ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Ιούνη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ο κομμουνισμός δεν ανήκει στη νοσταλγία

1. Βολεμένοι στη ζωή, καθισμένοι πάνω στα βιβλιαράκια τους, αναστενάζοντας ελαφρά σαν μωρές παρθένες, φαντασιώνονται ηρωικές εποχές, οι διανοούμενοι του έθνους μας. Μιλούν για τον κομμουνισμό με ύφος γεροντοκόρης που βουλιάζει στη νοσταλγία λέγοντας: «Τι ωραία που ήταν τότε!».

2. Οι τεχνικοί της εξουσίας πέρασαν από σαράντα κύματα τον κομμουνισμό, χωρίς να κατορθώσουν να τον αναχαιτίσουν. Αφού δοκίμασαν τα πάντα, από την ωμή προπαγάνδα, το θέαμα, το στομάχι του μικροαστού, τη θρυλική βασιλεύουσά τους, που είναι η βία, τώρα πλησιάζουν με το χαρτί της νοσταλγίας αυτή την κόρη της λησμονιάς που όλους τους αρπάζει και τους καθηλώνει.

3. Η νοσταλγία των πρώην Αριστεριστών για τον κομμουνισμό έχει τις ρίζες της στα κινούμενα σχέδια, από τον Μίκι Μάους μέχρι τον Λούκι Λουκ. Οι πρώην όχι μόνο νοσταλγούν τις πράξεις τους μετά το δεύτερο ουίσκι, αλλά φαντασιώνονται ότι αυτές ακόμα σηματοδοτούν το κίνημα.

4. Οι Συνασπισμένοι, με τους γνωστούς τρόπους της καλής ανατροφής, έχουν ξεμπερδέψει με τον κομμουνισμό και προσθέτουν ανέμελα ένα ακόμη στάδιο στην ιδέα που έχουν περί κομμουνισμού. Το στάδιο αυτό ονομάζεται «νοσταλγία». Θεωρείται δε το πιο σίγουρο μέσο για να βιώσεις σε μια άλλη διάσταση το μέλι του κομμουνισμού. Μέλι που χάθηκε για πάντα, μέλι - γιατί για αίμα ούτε λόγος να γίνεται, αφού ούτε το δικό τους δεν μπορούν να βλέπουν.

5. Αν δεν ήμασταν τόσο ευαίσθητοι, θα έπρεπε να κρεμάμε ανάποδα καθέναν νοσταλγό όταν μπροστά σ' ένα ανθρώπινο πλάσμα που σφύζει από ζωή, εκείνος συμπεριφέρεται σαν να συναντά ένα απολίθωμα. Θα έπρεπε να του μαθαίναμε τι είναι ζωντανό και τι όχι. Οτι το πρόσωπό μας δεν έχει σχέση με τις ενοχές του για τη νεότητά του την οποία πούλησε και τα όνειρά του που φρόντισε να υποτάξει σ' αυτό που αποκαλείται πραγματικότητα. Η νοσταλγία του στιλ «τότε τι κάναμε», που ξεδιπλώνεται ανερυθρίαστα μπροστά μας, είναι προϊόν νευρώσεων πολυτελείας και οικογενειακών ιστοριών που μας είναι παντελώς αδιάφορες.

6. Ο κομμουνισμός είναι η καταστροφή της νοσταλγίας. Χοροπηδάει σαν παιδί στα ερείπιά της, που μέσα τους φαντασιώνονται τόσοι και τόσοι υποψήφιοι μεταλλαγμένοι. Ο αόριστος χρόνος του καθορίζει τη μοίρα σε καθετί που προσπαθεί να βουλιάξει ή να ξεφύγει υπερβαίνοντας τα αποτρόπαια όρια της Ιστορίας. Είναι με την πλευρά της ζωής και ως εκ τούτου αμείλικτος με κάθε υποκατάστατο.

Υστερόγραφο: Χτες το βράδυ πέρασε από το σπίτι ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι. Κουβεντιάσαμε για όλα αυτά, κυρίως για τους πρώην επαναστάτες και νυν νοσταλγούς. Μου έδωσε ένα ποίημα: «Οπως σας βλέπω και με βλέπετε-/ εγώ ποτέ δε θα καθίσω στο "Μπριστόλ" / να παίρνω το τσαγάκι μου/ και ν' αραδιάζω στα χαρτιά ψευτιές./ Θα δώσω μια στα φλιτζανάκια σας/ κι ολόρθο θα με δείτε πάνω στο τραπέζι./ Ακούστε με,/ μακαντάσηδες της λογοτεχνίας!/... Στρείδια/ κολλημένα/ στους τοίχους,/ στις ταπετσαρίες,/ καλοί μου άνθρωποι/ εσείς/ με τη γλώσσα/ τι δουλειά έχετε;/ Δεν το ξέρετε; / Αν δεν έκανε ποίηση, / με τις ληστείες / θα καταγινόταν / ο Φρανσουά Βιγιόν./ Κύριοι ποιητές!/ Ακόμα δεν τους βαρεθήκατε! τους ευέλπιδες, / τ' ανάκτορα,/ τον έρωτα,/ τις πασχαλιές;/ Αν σαν κι εσάς / είναι οι δημιουργοί, / να φτύσω μου 'ρχεται / κάθε τέχνη».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Με ματιά κριτική

Ο Γ. Ψυχοπαίδης μιλά με αφορμή την έκθεση έργων του στο «Σπίτι της Κύπρου»

«Μάθημα Ιστορίας - Τα κάτω άκρα», 1996
«Μάθημα Ιστορίας - Τα κάτω άκρα», 1996
«Τέχνη - κοινωνία - πολιτική». Ενα τρίπτυχο που ακολουθεί τη σαραντάχρονη εικαστική πορεία του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Σ' αυτούς τους τρεις άξονες στηρίζεται η έκθεση, με τίτλο «Πατριδογνωσία», που φιλοξενείται έως τις 11 του Ιούνη στο «Σπίτι της Κύπρου» (Ηρακλείτου 10). Μία «ειδικού τύπου», όπως τη χαρακτηρίζει ο δημιουργός, αναδρομική παρουσίαση, «όπου δίνεται έμφαση στα ζητήματα που αφορούν στην κοινωνία, την ιδεολογία, την πολιτική και την ιστορία». Πενήντα τέσσερις συνολικά δημιουργίες διατρέχουν τέσσερις δεκαετίες νεοελληνικής ιστορίας και προσωπικής ιστορίας του καλλιτέχνη και αποτελούν «διαδρομή που έχει σαφή πολιτική και κοινωνική αναφορά. Μια νοητή γραμμή, που συνδέει τους προβληματισμούς και τις ιδέες της γενιάς μας από το '60 έως σήμερα, με άξονα την ανατροπή και την αμφισβήτηση».

Εκτίθενται χαρακτηριστικές δημιουργίες από τις σειρές «Διαδηλώσεις», «Παρελάσεις», «Σκηνές του δρόμου», τα πολιτικά πορτρέτα της δεκαετίας του '60. Τις «Σημειώσεις στο Ρενουάρ», που «ξεδιπλώνουν τις αντιθέσεις ανάμεσα σε έναν κόσμο ευδαιμονισμού και στυγνής, σκληρής πραγματικότητας». Τις «Καρτ ποστάλ», «ειρωνικά σχόλια πάνω σε μια πλαστή ευτυχία...». Τα «Κάτω άκρα», ένας μεγάλος κύκλος με αναφορές «στη σκοτεινή, αφώτιστη πλευρά της ιστορίας». Το «Αγγλικό πρόγευμα», τη σειρά πάνω στον Γκόγια, το «Μάθημα ανατομίας», τις «Πατριδογνωσίες» που έδωσαν και τον τίτλο στην έκθεση. Ανάμεσα στα παρουσιαζόμενα έργα και ένας κύκλος χαρακτικών (χαλκογραφίες, ξυλογραφίες, λιθογραφίες) της δεκαετίας του '60 που εκτίθενται για πρώτη φορά. Θέμα τους: διαδηλώσεις, σκηνές του δρόμου, εικόνες βίας, πολιτικά πρόσωπα της εποχής.., «όλος αυτός ο μαυρόασπρος κόσμος με τη μορφή της χαρακτικής, που ήταν το θέμα που ζούσαμε την ημέρα και το ζωγραφίζαμε το βράδυ. Ενα στοιχείο ρευστό ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, που τα έκανε μια ενότητα ενιαία και αδιαχώριστη».

Η τέχνη για τον Γ. Ψυχοπαίδη «έχει πάντα μια άποψη, είτε το φανερώνει, είτε το κρύβει. Είτε προβάλλοντάς το, είτε καλύπτοντάς το, είτε αγνοώντας το, στην ουσία έχει μια σαφέστατη θέση απέναντι στα ανθρώπινα. Και αυτό είναι μια στάση πολιτική με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η έκθεση στο "Σπίτι της Κύπρου", αναφέρεται ανοιχτά στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, θέλοντας όμως ταυτόχρονα να διαφυλάξει αυτό που λέμε "εικαστική γλώσσα", "καλλιτεχνική φόρμα". Δηλαδή, μέσα από τους όρους της τέχνης να μιλήσει κανείς για την πολιτική και μέσα από την πολιτική να μιλήσει κανείς για την τέχνη. Αυτά σαν δύο αδιάσπαστα στοιχεία... Η τέχνη δεν είναι εικονογραφία. Είναι η μεταφορά σε ένα άλλο επίπεδο κάποιων ιδεών. Αυτή η μεταφορά γίνεται με όρους πλαστικούς. Και αυτό είναι που τη διαφυλά και τη διασώζει: είναι ο εαυτός της και δε χρησιμοποιεί δεκανίκια ξένα. Μιλά με τη γλώσσα της και συνδιαλέγεται με την κοινωνία. Μ' αυτή την έννοια μιλάμε για μια τέχνη πολιτική».

Εκτός από τη γενέθλια αναφορά, η πραγματοποίηση της έκθεσης, ήταν για τον Γ. Ψυχοπαίδη ένα «ξανακοίταγμα προς τα πίσω όχι με μια νοσταλγική ματιά, αλλά με μια ματιά κριτική». Ιδιαίτερα στους σημερινούς καιρούς, «όπου κυριαρχούν ζητήματα όπως η ανεργία, η κοινωνική αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο, το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης, των μέσων ενημέρωσης και του ρόλου που παίζουν, δηλαδή μια σειρά από φαινόμενα μαζικής επιβολής».

«Το οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα της εργασίας, κυρίως της ανεργίας, μας οδηγεί σε μια νέου τύπου απελπισία και μας υποχρεώνει να κλειστούμε ο καθένας μέσα στο καβούκι του και να επιδιώκουμε προσωπικές "νίκες", έχοντας όμως γύρω μας μια τεράστια συλλογική ήττα. Αυτό το στοιχείο του ιδιωτικού είναι που κυριαρχεί, που έχει διαποτίσει τα πάντα. Το στοιχείο της αδιαφορίας και της αποδοχής...».

Τα πράγματα που αισθάνεται, που τον κεντρίζουν, που τον απασχολούν, είναι αυτά που μεταφέρει ο Γ. Ψυχοπαίδης στο εργαστήριο και στη Σχολή Καλών Τεχνών. «Θεωρώ ότι η ΑΣΚΤ πρέπει να είναι ένα ανοιχτό πεδίο ανταλλαγής ιδεών. Τελικά, η τέχνη δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Αυτό που μπορεί να διδάξει κανένας είναι το τι δεν είναι τέχνη. Τι είναι όλα αυτά που την κάνουν φτηνή, επιφανειακή, ευτελή, όλα αυτά τα στοιχεία που την εμπορευματοποιούν, που την κάνουν να έχει ημερομηνία λήξης».

«Δεν είναι εύκολα τα πράγματα σήμερα. Πολύ εύκολα οδηγείται κανείς στο παιχνίδι του εμπορίου, γιατί δεν υπάρχουν οι αντιστάσεις και τα παραδείγματα. Κυρίως οι νέοι άνθρωποι αισθάνονται ότι αυτός είναι ένας μονόδρομος. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Πρέπει να είναι πιο κριτικοί, να καλλιεργούν τη συλλογικότητα απέναντι σε ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί λίγο - πολύ ως οδοστρωτήρας... Από κεκτημένη ταχύτητα μιας κοινωνίας ισοπεδωτικής και αποχαυνωμένης, οδηγούνται σε μία παθητική απόσυρση, αποδεχόμενοι περίπου τα πάντα ως ισότιμα. Ομως, θεωρώ ότι λίγο χρειάζεται για να συνειδητοποιήσει, ακόμα και ο πιο "απαθής" νέος καλλιτέχνης, πως το καλλιτεχνικό του έργο μπορεί να γίνει πολύ πιο ενδιαφέρον και ζωντανό, όταν δεν αφήνεται στις "γοητευτικές" σειρήνες μιας εύπεπτης καταναλωτικής αντίληψης για την τέχνη».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ