και το 2022 έφτασαν στα 2 δισ.! Ομολογουμένως «είναι πολλά τα λεφτά...» και λίγοι οι προς εκμετάλλευση χώροι στο κέντρο της Αθήνας. Τα τετραγωνικά των δύο κινηματογράφων δεν μπορεί να σπαταλιούνται για «περιττά» και «αστεία» πράγματα όπως η Τέχνη. Εδώ μιλάμε για μπίζνες!
2023-Petros Gkotsis |
Ενας κρατικός φορέας, ο e-EΦΚΑ, ιδιοκτήτης των κτιριακών συγκροτημάτων που στεγάζουν τους δύο κινηματογράφους, σαν γνήσιος επιχειρηματίας - καπιταλιστής αρνείται να συμπεριλάβει στους όρους του διαγωνισμού μακροχρόνιας εκμίσθωσής τους τη διατήρηση των κινηματογράφων. Τα δε αρμόδια υπουργεία, Περιβάλλοντος - Ενέργειας και Πολιτισμού, έχουν ανοίξει μια παρτίδα πινγκ πονγκ, με το δεύτερο πρόσφατα να δηλώνει στεγνά ότι οι συγκεκριμένοι κινηματογράφοι δεν πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν νεότερα μνημεία. Δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε: Τι εμποδίζει το υπουργείο Πολιτισμού να προβεί στον χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων, όπως το είχε κάνει στο παρελθόν για δεκάδες κινηματογράφους; Και τι άλλαξε από τον Δεκέμβριο του 2022, από τότε δηλαδή που απαντώντας σε σχετική κοινοβουλευτική Ερώτηση του ΚΚΕ το υπουργείο Πολιτισμού εγκωμίαζε με πρωτοφανή γλαφυρότητα και γαλαντομία την αρχιτεκτονική και ιστορική αξία των δύο κινηματογράφων;
Ρητορικές οι ερωτήσεις, γιατί ξέρουμε την απάντηση. Αυτό που άλλαξε είναι ότι οι επενδυτές έθεσαν κατηγορηματικά τις απαιτήσεις τους. Τώρα δεν υπάρχουν περιθώρια για φιλολογικές αναλύσεις. Τώρα πέφτουν τα προσωπεία και αποκαλύπτεται η ωμή αλήθεια: Οτι το κράτος και η κυβέρνηση φροντίζουν για την ευημερία των επενδυτών, των επιχειρηματικών ομίλων, όχι για τις δικές μας ανάγκες. Οπως το κάνουν άλλωστε και όλες οι κυβερνήσεις, που χτες, σήμερα και αύριο ορκίζονται στην «ανταγωνιστικότητα» και στη «βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας».
Οσο για την τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας, ο προβληματισμός στα αστικά επιτελεία και κόμματα φαίνεται να επικεντρώνεται στα ποσοστά με τα οποία θα εκπροσωπηθούν στην τουριστική αγορά οι ξενοδοχειακοί όμιλοι, σε σχέση με τους ομίλους που διαχειρίζονται τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι είτε με τον «προς το λαϊκότερο» τουρισμό των Airbnb, είτε με τον ξενοδοχειακό των πολυτελών απαιτήσεων, το κέντρο της Αθήνας θα γίνει ακόμη ακριβότερο και απλησίαστο για τον λαϊκό κόσμο της πόλης.
Αυτό άλλωστε είναι το νόημα του πολεοδομικού όρου «εξευγενισμός» (gentrification), που καλύπτει το φαινόμενο των αλλαγών χρήσης σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας. Η εκκαθάρισή τους από το «αγενές» και «απολίτιστο» λαϊκό πλήθος, την πλέμπα.
Κι όμως, σ' αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της Τέχνης οφείλεται η εχθρότητα του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων απέναντι στον καλλιτεχνικό κινηματογράφο. Γιατί ο κινηματογράφος, ως πιο διεισδυτικός και μαζικός από τα άλλα είδη Τέχνης, μπορεί να αναπτύξει στο έπακρο την εξανθρωπιστική δύναμή της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο πλήττονται και οι μεμονωμένες αίθουσες. Χωρίς αίθουσες ανεξάρτητες από τους μεγάλους ομίλους της διανομής, δύσκολα θα επιβιώσει και ένας κινηματογράφος ανεξάρτητος από την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι για να έχουμε ανεξάρτητο κινηματογράφο και αίθουσες προβολής του, χρειάζεται πολιτική σύγκρουσης με τα συμφέροντα των μεγαλοξενοδόχων, των μεγαλοκατασκευαστών, των επενδυτών, των ομίλων διανομής κινηματογραφικού έργου. Με λίγα λόγια, για να κερδίσουμε τον Πολιτισμό και τη ζωή που μας αξίζει, πρέπει να χάσει το κεφάλαιο.
Αυτήν την αλήθεια τρομάζουν μόνο που την ακούν οι κάθε απόχρωσης σημαιοφόροι της «ανάπτυξης», που ανταγωνίζονται για το ποιος είναι πιο άξιος να εκπροσωπήσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ομίλων. Από τη στιγμή που συνειδητοποιείται ο πραγματικός ρόλος τους, από τη στιγμή που διαλύεται οποιαδήποτε ψευδαίσθηση και παύει οποιαδήποτε προσμονή από τους επίδοξους σωτήρες των αστικών κομμάτων, τότε είναι που ανοίγεται η ελπίδα για τον κόσμο της εργασίας.
Ετσι, ελπίδα υπάρχει για τη σωτηρία της κινηματογραφικής Τέχνης και των αιθουσών προβολής της. Αυτή όμως βρίσκεται στη συνέχιση και κλιμάκωση αυτού του αγώνα, με συντονισμένες πρωτοβουλίες των μαζικών οργανώσεων των καλλιτεχνών, των φοιτητικών συλλόγων και των συλλόγων σπουδαστών των Καλλιτεχνικών Σχολών. Η ελπίδα βρίσκεται στα 2,5 εκατομμύρια των εργαζομένων που κατέβηκαν στον δρόμο για να μη ζήσουμε άλλα «Τέμπη», στους μεγάλους αγώνες που αναπτύσσονται όλο αυτό το διάστημα για τον Πολιτισμό, την Υγεία, την Παιδεία, το νερό, παράλληλα με το τεράστιο απεργιακό κύμα στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η ελπίδα, με λίγα λόγια, βρίσκεται στην πιο ωραία «ταινία», που τη γυρίζουν οι λαοί και που στον τίτλο της μεγάλης οθόνης της γράφει το σύνθημα των Γάλλων εργαζομένων, «Δεν εγκαταλείπουμε τίποτα, θα τα ανακτήσουμε όλα». Συμπληρωμένο όμως με τη φράση «θα τα κατακτήσουμε όλα», ακόμα και την εξουσία, οικονομική και πολιτική. Την εξουσία που στη θέση της αναρχίας της καπιταλιστικής αγοράς, και των πόλεων - εκτρωμάτων που αυτή αναπλάθει, θα βάλει τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό για πόλεις στα μέτρα των ανθρώπων, και στη θέση των κάθε λογής πολιτιστικών απορρυπαντικών του μυαλού και του συναισθήματος θα βάλει την Τέχνη που «τη ζωή ανεβάζει».