ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Γενάρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
«Κοινωνική οικονομία» και Ευρωπαϊκή Ενωση

Η προώθηση της λεγόμενης κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στηρίζεται στη στρατηγική κατεύθυνση που έδωσε η Διάσκεψη υπουργών Κοινωνικής Πολιτικής του ΟΟΣΑ τον Ιούνη του 1998, όπου «το κράτος που ρυθμίζει το κοινωνικό περιβάλλον αντί του κράτους που χορηγεί κοινωνικές παροχές». Υπάρχει βεβαίως εμπειρία από ανάλογες ρυθμίσεις σε διάφορα κράτη. Οπως και προσπάθεια θεωρητικής τεκμηρίωσης.

Ο Α. Γκίντενς στο κεφάλαιο του βιβλίου του «Κράτος και κοινωνία των πολιτών» αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά: «Η κυβέρνηση μπορεί να ενεργεί σε συνεργασία με φορείς της κοινωνίας των πολιτών, ώστε από κοινού να προάγουν την ανανέωση και την ανάπτυξη της κοινότητας. Την οικονομική βάση αυτής ακριβώς της συνεργασίας αποκαλώ νέα μεικτή οικονομία. Η οικονομία αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν εκσυγχρονιστούν σε βάθος οι ήδη υπάρχοντες θεσμοί πρόνοιας».

Ο εκσυγχρονισμός των θεσμών που επικαλείται ο Γκίντενς είναι η θεσμική αναγνώριση και ανακήρυξη των μη κυβερνητικών οργανώσεων μη κερδοσκοπικών - σε βασικούς φορείς άσκησης κοινωνικής πολιτικής μαζί με το κράτος. Αυτή την κοινωνική πολιτική θα αποφασίζουν τα καπιταλιστικά κράτη και οι διακρατικοί καπιταλιστικοί οργανισμοί, ενώ θα τις υλοποιούν οι κοινωνικές δυνάμεις μέσω των φορέων τους. Η απασχόληση σε αυτούς τους φορείς καλείται «κοινωνική απασχόληση» ή απασχόληση σ' έναν «τρίτο» τομέα της οικονομίας, που δήθεν δε θα λειτουργεί με βάση το κέρδος, (μη κερδοσκοπικός), ούτε με την «κρατικίστικη» αντίληψη. Οι επενδύσεις στον τομέα αυτό ονομάζονται δραστηριότητες «στην κοινωνική οικονομία» ή στην «αλληλέγγυα οικονομία». Με τον τρόπο αυτό δίνεται δημοκρατική, (συλλογική συμμετοχή), επίφαση στην άσκηση της πιο στυγνής ταξικής πολιτικής που ασκείται τελευταία. Ουσιαστικά είναι μια μορφή υποταγής των λαϊκών μαζών, με τη δική τους ενεργητική συμμετοχή, στην ένταση της εκμετάλλευσής τους, αφού υποτίθεται ότι συμβάλλουν από κοινού με τους καπιταλιστές στην προώθηση «κοινωνικής πολιτικής».

Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής από τον «τριτογενή τομέα» από «μη κερδοσκοπικές οργανώσεις» δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Τώρα όμως παίρνει ποσοτικά και ποιοτικά νέα χαρακτηριστικά, τόσο ως προς τις δραστηριότητες που αναλαμβάνουν οι φορείς όσο και ως προς την ανανέωση αυτών καθ' εαυτών των φορέων.

Ο Α. Γκίντενς αναφέρει ορισμένα παραδείγματα για τη λειτουργία του «τριτογενούς τομέα» μέχρι σήμερα σ' ορισμένες χώρες της ΕΕ. «Στη Γερμανία... σε τομείς όπως η φροντίδα των παιδιών, οι τριτογενείς κοινωνικές ομάδες είχαν σχεδόν το μονοπώλιο στην υλοποίηση της πρόνοιας. Με τη μεγέθυνση του κράτους πρόνοιας στη Γερμανία, ο τομέας των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, αντί να περιοριστεί επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο. Ο βαθμός στον οποίο το κράτος πρόνοιας ενσωματώνει τον τριτογενή τομέα ή στηρίζεται σε αυτόν ποικίλλει ανά χώρα. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις αποτελούν το βασικό σύστημα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, ενώ στη Σουηδία μόλις που χρησιμοποιούνται. Στο Βέλγιο και στην Αυστρία... το ήμισυ τουλάχιστον των κοινωνικών υπηρεσιών παρέχεται από μη κερδοσκοπικές ενώσεις.

... Στη Μεγάλη Βρετανία κατά την περίοδο μετά το 1950... η δραστηριοποίηση στον τριτογενή τομέα - εθελοντική εργασία - έχει αυξηθεί... Οι περισσότερο παραδοσιακές ομάδες έχουν εκλείψει, για να αντικατασταθούν όμως από πολύ περισσότερες νέες, που ασχολούνται ιδίως με την αυτοβοήθεια και το περιβάλλον. Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές είναι η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών. Οι φιλανθρωπικές ομάδες έχουν να επιδείξουν σημαντική αύξηση - το 1991 υπήρχαν στη Βρετανία περισσότερες από 160.000 επίσημα καταχωρημένες φιλανθρωπικές ομάδες. Σχεδόν το 20% του πληθυσμού συμμετέχει σε κάποια μορφή εθελοντικής εργασίας, κατά τη διάρκεια του έτους και περίπου 10% σε εβδομαδιαία βάση...».(Α. Γκίντενς, «Ο τρίτος δρόμος. Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας», εκδόσεις «Πόλις», Αθήνα, 1998).

Το επιχείρημα για το πέρασμα αυτής της πολιτικής και την εφαρμογή μέτρων στον τομέα της «κοινωνικής απασχόλησης» είναι ότι και με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται θέσεις εργασίας γι' αυτό εντάσσονται τα μέτρα αυτά στην «καταπολέμηση της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Στην αιτιολογική έκθεση για τις «συνεταιριστικές επιχειρήσεις στη γυναικεία απασχόληση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης,(Ιούλης 1998), διαβάζουμε σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση: «Δεκαεφτά τομείς αναφέρονται, νέοι κλάδοι αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών, για τη δημιουργία συμπληρωματικής απασχόλησης. Σε αυτή τη λογική εγγράφονται οι τοπικές πρωτοβουλίες και τα τοπικά σύμφωνα για την απασχόληση». Και παρακάτω στο κεφάλαιο «Κοινωνική οικονομία, τρίτος τομέας και κοινωνικές επιχειρήσεις» αναφέρει: «Ο όρος "κοινωνική οικονομία" καλύπτει τις οικονομικές δραστηριότητες συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αλληλοβοηθητικών φορέων (βλέπε εθελοντικές οργανώσεις) και μη κερδοσκοπικών ενώσεων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον λεγόμενο τρίτο τομέα (μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες, μη υπαγόμενες ούτε στο δημόσιο ούτε και στον ιδιωτικό τομέα).

... στην Ευρώπη... αναδύεται μια νέα μορφή επιχείρησης, η κοινωνική.... Η ιδιαιτερότητα της κοινωνικής επιχείρησης είναι ότι συνδυάζει επιχειρηματικό πνεύμα και κοινωνικό σκοπό σε μια πρωτότυπη σύνθεση που τη διακρίνει τόσο από την κλασική επιχείρηση όσο και από τις παραδοσιακές μορφές μη κερδοσκοπικών ενώσεων... λειτουργούν για την παραγωγή υπηρεσιών, προοριζόμενων για μειονεκτικά πληθυσμιακά στρώματα ή για την παροχή υπηρεσιών ειδικής κοινωνικής αξίας στο κοινωνικό σύνολο, έχουν αναπτύξει πρωτότυπες μορφές προστασίας των καταναλωτών, μέσω της συμμετοχής αυτών των τελευταίων στη διαχείριση της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις αυτές:

  • Μπορούν να δημιουργήσουν πρόσθετη απασχόληση, επειδή καλύπτουν νέες ανάγκες οφειλόμενες σε κοινωνικές αλλαγές (δημογραφικές τάσεις, γήρανση πληθυσμού, μεγάλα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης, μεγάλος αριθμός μονογονεϊκών οικογενειών).
  • Δύσκολα μπορούν να αντιμετωπίσουν ανταγωνισμό (εθνικό ή διεθνή) και επομένως παρουσιάζουν μακροπρόθεσμα μεγάλη σταθερότητα.
  • Χαρακτηρίζονται από ηθικά και συναισθηματικά στοιχεία που μειώνουν την πιθανότητα υποκατάστασης του ανθρώπου από μηχανές.
  • Μπορούν να απασχολήσουν τα ασθενέστερα στρώματα της αγοράς εργασίας (γυναίκες, νέους, άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες).
  • Εχουν υψηλή ένταση εργασίας και συχνά απαιτούν μικρή αρχική επένδυση.
  • Εχουν τοπική διάσταση και συχνά στηρίζονται σε δεσμούς εμπιστοσύνης και σε άτυπες σχέσεις».

Ολ' αυτά τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα, είναι προσωρινά και πάντως καθόλου δεδομένα. Γιατί υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα, αυτό της χρηματοδότησης αυτών των επιχειρήσεων. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα είναι περιορισμένου χρονικού ορίζοντα. Τα κεφάλαια που διαθέτουν οι συνεταιρισμένοι είναι μικρά. Ούτε οι φοροελαφρύνσεις είναι αρκετές για το συγκεκριμένο πείραμα. Και τελικά αδυνατούν να καλύψουν τις υπάρχουσες για τους λαούς ανάγκες. Φαίνεται ότι χωρίς ανταποδοτική πληρωμή δεν μπορεί να σταθούν τέτοιες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, περνάνε την αντίληψη ότι αντί για διεκδίκηση δημοσίων δωρεάν κοινωνικών παροχών, να αναλάβουν οι λαοί πρακτική δράση και μάλιστα στηρίζοντας επιχειρηματικές δραστηριότητες, στο όνομα της αλληλεγγύης.

Στο κεφάλαιο της έκθεσης, «Οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις -η ιταλική εμπειρία», αναφέρεται «ο ιταλικός δρόμος προς την κοινωνική επιχείρηση» που νομοθετήθηκε το 1991. «Ο νόμος διακρίνει δύο τύπους: το συνεταιρισμό τύπου Α για τη διαχείριση κοινωνικο-υγειονομικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών, και το συνεταιρισμό τύπου Β για τη διαχείριση παραγωγικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στην εργασιακή ένταξη μειονεκτούντων ατόμων.

Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί σημείωσαν ταχεία ανάπτυξη στη δεκαετία του '80 και αποτελούν έναν τομέα εξαιρετικά δυναμικό που επεκτείνεται. Υπάρχουν πάνω από 3.800 κοινωνικοί συνεταιρισμοί... δίνουν εργασία σε πάνω από 75.000 άτομα (60% γυναίκες) και χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες 12.000 εθελοντών καθώς και 2.000 αντιρρησιών συνείδησης, που εκτελούν κοινωνική θητεία. Εχουν μια σειρά από φορολογικά πλεονεκτήματα και ευεργετήματα και οφείλουν να τηρούν ορισμένες υποχρεώσεις, π.χ. να επανεπενδύουν ένα ποσοστό των κερδών ή ακόμη στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς τύπου Β, παρουσία μειονεκτούντων ατόμων μεταξύ των εργαζομένων εταίρων σε αναλογία τουλάχιστον, ενός τρίτου».

Στο Βέλγιο υπάρχουν «Συνεταιρισμοί στον ασφαλιστικό, τον πιστωτικό και τον γεωργικό κλάδο. Στον τομέα των υπηρεσιών προσωπικής μέριμνας δραστηριοποιούνται μη κερδοσκοπικές ενώσεις (210.000 απασχολούμενοι, συν 115.000 εθελοντές)».

Απ' όλα τα παραδείγματα, αλλά και τη «θεωρητική τεκμηρίωση» του Α.Γκίντενς, η υπόθεση «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία», εντάσσεται στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, οι οποίες συντελούνται σε συνθήκες κρίσης και οξύτατου ενδομονοπωλιακού ανταγωνισμού, προκειμένου να συμβάλει το κράτος στη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, μετακυλίοντας τις δαπάνες του Δημοσίου για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στις πλάτες της εργατικής τάξης. Είναι ένας τρόπος μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης, γεγονός που δρα ανασχετικά στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Ακόμη και η μορφή του εθελοντισμού, (απλήρωτη δουλιά), σ' αυτό στοχεύει. Ταυτόχρονα, μέσω της φοροελάφρυνσης ή άλλων κινήτρων σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τις ενισχύουν στο όνομα παροχής απ' αυτές κοινωνικών υπηρεσιών.

Τα στοιχεία είναι από το άρθρο «Οι αναδιαρθρώσεις στον τομέα της "Κοινωνικής Πολιτικής" και ορισμένα ιδεολογήματα γύρω απ' αυτές», ΚΟΜΕΠ, Τ.1 1999.


Επιμέλεια:
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ