ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 5 Ιούνη 2013
Σελ. /28
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ο' Νηλ και ελληνικά έργα
«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»

«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»

PANOS KOKKINIAS

«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»
«Θεμελιωτής» της ποιοτικής αμερικανικής δραματουργίας του 20ού αιώνα, προερχόμενος από το μαχόμενο προλεταριακό ερασιτεχνικό θέατρο τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα, ο Ευγένιος Ο' Νηλ, στο διάστημα 1926 - 1931 γράφει το τριλογικό έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Μια θεματολογικά και αισθητικά ελεύθερη -και αντιαριστοτελική- σύγχρονη «ανάγνωση» του μύθου των Ατρειδών και των τέκνων τους, με επιλογή μερικών μόνον επεισοδίων και προσώπων του μύθου. Επηρεασμένος από τον Νίτσε για το «θάνατο του θεού», το βιβλίο του Γιουνγκ «Η ψυχολογία του ασυνείδητου», το ρεαλισμό των ευριπιδικών τραγωδιών «Ηλέκτρα» και «Ορέστης» και την «Ηλέκτρα» του Χόφμασταλ, ο Ο' Νηλ έγραψε ένα συναρπαστικό έργο για τη σύγχρονη τραγωδία του ανθρώπου. Τραγωδία, οφειλόμενη σε κοινωνικά, οικογενειακά, υπαρξιακά, ψυχολογικά αίτια, πράξεις και παρορμήσεις (συνειδητές και υποσυνείδητες του ίδιου του ανθρώπου. Στόχος του Ο' Νηλ ήταν να καταγγείλει τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου στην κοινωνία και τον άνθρωπο και να αναδείξει τη βαθύτερη αλήθεια της ψυχής του ανθρώπου, την επιθυμία του να ορίζει τη ζωή του, αλλά και τη «μοιραία» ήττα του, εξαιτίας πράξεων δικών του και των γεννητόρων του. Σκόπιμα τοποθετεί τη μυθοπλασία του στη Νέα Αγγλία, με φόντο τον επεκτατικό πόλεμο του Βορρά εναντίον του αμερικανικού Νότου. Απουσιάζοντας χρόνια ο νικητής στρατηγός Εζρα Μάνον (σύγχρονος Αγαμέμνονας), με το γιο του Οριν (Ορέστης) επιστρέφουν στον οίκο τους. Οι αποτρόπαιες πράξεις και ο αβυσσαλέος ψυχισμός των Μάνον (προγόνων, γονέων, τέκνων), αποκαλύπτονται και σχολιάζονται από ένα ιδιότυπο λαϊκό Χορό γειτόνων, που έπλασε ο συγγραφέας. Οι πράξεις συνεπάγονται καθαρτήρια «τιμωρία» όλων των προσώπων. Ο Εζρα ζητά έρωτα από τη σύζυγό του Λαβίνια (Κλυταιμνήστρα). Εκείνη τον απατά με τον εξάδελφό του Μπραντ (Αίγισθος), με τον οποίο σχεδιάζει τη δολοφονία του Εζρα. Η επιστροφή του πατέρα που λατρεύει η -ανομολόγητα ερωτευμένη με τον Μπραντ- Ηλέκτρα το μίσος για τη μοιχό μάνα της. Ο Οριν λατρεύει τη μάνα του, αλλά μαθαίνοντας από την Ηλέκτρα τη μοιχεία της, γίνεται μητροκτόνος, φονιάς του Μπραντ και τέλος αυτόχειρας. Απομένοντας μόνη, «ζωντανή - νεκρή» η Ηλέκτρα, κλείνεται για πάντα στο σπίτι για να θρηνεί όσο ζει. Αυτό το «μνημειώδες», άπαιχτο επί δεκαετίες, έργο παρουσιάζει η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Μια σκηνοθεσία συναρπαστική, με την καλαισθησία, το ψυχογραφικό βάθος, τη ρεαλιστική της δύναμη, αλλά και τον «αποστασιοποιητικό» κριτικό σχολιασμό όχι μόνον των πράξεων και παθών των προσώπων του δράματος, αλλά και της αντιμετώπισης των προσώπων από το κοινωνικό περιβάλλον - το Χορό. Χρησιμοποιώντας την εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, ο σκηνοθέτης συνεργαζόμενος με τον Σάββα Κυριακίδη, συμπύκνωσε την ογκώδη τριλογία και πρόβαλε την ουσία, τα κύρια θέματα και συστατικά της μυθοπλοκής και των προσώπων της. Σχεδίασε ένα απέριττα επιβλητικό σκηνικό χώρο (χωρίς σκηνικά, με ελάχιστα σύγχρονα καθίσματα), που «κοσμείται» μόνο με όμορφα κοστούμια εποχής (Ιωάννα Τσιάμη) και ταυτόχρονα βιντεοπορτρέτα ως γκρο πλαν των προσώπων, σαν αντανάκλαση του ψυχισμού τους και από τους δεξιοτεχνικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου. Η σκηνοθεσία καθοδήγησε, αλλά και «ανταμείφθηκε» ερμηνευτικά από όλους τους ηθοποιούς. Πρωτίστως από τη βαθύτατη, φλογερή ψυχογραφική αλήθεια του φαινομενικά «πετρωμένου», ανέκφραστου σαν μάσκα, προσώπου της Μαρίας Πρωτόπαππα (Ηλέκτρα) και τη σατανικά «γοητευτική» και εγωτικά τυραννική Λαβίνια της Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Εξαιρετικές και οι λιτές ερμηνείες των Ακύλα Καραζήση, Χρήστου Λούλη, Γιώργου Γάλλου, Γιούλικα Σκαφιδά, Χρήστου Στέργιογλου, Αργύρη Πανταζάρα και σχολιαστικά ευθύβολες οι ερμηνείες των Μάγιας Λυμπεροπούλου, Θέμιδας Μπαζάκα, Γιώργου Κοτανίδη, Χάρη Τσιτσάκη (Χορός).

«Γκόλφω»

«Γκόλφω»
«Γκόλφω»
Μετά από ουκ ολίγες κωμωδιογραφικές, έως και άθλιες γελοιοποιητικές διασκευές που έχει υποστεί το δραματικό ειδύλλιο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη «Γκόλφω», κατηγορούμενο ως ακραία υπερβολικό και αναχρονιστικό «μελόδραμα», επομένως «άξιο» για κακοποίηση και περιφρόνησή του από το μεταπολεμικά «εξευρωπαϊσμένο» και «εξαμερικανισμένο» ελληνικό θέατρο, ήρθε η παρουσίαση του έργου από το Εθνικό Θέατρο, με μια νέα σκηνοθετική «ματιά» του Νίκου Καραθάνου, να αναδείξει όχι μόνον την παραδοσιακή ομορφιά, τη μουσική χάρη, τους λαϊκούς, δημώδεις χυμούς της λαλέουσας ποιητικής γλώσσας, αλλά και την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα στην εποχή του Περεσιάδη. Μια πραγματικότητα που απαντάται σε οποιαδήποτε ταξική κοινωνία. Γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, το 1893, το έργο του φτωχού δημοτικιστή δημοσιογράφου Περεσιάδη, πρωτοπαίζεται την ίδια χρονιά από ερασιτέχνες στην Ακράτα. Ακολουθούν πολλά ανεβάσματά του από ερασιτεχνικούς και επαγγελματικούς θιάσους. Η απήχησή του ήταν μεγάλη, γιατί στο δραματικό μύθο του (για τον θανάσιμα κατεστραμμένο έρωτα δύο φτωχών αγροτόπουλων, της Γκόλφως και του Τάσου, από τις ορέξεις τσιφλικάδων), συνδυάζει ήθη, έθιμα, τραγούδια σαν τα δημοτικά, αλλά και «πινελιές» της ξενοκρατίας και καταλοίπων της τουρκοκρατίας. Η παράσταση του Νίκου Καραθάνου, με σεβασμό στο πρωτότυπο, αλλά και σύγχρονη αντίληψη, με πηγαία ευαισθησία, ευρηματικότητα, λεπτό χιούμορ, καλαισθησία και με τη συνεργασία των Ελλης Παπαγεωργακοπούλου («παιγνιώδες» σκηνικό - κοστούμια), Αγγελου Τριανταφύλλου (μουσική), Αμαλίας Μπένετ (κίνηση), Λευτέρη Παυλόπουλου (φωτισμοί), ευφραίνει καρδίαν και αισθήσεις. Από την ομόψυχη υποκριτική «κατάθεση» όλων των ηθοποιών, ιδιαίτερα απολαυστικοί είναι οι Εύη Σαουλίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Χάρης Φραγκούλης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Αγγελος Παπαδημητρίου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιρας. Αξιόλογες είναι και οι ερμηνείες των Γιάννη Σαράντη, Γιάννη Βογιατζή, Χριστίνας Μαξούρη, Αλίκης Αλεξανδράκη, Γιώργου Μπινιάρη, Μαρίας Διακοπαναγιώτου.

«Θεατές»

«Θεατές»
«Θεατές»
Σε μια μικρή σκηνή (πλάι στη Νέα Σκηνή) του Εθνικού Θεάτρου, παρουσιάζεται το «αγέραστο» έργο του Μάριου Ποντίκα «Θεατές». Γράφτηκε πριν σαράντα χρόνια, πρωτοπαίχθηκε το 1978 στο θέατρο «Στοά», αλλά μοιάζει σημερινό, καθώς καταδικάζει την ενδημούσα στην κοινωνία μας αδιαφορία για τα βάσανα των άλλων ανθρώπων και την αντιμετώπισή τους ως «θέαμα» και να μη συνειδητοποιούν το γενικό χάλι της (πολιτικό, ιδεολογικό, ηθικό). Το έργο συντίθεται πάνω σε δύο διαφορετικά -φαινομενικά διαφορετικά- αλλά απολύτως αλληλένδετα θεματικά μοτίβα, με δύο πρόσωπα στο κάθε μοτίβο. Το πρώτο μοτίβο «ιστοριολογεί», το δεύτερο ανθρωπολογεί. Και τα δύο κοινωνιολογούν. Σε ένα δωμάτιο άθλιου ξενοδοχείου, καταλύει για μια νύχτα ένα δύστυχο ζευγάρι. Φτωχός, άνεργος, κι ανάπηρος ο άντρας που πολέμησε με τον αστικό στρατό ενάντια στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, εξωθείται από το καθεστώς που υπηρέτησε να σέρνεται στους δρόμους, μαζί με τη γυναίκα του, πουλώντας με ένα ταβλά ψιλοπράγματα και να γίνει «θέαμα» ως «θύμα» των κομμουνιστών. Η γυναίκα του, μην αντέχοντας μια τέτοια ζωή και τα αντικομμουνιστικά κηρύγματα που τον υποχρεώνουν να εκφωνεί ζητιανεύοντας, τον σφάζει στον ύπνο του και αυτοκτονεί. Ο «Γείτονας» του διπλανού δωματίου είναι υποκείμενο. Ανεργος από τεμπελιά, νοσηρά ερωτομανής, βωμολόχος και εραστής μιας παντρεμένης με ναυτικό, νοσοκόμας. Αυτό το υποκείμενο, από μια τρύπα που κάνει στον τοίχο, παρακολουθεί το ζευγάρι του διπλανού δωματίου, κάνει μπανιστήρι στη γυναίκα που γδύνεται και αδιαφορεί για τη σφαγή του άντρα από τη γυναίκα του και την αυτοχειρία της. Φθάνει στην αθλιότητα, μετά το θάνατο του ζευγαριού, να μπει στο δωμάτιό τους, να ψάξει και να κλέψει τα λεφτά που βρήκε στο ρούχο του νεκρού ανάπηρου και μετά να μιλήσει -έτσι για να γίνεται κουβέντα- για το «θέαμα» που είδε στην ανόητη, όμοια αδιάφορη για τη δυστυχία των άλλων ανθρώπων, ερωμένη του. Με το λιτότατο σκηνικό και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, μουσική και ήχους του Σταύρου Γασπαρινάτου, φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη, η ρεαλιστική σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου ανέδειξε την καταγγελία του έργου, τη σκληρότητα αλλά και την υπόκρυφη «ποιητικότητά» του, με καθοριστική τη συμβολή της υποκριτικής αλήθειας των ηθοποιών. Της Στεφανίας Γουλιώτη (1η γυναίκα), της Αλκηστης Πουλοπούλου (2η γυναίκα), του Νικόλα Παπαγιάννη (ανάπηρου άντρα), και προπαντός από την εξαιρετικής «ωμότητας» και νατουραλιστικής αμεσότητας ερμηνεία του Νίκου Ψαρρά (γείτονας).


ΘΥΜΕΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ