ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Ιούνη 2009
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η κερδοφορία του κεφαλαίου φουντώνει την ακρίβεια

H πολιτική της «ελεύθερης αγοράς» και του «ανταγωνισμού», που με ευλάβεια και ...υποδειγματική προθυμία εφάρμοσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και εξακολουθεί να εφαρμόζει και η σημερινή, δηλώνοντας απερίφραστα την προσήλωσή της σ' αυτή, δεν είναι άλλη από την πολιτική που συναποφασίστηκε στην ΕΕ. Είναι αυτή που, σε συνδυασμό με τη λιτότητα στα λαϊκά εισοδήματα, δημιουργεί τα καθημερινά αδιέξοδα για εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, είναι η πολιτική που διευκολύνει τη συσσώρευση πλούτου και μεγαλύτερων κερδών για μια χούφτα μονοπώλια, που εδραιώνουν την κυριαρχία τους μέσα από την καταλήστευση των λαϊκών εισοδημάτων. Μόλις πριν λίγες μέρες ο υπουργός Ανάπτυξης Κ. Χατζηδάκης επαναλάμβανε ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να κινείται απαρέγκλιτα στο δρόμο της ...ευρωπαϊκής προοπτικής, όσον αφορά στη λειτουργία της αγοράς, την ώρα που χιλιάδες νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με ανυπέρβλητα αδιέξοδα. Είναι ακριβώς ο δρόμος που βρίσκεται στον αντίποδα εκείνου που έχουν ανάγκη τα λαϊκά στρώματα και που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πραγματική μείωση των τιμών, σε συγκράτηση των ανατιμήσεων και σε διάθεση προϊόντων ποιοτικών και σε προσιτές τιμές για το λαό.

Τα αδιέξοδα που βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, εξαιτίας της καθημερινής ακρίβειας, είναι γέννημα - θρέμμα του «ιδεώδους» των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της ΕΕ. Εκείνου που, στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς» και πάντα με πρόσχημα το «συμφέρον των καταναλωτών», επιβάλλει έναν από τους θεμέλιους λίθους του οικοδομήματος της αγοράς, την απόλυτη διατίμηση και συνεχή μείωση της τιμής στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» και την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών των εμπορευμάτων πλατιάς κατανάλωσης και υπηρεσιών.


Αυτό πρακτικά έγινε καθεστώς με τη νομοθεσία που εκχώρησε πλήρη ελευθερία στους επιχειρηματίες και στους κάθε λογής κερδοσκόπους να καταληστεύουν τα λαϊκά νοικοκυριά μέσα από τη διαμόρφωση των τιμών, όπως επιβάλλουν οι στόχοι τους για την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους, πέρα από την καθημερινή εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και από τις αλλεπάλληλες ανατιμήσεις.

Τα κέρδη προκαλούν τις ανατιμήσεις

Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι κυβερνήσεις, που πίνουν νερό στο όνομα των διαφόρων Συνθηκών που συνυπογράφουν στα συμβούλια της ΕΕ, με τις οποίες δίνονται οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές που οφείλουν να εφαρμόσουν οι χώρες - μέλη, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα. Κρύβουν ότι η πολιτική του λεγόμενου επιχειρηματικού ανταγωνισμού δεν έχει καμία σχέση με τη συγκράτηση των ανατιμήσεων και ότι η περίφημη δυνατότητα επιλογής των καταναλωτών σε μια γκάμα τιμών και ποιότητας περιορίζεται στα επίπεδα των έτσι κι αλλιώς υψηλών τιμών που επιβάλλουν τα μονοπώλια.

Αλλωστε, η γιγάντωση των μονοπωλίων και η συγκέντρωση της αγοράς σε μια σειρά από κλάδους στα χέρια μιας χούφτας επιχειρήσεων είναι αδιάψευστος μάρτυρας για το ποια συμφέροντα εξυπηρετούν αυτές οι πολιτικές. Οι θιασώτες της ΕΕ αποσιωπούν συνειδητά ότι η «ελεύθερη αγορά» είναι ταυτισμένη με το κυνήγι του κέρδους και τις ανατιμήσεις που πυροδοτούν την ακρίβεια. Αποσιωπούν ότι σε όλες τις αγορές που «απελευθερώθηκαν», με το επιχείρημα ότι ο «ανταγωνισμός» θα ...συγκρατούσε τις τιμές προς όφελος των καταναλωτών, οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών εκτινάχθηκαν στα ύψη. Οι πιο ενδεικτικές περιπτώσεις αφορούν είδη και υπηρεσίες καθημερινής ανάγκης για τα λαϊκά νοικοκυριά: Το γάλα, το ψωμί, το λάδι, τα καύσιμα και δεκάδες άλλα τυποποιημένα είδη διατροφής, τα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων. Το επιχείρημα ότι δήθεν αυτή η πολιτική της απελευθέρωσης θα είχε οφέλη για τους καταναλωτές έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι ήταν κάλπικο.

Κι αν κατά καιρούς οι κυβερνώντες αναγκάζονται από τα πράγματα, σε περιόδους έξαρσης της ακρίβειας και κάτω από την πίεση της αγανάκτησης των λαϊκών στρωμάτων, να παραδεχτούν ότι υπάρχει ακρίβεια, επιχειρούν απλώς να θολώσουν τα νερά, με δήθεν μέτρα ελέγχου της αγοράς, που στην πραγματικότητα καμία σχέση δεν έχουν με οποιαδήποτε αντιμετώπιση του προβλήματος, αφού δεν αγγίζουν τα υπερκέρδη των μονοπωλίων. Μια επιλογή που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις επιλογές της ΕΕ και των κυβερνώντων - σήμερα και χτες - για πλήρη ικανοποίηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Βέβαια, στα όρια της χώρας, αρκετές φορές οι κυβερνώντες, αν και πρόκειται για μια δική τους πολιτική επιλογή, επικαλούνται ως άλλοθι τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην ΕΕ, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη δική τους άρνηση να πάρουν πραγματικά μέτρα προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων. «Δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη διαμόρφωση των τιμών γιατί κάτι τέτοιο είναι ενάντια στις αρχές της ελεύθερης αγοράς», είναι η ουσία των όσων με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντα απερίφραστα, δηλώνουν οι υπουργοί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ όποτε ο κόμπος φτάνει στο χτένι. Στην πραγματικότητα, είναι καθαρή επιλογή των δύο μεγάλων κομμάτων η εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής, που τα αποτελέσματά της μετριούνται με την εξέλιξη των επιχειρηματικών κερδών.

Σ' αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να χρυσώσουν το χάπι για τους εργαζόμενους και να αποποιηθούν τις ευθύνες τους για τα αποτελέσματα της πολιτικής τους, οι κυβερνήσεις που συμμετέχουν στη χάραξη των αποφάσεων της ΕΕ καθιέρωσαν και την προπαγάνδα του επιμερισμού των ευθυνών - κάνοντας λόγο για δυνατότητα των καταναλωτών να ...«επιβραβεύουν» ή να «αποδοκιμάζουν» με τις «επιλογές» τους τους «καλούς» και τους «κακούς» επιχειρηματίες αντίστοιχα - και μια σειρά από θεσμούς - άλλοθι για τη διαιώνιση των πολιτικών τους. Ως τέτοιοι θεσμοί λειτουργούν η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ο Συνήγορος του Καταναλωτή, ο Τραπεζικός Μεσολαβητής κλπ. Επιδιώκουν, ακόμη, μ' αυτό τον τρόπο να κάμψουν την αγανάκτηση των εργαζομένων και να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει «υγιής» και «μη υγιής» ανταγωνισμός και ότι για την κερδοσκοπία, όταν πια δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι οι κυβερνώντες να την αποκρύψουν, ακόμα και με τα μαγειρεμένα στοιχεία των υπηρεσιών τους, φταίει ότι δε λειτουργεί ο «υγιής» ανταγωνισμός τον οποίο εναποθέτουν να υπερασπιστούν οι Επιτροπές Ανταγωνισμού ή μόνοι τους οι εργαζόμενοι με την προσφυγή του ο καθένας σε κάποιον από τους «Συνηγόρους». Αποκρύπτουν συστηματικά και μεθοδικά ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην καθημερινότητά τους, εξαιτίας της πλήρους ασυδοσίας και των κερδοσκοπικών πρακτικών των μεγάλων επιχειρήσεων, είναι άρρηκτα δεμένα με την ασκούμενη πολιτική και άρα είναι παράδοξο να περιμένει κανείς να θέλουν να λύσουν τα προβλήματα αυτοί που έχουν κάνει τη συνειδητή επιλογή της εφαρμογής αυτών των πολιτικών.

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα τόσο από τα δύο μεγάλα κόμματα, όσο και από όσους επιλέγουν το δρόμο της ...«ευρωπαϊκής προοπτικής» και των «ευρωπαϊκών οραμάτων». Εχουν πολλούς λόγους να τιμωρήσουν με την ψήφο τους όλους εκείνους που το μόνο που υπόσχονται είναι η διαιώνιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου και η ακόμα μεγαλύτερη όξυνση των λαϊκών προβλημάτων. Εχουν κάθε λόγο να ενισχύσουν τη φωνή του ΚΚΕ, την προοπτική της αντίστασης και της απειθαρχίας στις στρατηγικές της ΕΕ, των μονοπωλίων και της ολιγαρχίας του πλούτου.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ