ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 7 Ιούνη 2014 - Κυριακή 8 Ιούνη 2014
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΓΙΑ «ΧΑΛΑΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ» ΣΤΗΝ ΕΕ
Ανασκουμπώνονται όσοι αναζητούν άλλο μείγμα αντιλαϊκής διαχείρισης

Ο Ρέντσι ισχυρίζεται ότι «η Ιταλία αλλάζει κατεύθυνση και είναι η ώρα να αλλάξει η Ευρώπη». Η «αλλαγή» αυτή όμως δεν αλλάζει τα αντιλαϊκά μέτρα
Ο Ρέντσι ισχυρίζεται ότι «η Ιταλία αλλάζει κατεύθυνση και είναι η ώρα να αλλάξει η Ευρώπη». Η «αλλαγή» αυτή όμως δεν αλλάζει τα αντιλαϊκά μέτρα
Οτι στο εσωτερικό της ΕΕ δημιουργούνται «τάσεις» για «μέτρα ανακούφισης και στήριξης των λαϊκών οικογενειών», θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος, παρακολουθώντας την καθημερινή ειδησεογραφία σχετικά με την ενίσχυση όσων ζητούν «χαλάρωση της λιτότητας». Αγαπημένο πρότυπο των αστικών ΜΜΕ - το τελευταίο διάστημα - είναι ο Ιταλός πρωθυπουργός που φέρεται να δηλώνει ότι με το που θα αναλάβει η Ιταλία την ευρωπαϊκή προεδρία (από 1η Ιούλη δηλαδή) θα ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για χαλάρωση της «αυστηρής λιτότητας». Μάλιστα, ο Ματέο Ρέντσι εμφανίζεται ως ο «μπροστάρης» που «θέλει να αλλάξει την Ευρώπη», αλλά και διατεθειμένος να ενώσει όλο τον «ευρωπαϊκό Νότο» (Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία) που πλήττεται από τις πολιτικές λιτότητας, σε αντίθεση - υποτίθεται - με τον ευρωπαϊκό Βορρά.

Μάλιστα, τη βδομάδα που πέρασε, το ενδεχόμενο να ανοίξει παράθυρο για «χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας» εμφανίστηκε να υποστηρίζει και ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομίας Ολι Ρεν, πρωτοπόρο στέλεχος της λυκοσυμμαχίας (από το στρατόπεδο των «φιλελευθέρων»), στην προώθηση μιας σειράς αντιλαϊκών μέτρων, αλλά και στην οξεία κριτική όσων - για τον έναν ή άλλο λόγο - καθυστέρησαν την αντεργατική επίθεση. «Στήριξη Ρεν στη γραμμή Ρέντσι», έσπευσαν να σημειώσουν εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, ελπίζοντας να καλλιεργήσουν αυταπάτες πως «στην Ευρώπη κάτι αλλάζει», «οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν μπορούν να κλείσουν τα μάτια στα προβλήματα του κόσμου», «αναγκάζονται να ψάξουν λύσεις» κλπ. Την ίδια «εικόνα» (περί «ρωγμών» ή «ταλαντεύσεων» σχετικά με την αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ) ενισχύουν και τοποθετήσεις και από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Συγκεκριμένα, ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Μίκαελ Ροτ, δήλωσε: «Πρέπει να χαλαρώσει το Σύμφωνο Σταθερότητας σε τομείς που είναι επένδυση για το μέλλον, όπως η Παιδεία, η Ερευνα, οι Υποδομές και η Απασχόληση. Οι τομείς αυτοί πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις υπόλοιπες δαπάνες του κράτους. Δεν πρέπει να υπολογίζονται στο δημόσιο χρέος. Διαφορετικά, οι υπερχρεωμένες χώρες δεν θα μπορέσουν ποτέ να επενδύσουν στο μέλλον τους. Εάν ένα κράτος, στοχευμένα, επενδύει στην απασχόληση και την εκπαίδευση, δεν θα πρέπει να του βάζουμε εμπόδια».

«Χαλάρωση», αλλά για το κεφάλαιο και την εξασφάλιση της κερδοφορίας του

Αντίστοιχες φωνές «διαμαρτυρίας» ενάντια στην πολιτική της λιτότητας υψώνουν άλλωστε μεγάλα τμήματα της πλουτοκρατίας και χωρίς τη διαμεσολάβηση του πολιτικού της προσωπικού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελληνικού Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών. «Οι πολιτικές μονομερούς και παρατεταμένης λιτότητας δεν θα λύσουν το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας του Νότου», τονίζουν από πέρσι ακόμα τα στελέχη του, ενώ εξίσου χαρακτηριστική είναι η «κριτική» στις ευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας που ασκούν ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη όπως π.χ. οι ΗΠΑ.

Βέβαια, αν εστιάσει κανείς καλύτερα στο πώς και γιατί μεθοδεύουν «χαλάρωση της λιτότητας» τέτοιες δυνάμεις, μπορεί να διαπιστώσει ότι πρόκειται για αντιπαράθεση για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης, σχετικά με το ποιες μερίδες της πλουτοκρατίας θα ενισχυθούν για να βγουν από την καπιταλιστική κρίση πρώτες και με καλύτερες προϋποθέσεις κερδοφορίας, ποιες μερίδες θα φορτωθούν μεγαλύτερο μέρος της χασούρας από την καταστροφή κεφαλαίου που αντικειμενικά συνεπάγεται η καπιταλιστική κρίση.

Για παράδειγμα, το αίτημα για «χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας», για μείωση της αυστηρότητας σχετικά με την προσαρμογή στο 3% που αφορά το έλλειμμα κάθε χώρας-μέλους, δεν αφορούν καμιά αγωνία για το πώς θα μείνουν λεφτά για την Υγεία, την Παιδεία, την Ασφάλιση των εργαζομένων. Το αντίθετο. Οσοι δηλώνουν να «εγκαταλείπουν» το ...δρόμο της λιτότητας, θέτουν ως προϋπόθεση την απαρέγκλιτη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των αναδιαρθρώσεων, των ανατροπών δηλαδή που εξασφαλίζουν πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης αλλά και της απελευθέρωσης τομέων οικονομίας, των ιδιωτικοποιήσεων, και ανοίγουν διάπλατα το δρόμο για επενδύσεις που θα δώσουν διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια. Ως απλός γραμματέας ακόμα του Δημοκρατικού Κόμματος, τον περασμένο Γενάρη, ο Ρέντσι τόνιζε πως η Ιταλία μπορεί να διαπραγματευτεί ενδεχόμενη χαλάρωση του ορίου για το δημόσιο έλλειμμα «αν πείσει ότι εφαρμόζει με σοβαρότητα τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία».

Αγωνία για το αν θα χαλαρώσουν οι όροι πειθαρχίας στο 3% έχει άλλωστε και η Γαλλία, η οποία (όπως και η Ιταλία) απέχει σημαντικά από το να πιάσει τους σχετικούς στόχους. Αυτό που νοιάζει όμως τις δύο (και όχι μόνο) συγκεκριμένες αστικές κυβερνήσεις είναι το αν θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν περιθώρια περαιτέρω στήριξης των μονοπωλίων που εδρεύουν στις χώρες τους, την ευελιξία να διαχειρίζονται τα δημόσια οικονομικά με άξονα το πώς θα εξαλείψουν πλεονεκτήματα των ανταγωνιστών τους. Για παράδειγμα, η πίεση που δέχονται η Ιταλία και η Γαλλία για δημοσιονομική πειθαρχία επιδρά στη δυνατότητα να προχωρήσουν σε κρατικές επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές ή άλλες ρυθμίσεις υπέρ των ιταλικών ή γαλλικών επιχειρήσεων. Η χαλάρωση σημαίνει να μπορεί να δίνει η κυβέρνηση περισσότερο κρατικό χρήμα στα μονοπώλια για επενδύσεις, να κάνει δημόσιες επενδύσεις, να μειώνει τη φορολογία του κεφαλαίου.

Φυσικά, το πόσο στηρίζονται οι Ιταλοί ή οι Γάλλοι βιομήχανοι δεν ενδιαφέρει μόνο τους ίδιους, αλλά και τους Γερμανούς «συναδέλφους» τους, ιδιαίτερα των ομοειδών κλάδων, αφορά την κατάταξη στον κλάδο, πανευρωπαϊκά αλλά και διεθνώς, το πώς και το αν κάθε εταιρεία εξασφαλίζει πρόσβαση σε νέες αγορές κλπ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως τόσο η ιταλική όσο και η γαλλική κυβέρνηση μπορεί να θέλουν χαλάρωση του ορίου του 3%, αλλά έχουν ήδη εξαγγείλει περικοπές δεκάδων δισ. ευρώ στις δημόσιες δαπάνες, χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Το μόνο που δε διαπραγματεύονται, επομένως, είναι η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης. Οπως και το ότι κάθε ευρώ που «εξοικονομούν» θα καταλήγει - άμεσα ή έμμεσα - στα ταμεία των πολυεθνικών που εκπροσωπούν.

Ο «μπροστάρης» Ρέντσι

Επιπλέον, το ίδιο το παράδειγμα της κυβέρνησης Ρέντσι βεβαιώνει τελικά για ποια ταξικά συμφέροντα δουλεύουν και οι «πολέμιοι» της λιτότητας.

Μόνο μέχρι το 2016 ο Ρέντσι έχει ξεκαθαρίσει ότι θα μειωθούν κατά 34 δισ. ευρώ οι δαπάνες του ιταλικού Δημοσίου, από τη μείωση της χρηματοδότησης των δήμων, 86.000 απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, περιορισμό δαπανών για Υγεία και Συντάξεις. Την επομένη των ευρωεκλογών, επαναλαμβάνοντας ότι «μητέρα όλων των μαχών είναι οι αλλαγές στην ιταλική αγορά εργασίας», έστειλε ουσιαστικά το μήνυμα ότι θα επιταχυνθούν οι αντεργατικές ανατροπές. Στα σχέδιά του είναι η διευκόλυνση των απολύσεων, η απλοποίηση της εργατικής νομοθεσίας (προς όφελος βέβαια των επιχειρήσεων), αλλά και ιδιωτικοποιήσεις κλπ. Η αφοσίωσή του στις ανάγκες της «ανταγωνιστικότητας» βεβαιώνει ότι δεν θα αργήσει να ανταποκριθεί και σε άλλες επισημάνσεις που γίνονται σε εκθέσεις του ΔΝΤ για την ιταλική οικονομία και την επιτακτικότητα να συνδεθεί ο μισθός με την παραγωγικότητα, την επέκταση και κυριαρχία των επιχειρησιακών συμβάσεων, τη μείωση του «κόστους» των απολύσεων κλπ.

Μόλις πριν λίγες μέρες, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε πέντε ευρωπαϊκές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας εξηγούσε πως «η Γερμανία δεν είναι εχθρός, είναι μοντέλο όσον αφορά την αγορά εργασίας». Την ίδια στιγμή, υπογράμμιζε ότι «χωρίς μια μεγάλη επένδυση στην απασχόληση και την ανάπτυξη, όλα τα μέτρα που συνδέονται με τη λιτότητα είναι σίγουρο ότι θα αποτύχουν», ομολογώντας ότι η απασχόληση και η ανάπτυξη που μπορεί να φέρει η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να είναι συνδεδεμένη με τη λιτότητα που τσακίζει τις λαϊκές ανάγκες.

Τέτοια είναι η «αλλαγή της Ευρώπης» που διακηρύσσει ότι επιδιώκει ο Ρέντσι. Αλλαγή που, ναι, μπορεί να αλλάξει την ταυτότητα των εκμεταλλευτών που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή (και όχι μόνο) αγορά, αλλά όσον αφορά τον αντεργατικό χαρακτήρα της κυρίαρχης πολιτικής δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα. Η εργατική τάξη θα συνεχίσει να μετρά στερήσεις και βάσανα, όλο και πιο μεγάλα, γιατί αυτό συνεπάγεται ο ίδιος ο κύκλος της καπιταλιστικής οικονομίας.


Α. Μ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ