ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Φλεβάρη 2012
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ
Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ

Στις 22 του Φλεβάρη του 1848 άρχισε στη Γαλλία η Φεβρουαριανή αστικο-δημοκρατική επανάσταση που οδήγησε στη διάλυση της Ιουλιανής Μοναρχίας. Τρεις μέρες μετά, στις 25 του Φλεβάρη ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία. Μια από τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης η βασική και πιο προωθημένη από την άποψη της προοπτικής του αγώνα σ' εκείνες τις συνθήκες, ήταν το προλεταριάτο, που με αυτή τη συμμετοχή του κατέκτησε κάποιες ελευθερίες και δικαιώματα όπως π.χ. το Διάταγμα για «Το δικαίωμα στην εργασία» κ.ά. Ουσιαστικά όταν ολοκληρώθηκε η πτώση της Ιουλιανής Μοναρχίας, η Φεβρουαριανή αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε εξαντλήσει τους στόχους της. Σ' αυτό το ίδιο διάστημα, η αστική τάξη δε σταμάτησε τις προσπάθειές της να εμποδίσει την εργατική τάξη, να διευρύνει το περιεχόμενο αυτής της επανάστασης.

Η αστική τάξη κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τους μικροαστούς σαν πολιτική της εφεδρεία και ταυτόχρονα να αποκλείει οποιαδήποτε ενότητα δράσης ανάμεσα στην αγροτιά και το προλεταριάτο. Η πολιτική ανωριμότητα της εργατικής τάξης, που βρισκόταν κάτω από την επίδραση ενός μικροαστικού «σοσιαλισμού», που έτρεφε εμπιστοσύνη προς τη συμβιβαστική πολιτική του Λ. Μπλαν (μετείχε στην προσωρινή κυβέρνηση του 1848), βοήθησε την αστική τάξη να προετοιμάσει την αντεπίθεσή της. Η εξέγερση του Ιούνη του 1848 (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ της εργατικής τάξης και των αστών) καταπνίγηκε με αμείλικτη σκληρότητα.

Η αποτυχία της εξέγερσης ήταν το σημείο στροφής προς τον εκφυλισμό της επανάστασης. Οι αστοί δημοκράτες έκαναν ουσιαστικές υποχωρήσεις προς τους μοναρχικούς, που διατυπώθηκαν στο Σύνταγμα της Δεύτερης Δημοκρατίας, που ψηφίστηκε το Νοέμβρη του 1848. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέχθηκε, το Δεκέμβρη του 1848, με τις ψήφους της συντηρητικά διατεθειμένης αγροτιάς, ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης. Στις εκλογές για τη Νομοθετική Εθνοσυνέλευση, το Μάη του 1849 νίκησε ο συνασπισμός των αντιδραστικών μοναρχικών δυνάμεων ο επονομαζόμενος «Κόμμα της Τάξης». Η προσπάθεια που έγινε τον Ιούνη του 1849 από τη μικροαστική πολιτική ομάδα, με επικεφαλής τον Α.Ο. Λεντρύ Ρολλέν, να εμποδίσει την αντίδραση κατέληξε σε αποτυχία. Με το πραξικόπημα της 2 Δεκέμβρη του 1851 εγκαθιδρύθηκε το καθεστώς της στρατιωτικής αστικής δικτατορίας του Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Στις 2 Δεκέμβρη του 1852, ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης ανακηρύχτηκε Αυτοκράτορας.

Αυτά τα περιστατικά αναλύει ο Κ. Μαρξ στο κλασικό αριστούργημά του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη». Οπως έγραψε ο Φρ. Ενγκελς στον Πρόλογο της τρίτης γερμανικής έκδοσης «... ο Μαρξ ήταν εκείνος που πρώτος είχε ανακαλύψει το μεγάλο νόμο κίνησης της ιστορίας, το νόμο που σύμφωνα μ' αυτόν όλοι οι ιστορικοί αγώνες, αδιάφορο αν γίνονται στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό ή οποιονδήποτε άλλο ιδεολογικό τομέα, δεν είναι πραγματικά παρά η περισσότερο ή λιγότερο καθαρή έκφραση των αγώνων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ότι η ύπαρξη των τάξεων αυτών και συνεπώς και οι συγκρούσεις τους, εξαρτώνται με τη σειρά τους, από το βαθμό ανάπτυξης της οικονομικής τους θέσης, από τον τρόπο παραγωγής και από τον τρόπο της ανταλλαγής που απορρέει απ' αυτόν. Ο νόμος αυτός, που έχει για την ιστορία την ίδια σημασία που έχει ο νόμος της μετατροπής της ενέργειας για τις φυσικές επιστήμες, ο νόμος αυτός έδωσε κι εδώ στον Μαρξ το κλειδί για την κατανόηση της ιστορίας της δεύτερης γαλλικής δημοκρατίας». Τα ιστορικά αυτά γεγονότα αποκαλύπτουν και το «μπρος πίσω» της γαλλικής αστικής επανάστασης ως την οριστική εδραίωσή της στην εξουσία, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης δεν είναι ευθύγραμμα ανερχόμενη, αλλά έχει και αντεπαναστατικά πισωγυρίσματα και η αστική τάξη, μπροστά στον κίνδυνο από τη μελλοντικά ανερχόμενη τάξη το προλεταριάτο, δε διστάζει να συμβιβαστεί με κοινωνικές δυνάμεις ενάντια στις οποίες στρέφεται η προσπάθειά της, προκειμένου να εδραιώσει τις δικές της σχέσεις παραγωγής. Σ' αυτό το έργο ο Μαρξ αποκαλύπτει με τη σαφήνεια του ιστορικού υλισμού την εξέλιξη της κοινωνίας μέσα από τις ταξικές σχέσεις, την πάλη των τάξεων στην ιστορία των επαναστάσεων, την οποία ο ίδιος μελετούσε, προκειμένου να διαμορφώνει την επαναστατική θεωρία.

Ο «Ριζοσπάστης» αναδημοσιεύει στο σημερινό ένθετο «Ιστορία» το πρώτο και το δεύτερο κεφάλαια από αυτό το μεγαλειώδες έργο, ελπίζοντας να αποτελέσει κίνητρο για τη βαθύτερη μελέτη του και στην κατανόηση της σημασίας των διαφορετικών ταξικών συμφερόντων και άρα επιδιώξεων στη διαμόρφωση της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Χρησιμοποιήσαμε το βιβλίο από τις Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Κεφάλαιο πρώτο

Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται σα να λέμε, δυο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα. Ο Κοσιντιέρ αντί του Δαντόν, ο Λουί Μπλαν αντί του Ροβεσπιέρου, οι ορεινοί του 1848 - 1851 αντί των ορεινών του 1793 - 1795, ο ανεψιός αντί του θείου. Και η ίδια γελοιογραφία διαπιστώνεται και στις συνθήκες που γίνεται η δεύτερη έκδοση της 18ης Μπρυμαίρ!

Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν' ασχολούνται ν' ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που έχει προϋπάρξει, σ' αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ' αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας. Ετσι ο Λούθηρος φόρεσε τη μάσκα του απόστολου Παύλου, η επανάσταση του 1789 - 1814 ντύθηκε διαδοχικά τη στολή της ρωμαϊκής δημοκρατίας και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η επανάσταση του 1848 δε βρήκε να κάνει τίποτα καλύτερο από το να παρωδήσει πότε το 1789 και πότε την επαναστατική παράδοση του 1793 - 1795. Ετσι κι ο αρχάριος που έμαθε μια ξένη γλώσσα τη μεταφράζει πάντα στη μητρική του και μόνον όταν αρχίζει να χειρίζεται τη ξένη γλώσσα χωρίς να θυμάται τη μητρική του και μάλιστα να ξεχνά τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει να αφομοιώσει το πνεύμα της καινούριας γλώσσας και να δημιουργήσει σ' αυτήν.

Μια χτυπητή διαφορά

Οταν εξετάσουμε αυτές τις κοσμοϊστορικές επικλήσεις των νεκρών, προβάλλει αμέσως μια χτυπητή διαφορά. Ο Κάμιλλος Ντεμουλέν, ο Δαντόν, ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν-Ζυστ, ο Ναπολέων, οι ήρωες όπως και τα κόμματα και οι μάζες της παλιάς γαλλικής επανάστασης, εκπληρώνανε με τη ρωμαϊκή στολή και τη ρωμαϊκή φρασεολογία το καθήκον της εποχής τους, δηλ. το καθήκον της απελευθέρωσης από τα δεσμά της και της εγκαθίδρυσης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Οι πρώτοι κομματιάσανε τη φεουδαρχική γη και θέρισαν τα φεουδαρχικά κεφάλια που είχαν φυτρώσει πάνω σ' αυτή. Ο Ναπολέων δημιούργησε στο εσωτερικό της Γαλλίας τους όρους κάτω απ' τους οποίους μονάχα θα μπορούσε ν' αναπτυχθεί ο ελεύθερος συναγωνισμός, να γίνει η εκμετάλλευση της κομματιασμένης γαιοκτησίας και να χρησιμοποιηθούν οι απελευθερωμένες βιομηχανικές παραγωγικές δυνάμεις του έθνους, ενώ έξω από τα γαλλικά σύνορα σάρωσε παντού τους φεουδαρχικούς σχηματισμούς στο μέτρο που αυτό ήταν αναγκαίο για να δημιουργήσει για την αστική κοινωνία της Γαλλίας ένα κατάλληλο και σύμφωνο με την εποχή περιβάλλον στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Κι όταν εγκαθιδρύθηκε πια η νέα μορφή της κοινωνίας, εξαφανίστηκαν οι προκατακλυσμιαίοι κολοσσοί και μαζί μ' αυτούς κι ο νεκραναστημένος ρωμαϊκός κόσμος: Οι Βρούτοι, οι Γράκχοι, οι Πουμπλικόλες, οι δήμαρχοι1 οι συγκλητικοί κι ο ίδιος ο Καίσαρας. Η αστική κοινωνία, στη νηφάλια πραγματικότητά της, είχε δημιουργήσει τους αληθινούς ερμηνευτές και εκπροσώπους της στο πρόσωπο των Σαι, των Κουζέν, των Ρουαγιέ-Κολλάρ, των Μπενζαμέν Κονστάν και των Γκιζό. Οι πραγματικοί στρατηλάτες της κάθονταν πίσω από τα εμπορικά γραφεία και το παχύ κεφάλι του Λουδοβίκου 18ου ήταν η πολιτική της κεφαλή. Απορροφημένη ολοκληρωτικά από την παραγωγή του πλούτου και από την ειρηνική πάλη του συναγωνισμού, δεν καταλάβαινε πια ότι τα φαντάσματα της ρωμαϊκής εποχής είχαν αγρυπνήσει στην κούνια της. Μα όσο λίγο ηρωική κι αν είναι η αστική κοινωνία, χρειάστηκαν ωστόσο ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, η τρομοκρατία, ο εμφύλιος πόλεμος και οι μάχες των εθνών για να τη φέρουν στον κόσμο. Και οι μονομάχοι της βρήκανε στις αυστηρά κλασικές παραδόσεις της ρωμαϊκής δημοκρατίας τα ιδανικά και τις μορφές της τέχνης, τις αυταπάτες που τους χρειάζονταν για ν' αποκρύψουν από τους ίδιους τους εαυτούς τους το περιορισμένο αστικό περιεχόμενο των αγώνων τους και για να συγκρατήσουν το πάθος τους στο ύψος της μεγάλης ιστορικής τραγωδίας. Ετσι και σ' ένα άλλο στάδιο ανάπτυξης, έναν αιώνα νωρίτερα, ο Κρόμβελ και ο αγγλικός λαός δανείστηκαν από την Παλιά Διαθήκη τη γλώσσα, τα πάθη και τις αυταπάτες για την αστική τους επανάσταση. Οταν επιτεύχθηκε ο πραγματικός σκοπός, όταν πραγματοποιήθηκε ο αστικός μετασχηματισμός της αγγλικής κοινωνίας, ο Λοκ εκτόπισε τον προφήτη Αβακούμ.

Σ' αυτές λοιπόν τις επαναστάσεις, η ανάσταση των νεκρών χρησίμευε για να λαμπρύνει τους καινούριους αγώνες κι όχι για να παρωδήσει τους παλιούς, για να υπερβάλει στη φαντασία το καθήκον που είχε μπει και όχι για να αποφύγει την εκπλήρωσή του στην πράξη, για να ξαναβρεί το πνεύμα της επανάστασης και όχι για να κάνει να πλανιέται το φάντασμά της.

Από το 1848 ως το 1851 πλανιόταν μονάχα το φάντασμα της παλιάς επανάστασης, αρχίζοντας από το Μαράστ, το δημοκράτη λιμοκοντόρο που ντύθηκε τη στολή του παλιού Μπαγύ, και τελειώνοντας στον τυχοδιώχτη που κρύβει τα χυδαία και αποκρουστικά χαρακτηριστικά του κάτω από τη σιδερένια νεκρική μάσκα του Ναπολέοντα. Ενας ολόκληρος λαός, που ενώ πιστεύει πως με την επανάσταση απόχτησε μιαν επιταχυμένη ικανότητα κίνησης, βλέπει ξαφνικά ότι ξαναγύρισε σε μια πεθαμένη εποχή και για να μην υπάρχει καμιά δυνατότητα πλάνης για το ξανακύλισμά του αυτό ξανανασταίνονται οι παλιές χρονολογίες, το παλιό ημερολόγιο, τα παλιά ονόματα, τα παλιά διατάγματα που από καιρό είχανε ξεπέσει στα χέρια της σοφίας των παλαιοπωλείων και οι παλιοί χωροφύλακες που από καιρό φαίνεται ότι είχαν σαπίσει. Το έθνος φέρεται σαν εκείνο το μανιακό Αγγλο από το Μπέντλαμ2, που νόμιζε πως ζούσε στην εποχή των αρχαίων Φαραώ και θρηνούσε κάθε μέρα για τη σκληρή δουλειά που ήταν υποχρεωμένος να κάνει σα χρυσωρύχος στα μεταλλείο της Αιθιοπίας, περιτοιχισμένος σ' αυτή την υπόγεια φυλακή με μια λάμπα στηριγμένη στο κεφάλι του που έριχνε ένα αμυδρό φως, με τον επιστάτη των δούλων που κρατούσε ένα μακρύ μαστίγιο από πίσω του και με ένα ανακατεμένο πλήθος από βάρβαρους πολεμιστές στις εξόδους που δεν καταλάβαιναν ούτε τους εργάτες που δούλευαν σα σκλάβοι στα μεταλλεία, μα και που δεν καταλάβαιναν ούτε και ο ένας τον άλλο γιατί δεν είχαν την ίδια γλώσσα. «Και όλα αυτά τα ζητούν από μένα», λέει αναστενάζοντας ο μανιακός Αγγλος, «από μένα που γεννήθηκα ελεύθερος Βρετανός, για να βγάζω χρυσάφι για τους αρχαίους Φαραώ». «Για να πληρωθούν τα χρέη της οικογένειας Βοναπάρτη», αναστενάζει το γαλλικό έθνος. Ο Αγγλος, όσο ήταν στα λογικά του, δεν μπορούσε να γλιτώσει από την έμμονη ιδέα του χρυσωρύχου. Οι Γάλλοι, όσο κι αν επαναστατούσαν δεν μπορούσαν να γλιτώσουν από τη ναπολεόντεια ανάμνηση, όπως το απέδειξε η εκλογή της 10 του Δεκέμβρη 1848. Λαχταρούσαν να ξεφύγουν από τους κινδύνους της επανάστασης και να ξαναγυρίσουν στις χύτρες με τα κρέατα της Αιγύπτου και η 2 του Δεκέμβρη 1851 ήταν η απάντηση. Δεν έχουν μονάχα γελοιογραφήσει τη γελοιογραφία του παλιού Ναπολέοντα, γελοιογράφησαν τον ίδιο τον παλιό Ναπολέοντα, όπως έπρεπε να φαίνεται στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνον από το μέλλον. Δεν μπορεί ν' αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις είχαν ανάγκη από κοσμοϊστορικές αναμνήσεις για να κρύψουν από τον εαυτό τους το περιεχόμενό τους. Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο η επανάσταση του 19ου αιώνα, πρέπει ν' αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους. Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση.

Η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν ένας αιφνιδιασμός, μια έκπληξη της παλιάς κοινωνίας και ο λαός ανακήρυξε κοσμοϊστορικό γεγονός, που εγκαινιάζει τη νέα εποχή, αυτό το ανέλπιστο εγχείρημα. Στις 2 του Δεκέμβρη η επανάσταση του Φλεβάρη εξαφανίστηκε με την ταχυδακτυλουργία ενός απατεώνα, κι εκείνο που φαίνεται ότι ανατράπηκε δεν ήταν πια η μοναρχία, μα οι φιλελεύθερες παραχωρήσεις που είχαν αποσπαστεί απ' αυτήν ύστερα από εκατοντάχρονους αγώνες. Αντί η κοινωνία να έχει καταχτήσει ένα καινούριο περιεχόμενο για τον εαυτό της, φαίνεται μόνο πως το κράτος ξαναγύρισε στην αρχαιότατη μορφή του, στην αδιάντροπα απλή κυριαρχία του σπαθιού και του ράσου. Αυτή την απάντηση έδωσε στο εγχείρημα (coup de main) του Φλεβάρη του 1848 το τόλμημα (coup de tete) του Δεκέμβρη του 1851. Οπως κερδήθηκε έτσι και χάθηκε. Στο αναμεταξύ η ενδιάμεση περίοδος δεν πέρασε αχρησιμοποίητη. Η γαλλική κοινωνία στα χρόνια 1848 - 1851 ξεπέρασε και μάλιστα με μιαν συντομευμένη μέθοδο, γιατί ήταν επαναστατική, την καθυστέρηση που είχε στις μελέτες και στην πείρα, που σε μια κανονική να πούμε μεθοδική εξέλιξη, θα έπρεπε να προηγηθούν από την επανάσταση του Φλεβάρη αν αυτή έπρεπε να είναι κάτι περισσότερο από μια επιφανειακή διαταραχή. Η κοινωνία φαίνεται τώρα πως ξαναγύρισε πιο πίσω από την αφετηρία της. Στην πραγματικότητα πρέπει πρώτα να δημιουργήσει την επαναστατική αφετηρία, δηλ. την κατάσταση, τις σχέσεις, τους όρους που κάτω απ' αυτούς μόνο γίνεται σοβαρή η σύγχρονη επανάσταση.

Οι αστικές επαναστάσεις, όπως λ.χ. οι επαναστάσεις του 18ου αιώνα, βαδίζουν ορμητικά από επιτυχία σε επιτυχία, τα δραματικά τους αποτελέσματα ξεπερνούν το ένα το άλλο, άνθρωποι και πράγματα φαίνονται σα να περιβάλλονται από αστραφτερά διαμάντια, η έκσταση είναι το πνεύμα της ημέρας. Μα οι επαναστάσεις αυτές ζούνε λίγον καιρό, γρήγορα φτάνουν στο αποκορύφωμά τους και μια μακρόχρονη αποχαύνωση κυριεύει την κοινωνία προτού μάθει να αφομοιώνει νηφάλια τα αποτελέσματα της ορμητικής και θυελλώδικης εποχής της. Αντίθετα οι προλεταριακές επαναστάσεις, όπως οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμου τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν' αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν:

«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!3

Εδώ είναι το ρόδο, εδώ χόρεψε!»

Αλλωστε κάθε υποφερτός παρατηρητής, κι αν ακόμη δεν είχε παρακολουθήσει βήμα προς βήμα την πορεία της γαλλικής εξέλιξης, έπρεπε να προαισθανθεί ότι η επανάσταση τραβούσε προς ένα πρωτάκουστο ρεζίλεμα. Εφτανε ν' ακούσει κανείς τα αυτάρεσκα επινίκια γαυγίσματα που μ' αυτά οι κύριοι δημοκράτες συγχαίρανε ο ένας τον άλλο για τα ευμενή αποτελέσματα της δεύτερης Κυριακής του Μάη του 1852. Η δεύτερη Κυριακή του Μάη του 1852 είχε γίνει στα μυαλά τους έμμονη ιδέα, δόγμα, όπως είχε γίνει στα μυαλά των χιλιαστών η μέρα που θα ξαναπαρουσιαστεί ο Χριστός και θ' αρχίσει τη χιλιόχρονη βασιλεία του. Οπως πάντα, η αδυναμία είχε βρει τη σωτηρία της στην πίστη, στα θαύματα. Νόμιζε πως θα νικούσε τον εχθρό αν τον ξόρκιζε στη φαντασία της και έχασε κάθε κατανόηση για το παρόν χάρη σε μια παθητική αποθέωση του μέλλοντος που της επιφυλάσσεται και στις πράξεις που είχε στο νου, μα που δεν ήθελε ακόμα να τις γνωστοποιήσει. Οι ήρωες αυτοί που προσπαθούσαν να αναιρέσουν την αποδειγμένη ανικανότητά τους, εκφράζοντας αμοιβαία ο ένας στον άλλο τη συμπόνια τους, και ενωμένοι σ' ένα σωρό είχαν ετοιμάσει τις αποσκευές τους, είχαν τσεπώσει προκαταβολικά τα δάφνινα στεφάνια τους και ασχολούνταν τώρα με την προεξόφληση στο χρηματιστήριο των πλασματικών δημοκρατιών, για τις οποίες, μέσα στα κατάβαθα της χωρίς απαιτήσεις ψυχής τους είχαν κιόλας προνοητικά οργανώσει το κυβερνητικό προσωπικό. Η 2 του Δεκέμβρη τους βρήκε σαν κεραυνός από ξάστερο ουρανό και οι λαοί, που σε εποχές μικρόψυχης αθυμίας αφήνουν πρόθυμα να καταπνίγεται ο εσωτερικός τους φόβος από τους πιο δυνατούς φωνακλάδες, θα έχουν ίσως πειστεί ότι πέρασαν πια οι καιροί που οι χήνες μπόρεσαν με τα κακαρίσματά τους να σώσουν το Καπιτώλιο.

Το σύνταγμα, η εθνοσυνέλευση, τα κόμματα της δυναστείας, οι γαλάζιοι και οι κόκκινοι δημοκράτες, οι ήρωες της Αφρικής, οι βροντές απ' το βήμα, οι βουβές αστραπές του καθημερινού Τύπου, ολόκληρη η φιλολογία, τα πολιτικά ονόματα και οι πνευματικές κορυφές, ο αστικός νόμος και το ποινικό δίκαιο, η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφότητα και η δεύτερη Κυριακή του Μάη 1852, όλα αυτά εξαφανίστηκαν σα μια φαντασμαγορία μπροστά στα ξόρκια ενός ανθρώπου που και οι ίδιοι οι εχθροί του δεν τον παρουσιάζουν για μάγο. Το γενικό εκλογικό δικαίωμα φαίνεται πως επέζησε μόνο για μια στιγμή, για να γράψει με το ίδιο του το χέρι μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου τη διαθήκη του και να διακηρύξει στο όνομα του ίδιου του λαού ότι: καθετί που υπάρχει, αξίζει να καταστραφεί.

Δε φτάνει να λέμε απλώς, όπως κάνουν οι Γάλλοι, ότι το έθνος τους αιφνιδιάστηκε. Σ' ένα έθνος, όπως και σε μια γυναίκα, δε συγχωρείται η στιγμή της αδυναμίας, που ο πρώτος τυχόν τυχοδιώχτης θα μπορούσε να τη βιάσει. Το αίνιγμα δε λύνεται με τέτοια στριφογυρίσματα, αλλά μόνο διατυπώνεται διαφορετικά. Απόμενε να εξηγηθεί πώς ένα έθνος 36 εκατομμυρίων αιφνιδιάστηκε και οδηγήθηκε χωρίς αντίσταση στην αιχμαλωσία από τρεις αγύρτες.

Ας ανακεφαλαιώσουμε στις γενικές τους γραμμές, τις φάσεις που πέρασε η Γαλλική Επανάσταση από τις 24 του Φλεβάρη 1848 ως το Δεκέμβρη του 1851.

Ξεχωρίζουν ολοφάνερα τρεις κύριες περίοδοι: η περίοδος του Φλεβάρη. Η περίοδος της συγκρότησης της δημοκρατίας ή της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης, από τις 4 του Μάη 1848 ως τις 29 του Μάη 1849. Η περίοδος της συνταγματικής δημοκρατίας ή της νομοθετικής εθνοσυνέλευσης, από τις 29 του Μάη 1849 ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851.

Η πρώτη περίοδος, από τις 24 του Φλεβάρη, ή από την ανατροπή του Λουδοβίκου Φιλίππου ως τις 4 του Μάη 1848, τη μέρα της σύγκλησης της συνταχτικής συνέλευσης, που αποτελεί την καθ' αυτό περίοδο του Φλεβάρη, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ο πρόλογος της επανάστασης. Ο χαρακτήρας της εκδηλώθηκε επίσημα με το γεγονός ότι η κυβέρνηση που αυτοσχεδίασε αυτή η περίοδος, αυτοανακηρύσσεται η ίδια προσωρινή και, όπως η κυβέρνηση, το ίδιο και καθετί που παρακινήθηκε, που επιχειρήθηκε και που εκδηλώθηκε σ' αυτή την περίοδο, χαρακτηρίστηκε μόνο του σαν προσωρινό. Κανένας και τίποτε δεν τόλμησε να διεκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα της μόνιμης ύπαρξης και της πραγματικής δράσης. Ολα τα στοιχεία που είχαν προπαρασκευάσει ή καθορίσει την επανάσταση, η δυναστική αντιπολίτευση, η δημοκρατική αστική τάξη, η δημοκρατική - ρεπουμπλικάνικη μικροαστική τάξη και η σοσιαλδημοκρατική εργατιά, βρήκανε προσωρινά τη θέση τους στην κυβέρνηση του Φλεβάρη.

Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Οι μέρες του Φλεβάρη επιδίωκαν αρχικά μια εκλογική μεταρρύθμιση, που θα πλάταινε τον κύκλο των πολιτικά προνομιούχων ανάμεσα στην ίδια την κατέχουσα τάξη και θα ανέτρεπε την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος. Μα όταν η υπόθεση έφτασε στην πραγματική σύγκρουση, όταν ο λαός κατέβηκε στα οδοφράγματα, όταν η εθνοφυλακή κράτησε μια στάση παθητική, όταν ο στρατός δεν πρόβαλε καμιά σοβαρή αντίσταση και η δυναστεία το 'βαλε στα πόδια, τότε η δημοκρατία φάνηκε σαν κάτι το αυτονόητο. Κάθε κόμμα την εξήγησε με το δικό του τρόπο. Το προλεταριάτο που την κατάχτησε με τα όπλα, της έβαλε τη δική του σφραγίδα και την ανακήρυξε κοινωνική δημοκρατία. Ετσι εξηγήθηκε το γενικό περιεχόμενο της σύγχρονης επανάστασης, περιεχόμενο που βρισκότανε στην πιο παράδοξη αντίφαση με καθετί που μπορούσε να πραγματοποιηθεί, κατά πρώτο λόγο και άμεσα με το υλικό που υπήρχε, με το τότε μορφωτικό επίπεδο των μαζών, μέσα στις δοσμένες συνθήκες και σχέσεις. Από την άλλη μεριά, οι αξιώσεις όλων των άλλων στοιχείων που είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση του Φλεβάρη, αναγνωρίστηκαν με το ότι πήραν τη μερίδα του λέοντος στην κυβέρνηση. Γι' αυτό, σε καμιά άλλη εποχή δε βρίσκουμε πιο παρδαλό μείγμα από φουσκωμένες φράσεις και από πραγματική αβεβαιότητα και αμηχανία, από τις πιο ενθουσιώδικες νεωτεριστικές τάσεις και από την πιο απόλυτη κυριαρχία της παλιάς ρουτίνας, από την πιο φαινομενική αρμονία ολόκληρης της κοινωνίας και από την πιο βαθιά αποξένωση των στοιχείων της. Την ώρα που το παρισινό προλεταριάτο ήταν ακόμα μεθυσμένο από τη μεγάλη προοπτική που ξανοιγόταν μπροστά του και επιδιδόταν σε σοβαρές συζητήσεις για τα κοινωνικά προβλήματα, οι παλιές δυνάμεις της κοινωνίας είχαν συσπειρωθεί, συγκεντρωθεί, συνέλθει και βρει ένα απροσδόκητο στήριγμα στη μάζα του έθνους, στους αγρότες και τους μικροαστούς, που όλοι όρμησαν μεμιάς στην πολιτική σκηνή ύστερα από το γκρέμισμα των φραγμάτων της μοναρχίας του Ιούλη.

Η δεύτερη περίοδος, από τις 4 του Μάη 1848 ως το τέλος του Μάη 1849, είναι η περίοδος της συγκρότησης, της θεμελίωσης της αστικής δημοκρατίας. Αμέσως ύστερα από τις μέρες του Φλεβάρη δεν είχε αιφνιδιαστεί μόνον η δυναστική αντιπολίτευση από τους δημοκρατικούς, μα και οι δημοκρατικοί από τους σοσιαλιστές, μα και ολόκληρη η Γαλλία από το Παρίσι. Η εθνοσυνέλευση που συνήλθε στις 4 του Μάη 1848 και που βγήκε από εθνικές εκλογές, αντιπροσώπευε το έθνος. Ηταν μια ζωντανή διαμαρτυρία ενάντια στις αξιώσεις των ημερών του Φλεβάρη και έμελλε να επαναφέρει τα αποτελέσματα της επανάστασης στα αστικά πλαίσια. Μάταια το παρισινό προλεταριάτο, που κατάλαβε αμέσως το χαρακτήρα αυτής της εθνοσυνέλευσης προσπάθησε στις 15 του Μάη, λίγες μέρες ύστερα από τη σύγκλησή της, ν' αρνηθεί βίαια την ύπαρξή της, να τη διαλύσει, να σκορπίσει ξανά στα συστατικά της μέρη την οργανική μορφή που μ' αυτή το αντιδραστικό πνεύμα του έθνους απειλούσε το προλεταριάτο. Οπως είναι γνωστό, η 15 του Μάη δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά ν' απομακρύνει το Μπλανκί και τους οπαδούς του, δηλαδή τους πραγματικούς αρχηγούς του προλεταριακού κόμματος, από την πολιτική σκηνή για ολόκληρη τη διάρκεια του κύκλου που εξετάζουμε.

Την αστική μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου δεν μπορεί να τη διαδεχτεί παρά η αστική δημοκρατία. Αυτό σημαίνει πως αν πίσω από το όνομα του βασιλιά κυβερνούσε μια περιορισμένη μερίδα της αστικής τάξης, τώρα στο όνομα του λαού θα κυβερνάει το σύνολο της αστικής τάξης. Οι διεκδικήσεις του παρισινού προλεταριάτου είναι ουτοπικές ανοησίες, στις όποιες πρέπει να δοθεί ένα τέλος. Στη δήλωση αυτή της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης το παρισινό προλεταριάτο, απάντησε με την εξέγερση του Ιούνη, το πιο κολοσσιαίο γεγονός στην ιστορία των ευρωπαϊκών εμφύλιων πολέμων. Η αστική δημοκρατία νίκησε. Είχε με το μέρος της την αριστοκρατία του χρήματος, τη βιομηχανική αστική τάξη, τις μεσαίες τάξεις, τους μικροαστούς, το στρατό, το κουρελοπρολεταριάτο που ήταν οργανωμένο σαν κινητή φρουρά, τους διανοούμενους, τους παπάδες και τον πληθυσμό της υπαίθρου. Με το μέρος του παρισινού προλεταριάτου δεν ήτανε κανένας άλλος εκτός απ' αυτό το ίδιο. Πάνω από 3.000 εξεγερμένοι σφάχτηκαν μετά τη νίκη και 15.000 εξορίστηκαν χωρίς δίκη. Μ' αυτή την ήττα το προλεταριάτο περνά στο πίσω μέρος της επαναστατικής σκηνής. Προσπαθεί να περάσει ξανά μπροστά, κάθε φορά που το κίνημα φαίνεται πως παίρνει καινούρια φόρα, μα κάθε φορά το επιχειρεί αυτό με ελαττωμένη χρησιμοποίηση δυνάμεων και πάντα με κατώτερο αποτέλεσμα. Κάθε φορά που ένα από τα κοινωνικά στρώματα που βρισκόταν ψηλότερα απ' αυτό έμπαινε σε επαναστατικό αναβρασμό, το προλεταριάτο συμμαχεί μαζί του κι έτσι συμμερίζεται όλες τις ήττες που παθαίνουν τα διάφορα κόμματα το ένα ύστερα από το άλλο. Μα τα κατοπινά αυτά χτυπήματα αδυνατίζουν όλο και πιο πολύ, όσο περισσότερο απλώνονται πάνω σ' ολόκληρη την επιφάνεια της κοινωνίας. Οι σημαντικότεροι αρχηγοί του στην εθνοσυνέλευση και στον Τύπο πέφτουν ο ένας ύστερα απ' τον άλλο θύματα των δικαστηρίων και όλο πιο διφορούμενα πρόσωπα μπαίνουν επικεφαλής του. Κατά ένα μέρος ρίχνεται σε δογματικούς πειραματισμούς, σε τράπεζες ανταλλαγών και σε εργατικούς συνεταιρισμούς, δηλ. σ' ένα κίνημα όπου παραιτείται από την ιδέα ν' ανατρέψει τον παλιό κόσμο με το σύνολο των δικών του μεγάλων μέσων και προσπαθεί να πραγματοποιήσει την απολύτρωσή του πίσω από την πλάτη της κοινωνίας, με ιδιωτικό τρόπο, μέσα στους περιορισμένους όρους ύπαρξής του και που γι' αυτό αναγκαστικά αποτυχαίνει. Φαίνεται πως δεν μπορεί ούτε να ξαναβρεί μέσα του το επαναστατικό μεγαλείο, ούτε να κερδίσει καινούρια δραστηριότητα από τις νέες συμμαχίες που κλείνει ως τη στιγμή που όλες οι τάξεις που μ' αυτές πολέμησε τον Ιούνη, κείτονται ηττημένες δίπλα του. Μα τουλάχιστο, πέφτει μ' όλες τις τιμές της μεγάλης κοσμοϊστορικής πάλης. Οχι μονάχα η Γαλλία, μα ολόκληρη η Ευρώπη τρέμει από το σεισμό του Ιούνη, ενώ οι κατοπινές ήττες των ανώτερων τάξεων εξαγοράζονται τόσο φτηνά, που χρειάζονται όλη την αδιάντροπη υπερβολή του κόμματος που νίκησε για να μπορούν να περάσουν σαν γεγονότα και γίνονται τόσο πιο επαίσχυντες, όσο πιο μακριά από το προλεταριάτο βρίσκεται το κόμμα που νικήθηκε.

Η ήττα λοιπόν των επαναστατών του Ιούνη είχε φυσικά προπαρασκευάσει και προλειάνει το έδαφος, που πάνω του μπορούσε να ιδρυθεί και να ανοικοδομηθεί η αστική δημοκρατία. Ταυτόχρονα όμως είχε δείξει ότι στην Ευρώπη επρόκειτο για άλλα προβλήματα και όχι για το πρόβλημα «δημοκρατία ή μοναρχία». Είχε φανερώσει ότι αστική δημοκρατία σημαίνει εδώ την απεριόριστη δεσποτεία μιας τάξης πάνω στις άλλες τάξεις. Είχε αποδείξει ότι σε χώρες με έναν παλιό πολιτισμό, με αναπτυγμένο σχηματισμό τάξεων, με συγχρονισμένους όρους παραγωγής και με μια πνευματική συνείδηση όπου έχουν διαλυθεί ύστερα από δουλειά αιώνων όλες οι πατροπαράδοτες ιδέες, η δημοκρατία σημαίνει γενικά μόνο την πολιτική μορφή ανατροπής της αστικής κοινωνίας και όχι τη συντηρητική μορφή της ζωής της, όπως συμβαίνει λόγου χάρη στις Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, όπου υπάρχουν βέβαια τάξεις δεν έχουν όμως ακόμη σταθεροποιηθεί μα σε διαρκή κατάσταση ροής αλλάζουν και ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα συστατικά τους στοιχεία, όπου τα σύγχρονα μέσα παραγωγής αντί να συμβαδίζουν μ' ένα λιμνάζοντα υπερπληθυσμό αναπληρώνουν μάλλον τη σχετική έλλειψη σε εργατικά κεφάλαια και χέρια και, τέλος, όπου η πυρετική νεανική κίνηση της υλικής παραγωγής που έχει να κατακτήσει έναν καινούριο κόσμο, δεν άφησε ούτε χρόνο ούτε ευκαιρία για να καταργήσει τον παλιό κόσμο των φαντασμάτων.

Στις μέρες του Ιούνη όλες οι τάξεις και όλα τα κόμματα ενώθηκαν στο κόμμα της τάξεως ενάντια στην προλεταριακή τάξη, που τη θεωρούσαν το κόμμα της αναρχίας, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού. Είχαν «σώσει» την κοινωνία από «τους εχθρούς της κοινωνίας». Είχαν διαδώσει στα στρατεύματά τους τα συνθήματα της παλιάς κοινωνίας - «ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία, τάξις» - και ενθάρρυναν την αντεπαναστατική σταυροφορία με τα λόγια: «Κάτω απ' αυτό το έμβλημα, θα νικήσεις!». Απ' αυτή τη στιγμή, κάθε φορά που ένα από τα πολυάριθμα κόμματα, που είχαν συσπειρωθεί κάτω από το έμβλημα αυτό ενάντια στους εξεγερμένους του Ιούνη, προσπαθεί να διατηρήσει το επαναστατικό πεδίο μάχης για τα δικά του ταξικά συμφέροντα, υποκύπτει μπροστά σ' αυτή την κραυγή: «Ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία, τάξις». Η κοινωνία σώζεται κάθε φορά που ο κύκλος των κυριάρχων της στενεύει, όταν ένα αποκλειστικότερο συμφέρον επικρατεί μπροστά στο πλατύτερο. Κάθε διεκδίκηση και της πιο απλής αστικής οικονομικής μεταρρύθμισης, του πιο συνηθισμένου φιλελευθερισμού, του πιο τυπικού ρεπουμπλικανισμού, της πιο ρηχής δημοκρατίας τιμωρείται ταυτόχρονα σαν «απόπειρα κατά της κοινωνίας» και στιγματίζεται σαν «σοσιαλισμός». Τελικά και οι αρχιερείς της «θρησκείας και της τάξεως» πετιούνται κι αυτοί με τις κλοτσιές από τους τρίποδές τους της Πυθίας, αρπάζονται στο σκοτάδι της νύχτας από τα κρεβάτια τους, χώνονται μέσα σε κλούβες, πετιούνται στα μπουντρούμια ή στέλνονται στην εξορία, ο ναός τους ισοπεδώνεται, το στόμα τους βουλώνεται, η πένα τους τσακίζεται, ο νόμος τους ξεσκίζεται στο όνομα της θρησκείας, της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της τάξεως. Αστοί φανατικοί οπαδοί της τάξεως πυροβολούνται στους εξώστες τους από μεθυσμένα μπουλούκια φαντάρων, βεβηλώνεται η ιερότητα της οικογένειάς τους, βομβαρδίζονται τα σπίτια τους για διασκέδαση - στο όνομα της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της θρησκείας και της τάξεως. Τελικά, τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας σχηματίζουν την ιερή φάλαγγα της τάξεως και ο ήρωας Κραπουλίνσκι4 μπαίνει στον Κεραμεικό σαν «σωτήρας της κοινωνίας».

Κεφάλαιο δεύτερο

Ας ξαναπιάσουμε το νήμα της εξέλιξης.

Η ιστορία της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης ύστερα από τις μέρες του Ιούνη είναι η ιστορία της κυριαρχίας και της διάλυσης της δημοκρατικής ομάδας της αστικής τάξης, της ομάδας εκείνης που είναι γνωστή με το όνομα τρίχρωμοι δημοκράτες, πούροι δημοκράτες, πολιτικοί δημοκράτες, φορμαλιστές δημοκράτες κλπ.

Η ομάδα αυτή είχε αποτελέσει στο καθεστώς της αστικής μοναρχίας του Λουδοβίκου Φιλίππου την επίσημη δημοκρατική αντιπολίτευση και συνεπώς ένα αναγνωρισμένο, συστατικό μέρος του τότε πολιτικού κόσμου. Είχε τους αντιπροσώπους της στις βουλές και σημαντική σφαίρα επιρροής στον Τύπο. Το παρισινό όργανό της, τη «Νασιονάλ», το θεωρούσανε στο είδος του τόσο αξιοσέβαστο, όσο και τη «Ζουρνάλ ντε Ντεμπά». Ο χαρακτήρας της αντιστοιχούσε στη θέση που είχε μέσα στη συνταγματική μοναρχία. Δεν ήταν μια ομάδα της αστικής τάξης, που τη συνδέανε μεγάλα κοινά συμφέροντα και που την ξεχώριζαν από τις άλλες ομάδες ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής. Ηταν μια κλίκα από φιλοδημοκρατικούς αστούς - συγγραφείς, δικηγόρους, αξιωματικούς και δημόσιους υπαλλήλους - που η επιρροή τους στηριζότανε στις προσωπικές αντιπάθειες της χώρας κατά του Λουδοβίκου Φιλίππου, στη θύμηση της παλιάς δημοκρατίας, στη δημοκρατική πίστη μερικών ονειροπόλων και πριν απ' όλα στο γαλλικό εθνικισμό, που τον κρατούσε συνεχώς άγρυπνο το μίσος του ενάντια στις συνθήκες της Βιέννης και τη συμμαχία με την Αγγλία. Ενα μεγάλο μέρος των οπαδών που είχε η «Νασιονάλ» την εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου το χρωστούσε σε τούτο τον κρυφό αυτοκρατορισμό, που αργότερα, στο καθεστώς της δημοκρατίας, μπόρεσε γι' αυτό το λόγο να της αντιπαραταχθεί σαν ένας ολέθριος ανταγωνιστής στο πρόσωπο του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Καταπολεμούσε την αριστοκρατία του χρήματος, όπως το έκανε όλη η υπόλοιπη αστική αντιπολίτευση. Η πολεμική ενάντια στον προϋπολογισμό, που στη Γαλλία ήταν συνδεμένη ακριβώς με την πάλη ενάντια στην αριστοκρατία του χρήματος, της εξασφάλιζε μια τόσο φτηνή δημοτικότητα και τόσο πλούσια ύλη για πουριτανικά κύρια άρθρα, που δεν μπορούσε να μην τα εκμεταλλευτεί. Η βιομηχανική αστική τάξη την ευγνωμονούσε γιατί υποστήριζε δουλόπρεπα το γαλλικό προστατευτικό τελωνειακό σύστημα που το παραδεχόταν ωστόσο περισσότερο για εθνικούς λόγους παρά για λόγους οικονομικούς. Την ευγνωμονούσε και το σύνολο της αστικής τάξης για τις συκοφαντίες της ενάντια στον κομμουνισμό και το σοσιαλισμό. Κατά τα άλλα, το κόμμα της «Νασιονάλ» ήταν καθαρά δημοκρατικό, δηλαδή ζητούσε μια δημοκρατική αντί μια μοναρχική μορφή της αστικής κυριαρχίας και πριν απ' όλα τη μερίδα του λέοντος σ' αυτή την κυριαρχία. Οσο για τους όρους αυτής της αλλαγής, δεν τους είχε καθόλου ξεκαθαρίσει στον εαυτό της. Αντίθετα, εκείνο που έβλεπε ολοκάθαρα και που έγινε δημόσια γνωστό στα μεταρρυθμιστικά συμπόσια τις τελευταίες μέρες του Λουδοβίκου Φιλίππου ήταν η αντιδημοτικότητά της ανάμεσα στους δημοκράτες μικροαστούς και ιδιαίτερα στο επαναστατικό προλεταριάτο. Αυτοί οι πούροι δημοκράτες, όπως είναι άλλωστε όλοι οι πούροι δημοκράτες, ήταν κιόλας έτοιμοι να ικανοποιηθούν στην αρχή με την αντιβασιλεία της δούκισσας της Ορλεάνης, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη, που πρόσφερε στους πιο γνωστούς εκπροσώπους τους μια θέση στην προσωρινή κυβέρνηση. Οι εκπρόσωποί τους είχαν φυσικά από την αρχή την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης και την πλειοψηφία της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης. Τα σοσιαλιστικά στοιχεία της προσωρινής κυβέρνησης αποκλείστηκαν αμέσως από την εκτελεστική επιτροπή που σχημάτισε η εθνοσυνέλευση στην πρώτη της σύνοδο και το κόμμα της «Νασιονάλ» χρησιμοποίησε την έκρηξη της εξέγερσης του Ιούνη για να αποπέμψει και την ίδια την εκτελεστική επιτροπή και ν' απαλλαγεί έτσι από τους άμεσους αντιπάλους του, από τους μικροαστούς ή δημοκράτες ρεπουμπλικάνους (Λεντρί - Ρολέν κλπ.). Ο Καβενιάκ, ο στρατηγός του αστικού δημοκρατικού κόμματος που είχε διευθύνει τη μάχη του Ιούνη, αντικατάστησε την εκτελεστική επιτροπή ασκώντας ένα είδος δικτατορικής εξουσίας. Ο Μαράστ, παλιός αρχισυντάχτης της «Νασιονάλ», έγινε ο μόνιμος πρόεδρος της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης και οι πούροι δημοκράτες πήρανε τα υπουργεία, καθώς και όλες τις άλλες σημαντικές θέσεις.

Η δημοκρατική ομάδα των αστών, που από καιρό θεωρούσε τον εαυτό της νόμιμο κληρονόμο της μοναρχίας του Ιούλη, νόμισε ότι έχει ξεπεράσει τα ιδανικά της, με τη διαφορά ότι έφτασε στην εξουσία όχι όπως το ονειρεύτηκε τον καιρό του Λουδοβίκου Φιλίππου, με μια φιλελεύθερη εξέγερση της αστικής τάξης ενάντια στο θρόνο, μα ύστερα από μια στάση του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο, μια στάση που καταπνίγηκε με κανονιές. Εκείνο που είχε φανταστεί σαν το πιο επαναστατικό γεγονός ξετυλίχτηκε στην πραγματικότητα σαν το πιο αντεπαναστατικό. Ο καρπός της έπεσε στην ποδιά, μα έπεσε από το δέντρο της γνώσης, κι όχι από το δέντρο της ζωής.

Η αποκλειστική κυριαρχία των αστών δημοκρατών κράτησε μόνον από τις 24 του Ιούνη ως τις 10 του Δεκέμβρη 1848. Συνοψίζεται στη σύνταξη ενός δημοκρατικού συντάγματος και στην κήρυξη του Παρισιού σε κατάσταση πολιορκίας.

Το νέο σύνταγμα στη βάση του δεν ήταν παρά η εκδημοκρατισμένη έκδοση του συνταγματικού χάρτη του 1830. Το υψηλό εκλογικό τίμημα της μοναρχίας του Ιούλη, που απέκλειε ακόμα και μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης από την πολιτική εξουσία, ήταν ασυμβίβαστο με την ύπαρξη της αστικής δημοκρατίας. Στη θέση αυτού του εκλογικού τιμήματος, η επανάσταση του Φλεβάρη είχε αμέσως προκηρύξει το άμεσο γενικό εκλογικό δικαίωμα. Οι αστοί δημοκράτες δεν μπορούσαν ν' ανακηρύξουν ως μη γενόμενο αυτό το γεγονός. Υποχρεώθηκαν ν' αρκεστούν να προσθέσουν την περιοριστική διάταξη μιας εξάμηνης διαμονής στον τόπο της εκλογής. Η παλιά διοικητική, δημοτική, δικαστική, στρατιωτική κλπ. οργάνωση διατηρήθηκε ανέπαφη ή, όπου το σύνταγμα την τροποποίησε, η τροποποίηση αυτή αφορούσε τον πίνακα των περιεχομένων και όχι το περιεχόμενο, το όνομα και όχι το πράγμα.

Το αναπόφευκτο γενικό επιτελείο των ελευθεριών του 1848 - προσωπική ελευθερία, ελευθερία του Τύπου, του λόγου, της οργάνωσης, της συγκέντρωσης, της εκπαίδευσης, της θρησκείας κλπ. - περιβλήθηκε με μια συνταγματική στολή που το έκανε άτρωτο. Δηλαδή, καθεμιά απ' αυτές τις ελευθερίες ανακηρύσσεται σαν απόλυτο δικαίωμα του Γάλλου πολίτη, αλλά με τη σημείωση στο περιθώριο ότι είναι απεριόριστη μόνον ως εκεί που δεν περιορίζεται από τα «ίσα δικαιώματα των άλλων και από τη δημόσια ασφάλεια» ή από «νόμους» που έχουν για σκοπό να εξασφαλίσουν ακριβώς αυτή την αρμονία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ τους και με τη δημόσια ασφάλεια. Λ.χ.: «Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να συνεταιρίζονται, να συγκεντρώνονται φιλήσυχα και δίχως όπλα, να αναφέρονται στις αρχές και να εκφράζουν πάντοτε τις γνώμες τους με τον Τύπο ή με κάθε άλλο μέσο. Η απόλαυση αυτών των δικαιωμάτων δεν έχει άλλους περιορισμούς παρά τα ίσα δικαιώματα των άλλων και τη δημόσια ασφάλεια» (Κεφ. II του γαλλικού συντάγματος, άρθρο 8). «Η εκπαίδευση είναι ελεύθερη. Η ελευθερία της εκπαίδευσης πρέπει να απολαμβάνεται μέσα στα όρια που έχουν καθοριστεί από το νόμο και κάτω από την ανώτερη επίβλεψη του κράτους» (στο ίδιο άρθρο 9). «Η κατοικία κάθε πολίτη είναι απαραβίαστη εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος» (Κεφ. II, άρθρο 3) κλπ., κλπ. Γι' αυτό, το σύνταγμα παραπέμπει συνεχώς σε μελλοντικούς οργανικούς νόμους, που θα ερμηνεύουν αυτές τις σημειώσεις στο περιθώριο και θα ρυθμίζουν την απόλαυση αυτών των απεριόριστων ελευθεριών, έτσι που να μη συγκρούονται ούτε αναμεταξύ τους, ούτε με τη δημόσια ασφάλεια. Και αργότερα αυτοί οι οργανικοί νόμοι εκδόθηκαν από τους φίλους της τάξεως και όλες αυτές οι ελευθερίες ρυθμίστηκαν έτσι που η αστική τάξη να τις απολαμβάνει δίχως να σκοντάφτει στα ίσα δικαιώματα των άλλων τάξεων της κοινωνίας. Παντού όπου απαγόρευαν ολότελα στους άλλους αυτές τις ελευθερίες ή που επέτρεπαν την απόλαυσή τους με τέτοιους όρους που αποτελούν άλλες τόσες αστυνομικές παγίδες, αυτό γινόταν πάντοτε μονάχα για το συμφέρον της «δημόσιας ασφάλειας», δηλαδή για την ασφάλεια της αστικής τάξης, όπως ορίζει το σύνταγμα. Γι' αυτό κατοπινά και τα δύο μέρη επικαλούνταν με όλο τους το δίκιο το σύνταγμα, τόσο οι φίλοι της τάξεως που καταργούσανε όλες αυτές τις ελευθερίες, όσο και οι δημοκράτες που διεκδικούσαν όλες τις ελευθερίες. Γιατί το κάθε άρθρο του συντάγματος περιέχει την ίδια του την αντίθεση, τη δική του άνω και κάτω βουλή, δηλαδή στη γενική φράση την ελευθερία και στη σημείωση του περιθωρίου την κατάργηση της ελευθερίας. Οσο καιρό, λοιπόν, ήταν σεβαστή η λέξη ελευθερία και εμποδιζόταν μόνο η πραγματική εξάσκησή της, εννοείται με νόμιμο τρόπο, έμενε η συνταγματική ύπαρξη της ελευθερίας ανέπαφη και απαραβίαστη κι ας θανατώνανε πραγματικά τη συγκεκριμένη της ύπαρξη.

Το σύνταγμα αυτό που με τόσο έξυπνο τρόπο το είχαν κάνει απαραβίαστο, ήταν ωστόσο σαν τον Αχιλλέα τρωτό σ' ένα σημείο, όχι όμως στη φτέρνα, μα στο κεφάλι ή καλύτερα στα δύο κεφάλια στα οποία κατέληγε: Στη νομοθετική συνέλευση από τη μια μεριά, στον πρόεδρο από την άλλη. Αν ξεφυλλίσουμε το σύνταγμα θα βρούμε ότι μόνο τα άρθρα όπου καθορίζεται η σχέση του προέδρου με τη νομοθετική συνέλευση είναι απόλυτα θετικά, δίχως αντιφάσεις, δίχως δυνατότητες παρερμηνείας. Γιατί εδώ το ζήτημα ήταν να εξασφαλιστούν οι ίδιοι οι αστοί δημοκράτες. Τα άρθρα 45 - 70 του συντάγματος έχουν συνταχθεί έτσι που να μπορεί η εθνοσυνέλευση να παραμερίζει με συνταγματικό τρόπο τον πρόεδρο, ο πρόεδρος όμως να μην μπορεί να παραμερίζει την εθνοσυνέλευση παρά μονάχα με αντισυνταγματικό τρόπο, καταργώντας δηλαδή το ίδιο το σύνταγμα. Ετσι εδώ το ίδιο το σύνταγμα προκαλεί τη βίαιη κατάργησή του. Δεν καθιερώνει μονάχα το χωρισμό των εξουσιών όπως το έκανε ο Χάρτης του 1830, μα τον πλαταίνει ως την ανυπόφορη αντίφαση. Το παιχνίδι των συνταγματικών εξουσιών, όπως ονόμασε ο Γκιζό τους κοινοβουλευτικούς καυγάδες ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, παίζει στο σύνταγμα του 1848 ακατάπαυτα va banque5. Από τη μια υπάρχουν 750 αντιπρόσωποι του λαού, που έχουν εκλεγεί με καθολική ψηφοφορία και είναι επανεκλέξιμοι και που αποτελούν μιαν ανεξέλεγκτη, αδιάλυτη, αδιαίρετη εθνοσυνέλευση, μιαν εθνοσυνέλευση, που έχει παντοδύναμη νομοθετική εξουσία, που αποφασίζει τελικά για πόλεμο, ειρήνη και εμπορικές συμβάσεις, που αυτή μόνον έχει το δικαίωμα της αμνηστίας και που με τη μονιμότητά της βρίσκεται αδιάκοπα στο προσκήνιο. Από την άλλη, υπάρχει ο πρόεδρος με όλες τις χαρακτηριστικές ιδιότητες της βασιλικής εξουσίας, με την αρμοδιότητα να διορίζει και να παύει τους υπουργούς του ανεξάρτητα από την εθνοσυνέλευση, με όλα τα μέσα της εκτελεστικής εξουσίας στα χέρια του, που έχει το δικαίωμα να διορίζει σε όλες τις θέσεις και ορίζει έτσι στη Γαλλία τουλάχιστο πάνω από ενάμισι εκατομμύριο υπάρξεις, γιατί τόσες εξαρτώνται από τους 500.000 υπαλλήλους και αξιωματικούς όλων των βαθμών. Εχει μαζί του όλες τις ένοπλες δυνάμεις. Εχει το προνόμιο να δίνει χάρη σε μεμονωμένους εγκληματίες, να βάζει σε διαθεσιμότητα τους εθνοφύλακες, να παύει σε συμφωνία με το συμβούλιο επικρατείας τα γενικά, τα επαρχιακά και τα δημοτικά συμβούλια που εκλέγονται από τους ίδιους τους πολίτες. Εχει την πρωτοβουλία και την καθοδήγηση σε όλες τις συμφωνίες με το εξωτερικό. Ενώ η συνέλευση παραμένει συνεχώς πάνω στη σκηνή και είναι εκτεθειμένη στην καθημερινή κοινή κριτική, ο πρόεδρος κάνει μια κρυφή ζωή στα Ηλύσια Πεδία, έχοντας μπροστά στα μάτια του και μέσα στην καρδιά του το άρθρο 45 του συντάγματος, που του φωνάζει κάθε μέρα: «frere il faut mourir!»6. Η εξουσία σου λήγει τη δεύτερη Κυριακή του όμορφου Μάη, στον τέταρτο χρόνο της εκλογής σου. Πάνε τότε πια τα μεγαλεία, το κομμάτι αυτό δεν παίζεται για δεύτερη φορά και αν έχεις χρέη κοίταξε να τα πληρώσεις έγκαιρα με τις 600.000 φράγκα που σου επιχορηγεί το σύνταγμα, εκτός αν προτιμάς να τραβήξεις τη δεύτερη Δευτέρα του όμορφου Μάη για το Κλισί! Ετσι, αν το σύνταγμα παραχωρεί στον πρόεδρο την πραγματική εξουσία, προσπαθεί να εξασφαλίσει στην εθνοσυνέλευση την ηθική εξουσία. Αλλά εκτός που είναι αδύνατο να δημιουργηθεί μια ηθική εξουσία με άρθρα νόμων, το σύνταγμα αναιρεί στο ζήτημα αυτό άλλη μια φορά τον ίδιο τον εαυτό του, ορίζοντας ότι ο πρόεδρος εκλέγεται από όλους τους Γάλλους με άμεση ψηφοφορία. Και ενώ οι ψήφοι της Γαλλίας διαμοιράζονται στα 750 μέλη της εθνοσυνέλευσης, αντίθετα συγκεντρώνονται εδώ σ' ένα μόνον άτομο. Και ενώ κάθε χωριστός αντιπρόσωπος του λαού αντιπροσωπεύει μόνο τούτο ή εκείνο το κόμμα, τούτη ή εκείνη την πόλη, τούτο ή εκείνο το προγεφύρωμα ή ακόμα την απλή ανάγκη να εκλεγεί οπωσδήποτε ένας από τους 750 βουλευτές, χωρίς να πολυπροσέχει κανένας ούτε τις ίδιες τις εκλογές, ούτε και τον υποψήφιο, ο πρόεδρος είναι ο εκλεκτός του έθνους και η πράξη της εκλογής του είναι το μεγάλο ατού, που το παίζει ο κυρίαρχος λαός μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια. Η εκλεγμένη εθνοσυνέλευση βρίσκεται σε μεταφυσική σχέση ενώ ο εκλεγμένος πρόεδρος βρίσκεται σε προσωπική σχέση με το έθνος. Η εθνοσυνέλευση εκφράζει βέβαια με τους χωριστούς αντιπροσώπους της τις ποικίλες πλευρές του εθνικού πνεύματος, μα στον πρόεδρο ενσαρκώνεται αυτό το ίδιο το εθνικό πνεύμα. Απέναντι στην εθνοσυνέλευση ο πρόεδρος κατέχει ένα είδος θείο δικαίωμα, υπάρχει ελέω θεού.

Η Θέτις, η θεά της θάλασσας, είχε προφητεύσει στον Αχιλλέα πως θα πεθάνει στο άνθος της νεότητάς του. Το σύνταγμα, που είχε κι αυτό σαν τον Αχιλλέα το τρωτό του σημείο, είχε επίσης σαν τον Αχιλλέα την προαίσθηση πως θα πέθαινε από πρόωρο θάνατο. Ηταν αρκετό για τους συνταγματικούς πούρους δημοκράτες να ρίξουν μια ματιά από τα μεσούρανα της ιδανικής τους δημοκρατίας στο βέβηλο κόσμο, για να δουν ότι η υπεροψία των βασιλικών, των βοναπαρτικών, των δημοκρατών, των κομμουνιστών, αύξαινε κάθε μέρα μαζί με τη δική τους ανυποληψία όσο πλησίαζαν στην ολοκλήρωση του μεγάλου τους νομοθετικού αριστουργήματος, δίχως να χρειαστεί γι' αυτό να βγει από τη θάλασσα η Θέτις και να τους πει το μυστικό. Προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το πεπρωμένο με μια συνταγματική πανουργία, χρησιμοποιώντας το άρθρο 111 του συντάγματος, που σύμφωνα μ' αυτό κάθε πρόταση για αναθεώρηση του συντάγματος δεν μπορούσε να ψηφιστεί παρά από μια πλειοψηφία τουλάχιστον τριών τετάρτων - σε τρεις διαδοχικές συζητήσεις, που θα πρέπει να χωρίζονται η μια από την άλλη με το χρονικό διάστημα ενός μήνα, κι αυτό πάλι με την προϋπόθεση πως τουλάχιστον 500 μέλη της εθνοσυνέλευσης θα παίρνανε μέρος στην ψηφοφορία. Ετσι κάνανε μονάχα μιαν ανίσχυρη απόπειρα να εξασκήσουν σαν κοινοβουλευτική μειοψηφία - γιατί βλέπανε προφητικά τον εαυτό τους από τώρα κιόλας σαν μειοψηφία - μια εξουσία που, τη στιγμή που διαθέτανε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και όλα τα μέσα της κυβερνητικής δύναμης, ξέφευγε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ από τ' αδύναμα χέρια τους.

Τέλος, το σύνταγμα σ' ένα μελοδραματικό άρθρο εμπιστεύεται τον εαυτό του «στην επαγρύπνηση και στον πατριωτισμό ολόκληρου του γαλλικού λαού και του κάθε Γάλλου χωριστά», αφού προηγούμενα, σε ένα άλλο άρθρο, είχε εμπιστευτεί τους «άγρυπνους» και τους «πατριώτες» στην τρυφερή και ποινική μέριμνα του ανώτατου δικαστηρίου, της «haute cour», που επινοήθηκε απ' αυτό το σύνταγμα.

Αυτό ήταν το σύνταγμα του 1848, που στις 2 του Δεκέμβρη 1851 ανατράπηκε όχι από ένα κεφάλι, αλλά από το άγγιγμα και μόνον ενός καπέλου. Το καπέλο αυτό είναι αλήθεια πως ήτανε το τρίκοχο ναπολεόντειο καπέλο.

Ενώ οι αστοί δημοκράτες ασχολούνταν στη συνέλευση με το να ψιλολογούν, να συζητούν και να ψηφίζουν αυτό το σύνταγμα, έξω από τη συνέλευση ο Καβενιάκ διατηρούσε το Παρίσι σε κατάσταση πολιορκίας. Η κατάσταση πολιορκίας του Παρισιού ήταν η μαμή της συνταχτικής συνέλευσης όταν κοιλοπονούσε τα δημοκρατικά δημιουργήματά της. Αν το σύνταγμα εξαφανίστηκε αργότερα από τον κόσμο με τις ξιφολόγχες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χρειάστηκε να το προστατεύσουν το ίδιο, όταν βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του, με ξιφολόγχες και μάλιστα με ξιφολόγχες που ήταν στραμμένες ενάντια στο λαό και ότι χρειάστηκαν ξιφολόγχες για να το φέρουν στον κόσμο. Οι πρόδρομοι των «καθώς πρέπει δημοκρατών» είχαν περιφέρει το σύμβολό τους, την τρίχρωμη σημαία, σ' όλη την Ευρώπη. Οι «καθώς πρέπει δημοκράτες» με τη σειρά τους έκαναν επίσης μιαν εφεύρεση, που βρήκε μονάχη της το δρόμο για να διαδοθεί σ' όλη την ήπειρο μα που ξαναγυρνούσε στη Γαλλία με ολοένα ξανανιωμένη αγάπη, ώσπου τώρα πολιτογραφήθηκε μόνιμα στους μισούς νομούς της - την κατάσταση πολιορκίας. Ηταν μια λαμπρή εφεύρεση, που χρησιμοποιήθηκε περιοδικά σε κάθε κατοπινή κρίση στην πορεία της γαλλικής επανάστασης. Μα ο στρατώνας και ο καταυλισμός, που τους φορτώνανε κατά περιόδους απάνω στο κεφάλι της γαλλικής κοινωνίας για να της ζουλήξουν το μυαλό και να την κάνουν να κάτσει φρόνιμα, το σπαθί και το μουσκέτο που σ' αυτά αναθέτανε, κατά περιόδους, να δικάζουν και να διοικούν, να κηδεμονεύουν και να λογοκρίνουν, να εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα και να παίζουν το ρόλο του νυχτοφύλακα, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή που τα διαλαλούσαν περιοδικά σαν ανώτατη σοφία και σαν πρύτανη της κοινωνίας - μήπως δε θα 'πρεπε τελικά ο στρατώνας και ο καταυλισμός, το σπαθί και το μουσκέτο, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή, να σκεφθούν να λυτρώσουν μια για πάντα την κοινωνία ανακηρύσσοντας το δικό τους καθεστώς σαν το ανώτατο καθεστώς και ν' απαλλάξουν ολότελα την αστική κοινωνία από την έγνοια να κυβερνάει τον ίδιο τον εαυτό της; Ο στρατώνας και ο καταυλισμός, το σπαθί και το μουσκέτο, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή έπρεπε ακόμα περισσότερο να φτάσουν σ' αυτή τη σκέψη, γιατί τότε θα μπορούσαν να περιμένουν πιο καλή πληρωμή γι' αυτή την πιο μεγάλη τους εκδούλευση, ενώ με τις απλές περιοδικές καταστάσεις πολιορκίας και με τις πρόσκαιρες διασώσεις της κοινωνίας κατά διαταγή της μιας ή της άλλης ομάδας της αστικής τάξης, εκτός από μερικούς νεκρούς και τραυματίες και μερικούς φιλικούς αστικούς μορφασμούς, τα κέρδη ήταν πολύ πενιχρά. Μήπως ο στρατός δε θα έπρεπε να παίξει επιτέλους κι αυτός μια φορά το παιχνίδι της κατάστασης πολιορκίας για το δικό του το συμφέρον και για δικό του λογαριασμό και να πολιορκήσει ταυτόχρονα τα αστικά χρηματοφυλάκια; Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε, ας το πούμε ανάμεσα στ' άλλα, ότι ο συνταγματάρχης Μπερνάρ, ο ίδιος ο πρόεδρος της στρατιωτικής επιτροπής που κάτω απ' τις διαταγές του Καβενιάκ βοήθησε για να εξοριστούν χωρίς δίκη 15.000 στασιαστές, εκείνη τη στιγμή κινιόταν πάλι επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής που δρούσε στο Παρίσι.

Αν με την κατάσταση πολιορκίας του Παρισιού οι καθώς πρέπει, οι πούροι δημοκράτες είχαν δημιουργήσει το φυτώριο όπου θα βλάσταιναν οι πραιτοριανοί7 της 2 του Δεκέμβρη 1851, από την άλλη μεριά αξίζουν τον έπαινο γιατί, αντί να διεγείρουν το εθνικό αίσθημα, όπως γινότανε τον καιρό του Λουδοβίκου Φιλίππου, τώρα που εξουσιάζουν την εθνική δύναμη, έρπουν μπροστά στο εξωτερικό και αντί να ελευθερώσουν την Ιταλία, άφησαν τους Αυστριακούς και τους Ναπολιτάνους να την ξανακαταχτήσουν. Η εκλογή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο προεδρικό αξίωμα, στις 10 του Δεκέμβρη 1848 έβαλε τέλος στη δικτατορία του Καβενιάκ και στη συνταχτική συνέλευση.

Το άρθρο 44 του συντάγματος ορίζει: «Ο πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας δεν πρέπει ποτέ να έχει χάσει την ιδιότητα του Γάλλου πολίτη». Ο πρώτος πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας, ο Λ. Ν. Βοναπάρτης, όχι μόνο είχε χάσει την ιδιότητα του Γάλλου πολίτη, όχι μόνον είχε χρηματίσει Αγγλος ειδικός αστυνομικός υπάλληλος, μα είχε ακόμα πολιτογραφηθεί και Ελβετός υπήκοος.

Ανέπτυξα σε άλλο μέρος τη σημασία της εκλογής της 10ης του Δεκέμβρη. Δεν επανέρχομαι εδώ στο ίδιο ζήτημα. Φτάνει εδώ η παρατήρηση ότι ήταν μια αντίδραση των χωρικών που υποχρεώθηκαν να πληρώσουν τα έξοδα της επανάστασης του Φλεβάρη, ενάντια στις άλλες τάξεις του έθνους, μια αντίδραση του χωριού ενάντια στην πόλη. Η εκλογή αυτή βρήκε πάλι μεγάλη απήχηση στο στρατό, που οι δημοκράτες της «Νασιονάλ» δεν του είχαν χαρίσει ούτε δόξα ούτε αύξηση του μισθού, στη μεγάλη αστική τάξη που έβλεπε τον Βοναπάρτη σαν γέφυρα προς τη μοναρχία, στους προλετάριους και τους μικροαστούς που τη χαιρέτισαν σα μαστίγωμα του Καβενιάκ. Αργότερα θα μου δοθεί η ευκαιρία να εξετάσω πιο διεξοδικά τις σχέσεις των χωρικών με τη γαλλική επανάσταση.

Η περίοδος από τις 20 του Δεκέμβρη του 1848 ως τη διάλυση της συνταχτικής, το Μάη του 1849, περικλείνει την ιστορία της πτώσης των αστών δημοκρατών.

Αφού ίδρυσαν μια δημοκρατία για την αστική τάξη, αφού έδιωξαν το επαναστατικό προλεταριάτο από τον πολιτικό στίβο κι έκλεισαν προσωρινά το στόμα των δημοκρατικών μικροαστών, παραμερίζονται οι ίδιοι από τη μάζα της αστικής τάξης, που ιδιοποιήθηκε τη δημοκρατία αυτή γιατί τη θεωρούσε με το δίκιο της ιδιοκτησία της. Αυτή όμως η αστική μάζα ήταν βασιλική. Ενα μέρος απ' αυτήν, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, κυριαρχούσαν στο καθεστώς της παλινόρθωσης και ήταν γι' αυτό νομιμόφρονες. Το άλλο μέρος, οι αριστοκράτες του χρήματος και οι μεγαλοβιομήχανοι, κυριαρχούσαν στο καθεστώς της μοναρχίας του Ιούλη και ήταν γι' αυτό ορλεανικοί. Οι μεγάλοι αξιωματούχοι του στρατού, του πανεπιστημίου, της εκκλησίας, του δικηγορικού σώματος, της ακαδημίας και του Τύπου ήταν μοιρασμένοι και στα δύο μέρη, αν και όχι με την ίδια αναλογία. Σε τούτη δω την αστική δημοκρατία, που δεν έφερε ούτε το όνομα των Βουρβόνων ούτε των Ορλεανών, αλλά το όνομα του κεφαλαίου, είχανε βρει την κρατική μορφή που μ' αυτή θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν από κοινού. Η εξέγερση του Ιούνη τους είχε κιόλας ενώσει στο «κόμμα της τάξεως». Τώρα έπρεπε πρώτα να παραμεριστεί η κλίκα των αστών δημοκρατών που κατείχαν ακόμα τις έδρες της εθνοσυνέλευσης. Οσο βάναυσα αυτοί οι πούροι δημοκράτες είχαν κάνει χρήση της φυσικής βίας ενάντια στο λαό, τόσο δειλά, άτολμα, άνανδρα, τσακισμένοι και ανίκανοι για αγώνα υποχωρούσαν τώρα παντού όπου έπρεπε να υπερασπίσουν το δημοκρατισμό τους και το νομοθετικό τους δικαίωμα ενάντια στην εκτελεστική εξουσία και στους βασιλικούς. Δε χρειάζεται να εκθέσω εδώ την επαίσχυντη ιστορία της διάλυσής τους. Δεν ήταν μια πτώση, ήταν ένα σβήσιμο. Τελείωσε μια για πάντα ο ρόλος τους στην ιστορία, και στην επόμενη περίοδο φιγουράρουν ακόμα, τόσο μέσα στην εθνοσυνέλευση όσο κι έξω απ' αυτή, μόνο σαν ανάμνηση, σαν ανάμνηση που φαίνεται πως ξαναζωντανεύει κάθε φορά που πρόκειται πάλι μόνο για τη λέξη δημοκρατία και κάθε φορά που η επαναστατική σύγκρουση απειλεί να κατέβει στο χαμηλότερο επίπεδο. Σημειώνω παροδικά ότι η εφημερίδα που έδωσε το όνομά της στο κόμμα αυτό, η «Νασιονάλ», προσχώρησε στην κατοπινή περίοδο στο σοσιαλισμό.

Προτού τελειώσουμε μ' αυτή την περίοδο, πρέπει να ρίξουμε ακόμα μια ματιά στις δύο δυνάμεις, που στις 2 του Δεκέμβρη 1851 η μια εκμηδένισε την άλλη, τη στιγμή που από τις 20 του Δεκέμβρη 1848 ως την αποχώρηση της συνταχτικής ζούσαν σε ομαλές συζυγικές σχέσεις. Εννοούμε από τη μια τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη κι από την άλλη το κόμμα των συνασπισμένων βασιλικών, το κόμμα της τάξεως, το κόμμα της μεγάλης αστικής τάξης. Μόλις ανέλαβε την προεδρία ο Βοναπάρτης σχημάτισε αμέσως μια κυβέρνηση από το κόμμα της τάξεως και έβαλε επικεφαλής της τον Οντιλόν Μπαρό, που, ας σημειωθεί, ήταν ο παλιός αρχηγός της πιο φιλελεύθερης ομάδας της κοινοβουλευτικής αστικής τάξης. Ο κ. Μπαρό είχε πετύχει επιτέλους την κυβέρνηση που το φάντασμά της τον καταδίωκε από το 1830 και, ακόμα περισσότερο, είχε πετύχει την προεδρία σ' αυτήν την κυβέρνηση. Οχι όμως όπως την είχε φανταστεί στην εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου, δηλαδή σαν ο παλιότερος ηγέτης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, αλλά με την εντολή να δολοφονήσει ένα κοινοβούλιο και σαν σύμμαχος όλων των άσπονδων εχθρών του, των ιησουιτών, και των νομιμοφρόνων. Οδηγούσε επιτέλους τη νύφη στο σπίτι του, αφού όμως προηγούμενα είχε καταντήσει πόρνη. Ο Βοναπάρτης σημείωσε φαινομενικά ολική έκλειψη. Το κόμμα της τάξεως ενεργούσε γι' αυτόν.

Στην πρώτη κιόλας συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, αποφασίστηκε η εκστρατεία της Ρώμης, που συμφώνησαν να την επιχειρήσουν πίσω από τις πλάτες της εθνοσυνέλευσης, και να της αποσπάσουν τις αναγκαίες γι' αυτήν πιστώσεις με ψεύτικες προφάσεις. Η κυβέρνηση αρχίζει έτσι τη δράση της με μια απάτη απέναντι στην εθνοσυνέλευση και με μια μυστική συνωμοσία μαζί με τις απολυταρχικές δυνάμεις του εξωτερικού, ενάντια στην επαναστατική δημοκρατία της Ρώμης. Με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες μανούβρες, ο Βοναπάρτης προπαρασκεύασε το πραξικόπημά του της 2ης του Δεκέμβρη ενάντια στη βασιλική νομοθετική συνέλευση και τη συνταγματική της δημοκρατία. Ας μη λησμονούμε ότι το ίδιο κόμμα, που στις 20 του Δεκέμβρη 1848 σχημάτισε την κυβέρνηση του Βοναπάρτη, αποτελούσε στις 2 του Δεκέμβρη 1851 την πλειοψηφία της νομοθετικής συνέλευσης.

Η συνταχτική συνέλευση είχε αποφασίσει τον Αύγουστο να μη διαλυθεί πριν επεξεργαστεί και δημοσιεύσει μια ολόκληρη σειρά από οργανικούς νόμους, που θα συμπλήρωναν το σύνταγμα. Το κόμμα της τάξεως έβαλε τον βουλευτή Ρατό και της πρότεινε στις 6 του Γενάρη 1849 να εγκαταλείψει τους οργανικούς νόμους και να αποφασίσει καλύτερα την αυτοδιάλυσή της. Οχι μόνο η κυβέρνηση με τον κ. Οντιλόν Μπαρό επικεφαλής, μα και όλα μαζί τα βασιλόφρονα μέλη της εθνοσυνέλευσης της επαναλάμβαναν εκείνη τη στιγμή ότι η διάλυσή της ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της πίστης, για τη στερέωση της τάξεως, για να δοθεί ένα τέλος στην αόριστη προσωρινότητα και να δημιουργηθεί μια οριστική κατάσταση, ότι η συνέλευση εμπόδιζε την παραγωγικότητα της νέας κυβέρνησης και ότι ζητούσε να παρατείνει την ύπαρξή της μόνο και μόνο από μνησικακία και ότι η χώρα την είχε βαρεθεί πια. Ο Βοναπάρτης σημείωσε όλες αυτές τις επιθέσεις ενάντια στη νομοθετική εξουσία, τις έμαθε απ' έξω και απέδειξε στους βασιλικούς του κοινοβουλίου στις 2 του Δεκέμβρη 1851 τι είχε μάθει απ' αυτούς. Επανέλαβε τότε τα ίδια τα δικά τους συνθήματα εναντίον τους.

Η κυβέρνηση Μπαρό και το κόμμα της τάξεως προχώρησαν πιο πέρα. Προκάλεσαν σ' όλη τη Γαλλία την αποστολή αναφορών προς την εθνοσυνέλευση, που την παρακαλούσαν πολύ ευγενικά να εξαφανιστεί. Ετσι οδήγησαν στη μάχη ενάντια στην εθνοσυνέλευση τη συνταγματικά οργανωμένη έκφραση του λαού, τις ανοργάνωτες μάζες. Δίδαξαν στον Βοναπάρτη να επικαλείται το λαό ενάντια στα κοινοβουλευτικά σώματα. Τέλος, στις 29 του Γενάρη 1849 ήρθε η μέρα που η συνταχτική θα αποφάσιζε για την αυτοδιάλυσή της. Η εθνοσυνέλευση βρήκε ότι είχε καταληφθεί στρατιωτικά το κτίριο όπου συνεδρίαζε. Ο Σαγκαρνιέ, ο στρατηγός του κόμματος της τάξεως, που στα χέρια του είχε συγκεντρωθεί η ανώτατη διοίκηση της εθνοφυλακής και του ταχτικού στρατού, είχε οργανώσει στο Παρίσι μια μεγάλη επιθεώρηση του στρατού, σαν να ήταν να γίνει μάχη και οι συνασπισμένοι βασιλικοί δήλωσαν απειλητικά στη συνταχτική πως θα χρησιμοποιόταν βία αν δε συγκατένευε. Και η συνταχτική συγκατένευσε και παζάρεψε μόνο μια πολύ σύντομη παράταση της ζωής της. Τι άλλο ήταν λοιπόν η 29 του Γενάρη αν όχι το πραξικόπημα της 2 του Δεκέμβρη 1851 που τη φορά αυτή το πραγματοποιούσαν οι βασιλικοί μαζί με τον Βοναπάρτη ενάντια στη δημοκρατική εθνοσυνέλευση; Οι κύριοι αυτοί δεν παρατήρησαν ή δε θέλησαν να παρατηρήσουν ότι ο Βοναπάρτης επωφελήθηκε από την 29 του Γενάρη 1849 για να βάλει να παρελάσει μπροστά του, στον Κεραμεικό, ένα μέρος του στρατού και ότι αρπάχτηκε με λαχτάρα ακριβώς απ' αυτή την πρώτη δημόσια συγκέντρωση της στρατιωτικής δύναμης που στρεφόταν ενάντια στην κοινοβουλευτική εξουσία για να προαναγγελθεί σαν Καλλιγούλας. Αυτοί, φυσικά, δε βλέπανε παρά μονάχα τον Σαγκαρνιέ τους.

Ενα από τα ελατήρια που παρακινούσαν ιδιαίτερα το κόμμα της τάξεως να συντομέψει βίαια το χρόνο ζωής της συνταχτικής ήταν οι οργανικοί νόμοι που θα συμπλήρωναν το σύνταγμα, όπως ο νόμος για την εκπαίδευση, ο νόμος για τη θρησκευτική λατρεία κ.λπ. Τους συνασπισμένους βασιλικούς ενδιέφερε εξαιρετικά να κάνουν οι ίδιοι αυτούς τους νόμους και να μην αφήσουν να τους κάνουν οι δημοκρατικοί, που είχαν γίνει στο μεταξύ δύσπιστοι. Ωστόσο, ανάμεσα σ' αυτούς τους οργανικούς νόμους βρισκόταν κι ένας νόμος σχετικά με τις ευθύνες του προέδρου της δημοκρατίας. Στα 1851 η νομοθετική συνέλευση απασχολιόταν ακριβώς με τη σύνταξη ενός τέτοιου νόμου, όταν ο Βοναπάρτης πρόλαβε αυτό το χτύπημα με το χτύπημα της 2ης του Δεκέμβρη. Και τι δε θα 'διναν οι συνασπισμένοι βασιλικοί, κατά τη χειμερινή κοινοβουλευτική εκστρατεία τους του 1851, για να βρουν έτοιμο αυτόν το νόμο για τις ευθύνες του προέδρου, και μάλιστα συνταγμένο από μια δύσπιστη, μισητή δημοκρατική συνέλευση!

Αφού η συνταχτική έσπασε μόνη της στις 29 του Γενάρη 1849 το τελευταίο της όπλο, η κυβέρνηση Μπαρό και οι φίλοι της τάξεως, την καταδίωξαν μέχρι θανάτου, δεν παράλειψαν τίποτα που θα μπορούσε να την ταπεινώσει και της απέσπασαν μέσα στην απελπιστική αδυναμία της την ψήφιση νόμων που την έκαναν να χάσει και το τελευταίο υπόλειμμα υπόληψης που είχε ακόμα γι' αυτήν ο κόσμος. Ο Βοναπάρτης, που ήταν απασχολημένος με την έμμονή του ναπολεόντεια ιδέα, ήταν αρκετά θρασύς για να εκμεταλλευτεί δημόσια αυτόν τον εξευτελισμό της κοινοβουλευτικής εξουσίας. Και πραγματικά, όταν η εθνοσυνέλευση ψήφισε στις 8 του Μάη 1849 μια πρόταση μομφής ενάντια στην κυβέρνηση για την κατάληψη της Τσιβίτα - βέκια από τον Ουντινό και διέταξε να επαναφέρουν την εκστρατεία της Ρώμης στον δήθεν προορισμό της, ο Βοναπάρτης δημοσίευσε το ίδιο βράδυ στη «Μονιτέρ» μια επιστολή προς τον Ουντινό, όπου τον συνέχαιρε για τα ηρωικά του κατορθώματα και όπου σε αντίθεση με τους κοινοβουλευτικούς καλαμαράδες, ορθωνόταν σαν μεγαλόψυχος προασπιστής του στρατού. Οι βασιλικοί χαμογελούσαν γι' αυτό. Τον περνούσαν απλούστατα για δικό τους κορόιδο. Τέλος, όταν ο Μαράστ, ο πρόεδρος της συνταχτικής, νόμισε κάποια στιγμή πως η ασφάλεια της εθνοσυνέλευσης κινδύνευε και, στηριζόμενος στο σύνταγμα, κάλεσε ένα συνταγματάρχη με το σύνταγμά του, ο συνταγματάρχης αρνήθηκε να υπακούσει, επικαλέστηκε την πειθαρχία και παρέπεμψε τον Μαράστ στον Σαγκαρνιέ, που τον ειρωνεύτηκε και τον έδιωξε με την παρατήρηση ότι δεν του άρεσαν «Les bayonnettes intelligentes»8.

Το Νοέμβρη του 1851, όταν οι συνασπισμένοι βασιλικοί θέλησαν ν' αρχίσουν την αποφασιστική μάχη ενάντια στον Βοναπάρτη, προσπάθησαν με τη διαβόητη «πρόταση νόμου για τους κοσμήτορες», να επιβάλουν την αρχή της άμεσης κινητοποίησης στρατευμάτων από τον πρόεδρο της εθνοσυνέλευσης. Ενας από τους στρατηγούς τους, ο Λεφλό, είχε υπογράψει την πρόταση νόμου. Του κάκου ο Σαγκαρνιέ ψήφισε την πρόταση και ο Θιέρσος επαίνεσε την προνοητική σοφία της πρώτης συνταχτικής. Ο υπουργός των στρατιωτικών Σεντ-Αρνό του απάντησε όπως είχε απαντήσει ο Σαγκαρνιέ στον Μαράστ, κι αυτό κάτω από τα χειροκροτήματα των ορεινών!

Ετσι, το ίδιο κόμμα της τάξεως, όταν ακόμα δεν ήταν εθνοσυνέλευση παρά μονάχα κυβέρνηση είχε στιγματίσει το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Και έμπηξε τις φωνές όταν η 2η του Δεκέμβρη 1851 έδιωξε αυτό το καθεστώς από τη Γαλλία!

Του ευχόμαστε καλό ταξίδι!

1. Tribun: Ρωμαίος δήμαρχος που εκλεγόταν από τους πληβείους και είχε καθήκον να υπερασπίζει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους.

2. Φρενοκομείο στην Αγγλία

3. Η φράση αυτή έχει παρθεί από ένα μύθο του Αισώπου, όπου ένας καυχησιάρης καλούσε μάρτυρες και ισχυριζόταν ότι κάποτε στη Ρόδο είχε πετύχει ένα θαυμάσιο πήδημα. Οι παριστάμενοι τότε του απάντησαν: «Αν είναι αλήθεια, τι σου χρειάζονται οι μάρτυρες; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!» Μ' άλλα λόγια: Απόδειξε στην πράξη αν μπορείς να το κάνεις.

4. Ηρωας από το ποίημα «Δυο ιππότες» του Χάινριχ Χάινε. Με τη μορφή του Κραπουλίνσκι (από τη γαλλική λέξη crapule που σημαίνει τον άνθρωπο που επιδίδεται στην κραιπάλη και στην ασωτία) ο Χάινε ειρωνεύεται τον ξεπεσμένο ευγενή. Ο Μαρξ με το όνομα αυτό χαρακτηρίζει τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη.

5.Τα διακινδυνεύει όλα: Εκφραση που χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο όταν τα παίζει κανείς όλα για όλα σ' ένα χαρτί.

6. Αδελφέ, πρέπει να πεθάνεις!

7. Πραιτοριανοί: Λεγόταν η προσωπική φρουρά που διατηρούσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και οι στρατηγοί και που είχαν ορισμένα προνόμια.

8. Οι έξυπνες λόγχες.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ