ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Μάρτη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Το θρόισμα της λεύκας

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρόποι με τους οποίους διάφοροι διανοούμενοι παίζουν στο κέντρο της Αθήνας. Αλλος κρύβεται αδέξια πίσω από έναν Εσταυρωμένο, άλλος πουλάει με το κομμάτι Διαφωτισμό όχι στον κόσμο αλλά απευθείας στο κράτος, και υπάρχει κι ένας μεγάλος στοχαστής που αποφάσισε να ακολουθήσει την αργυρόφυλλη λεύκα και το θρόισμά της.

Κάτω από μια λεύκα συνάντησα τον στοχαστή Λάκη Αποστολόπουλο, ελεύθερο μέσα στην καθημερινότητα, για να κουβεντιάσουμε ζητήματα που αφήνει πίσω της η αιωνιότητα, δηλαδή τα συνηθισμένα.

Μου είπε: Υπάρχει μια βουβαμάρα που δεν ξέρει κανένας αν θα εκραγεί ή αν θα εκδηλωθεί με άλλο τρόπο. Η γενική εντύπωση είναι ότι υπάρχει μια ανάπτυξη οικονομική, η οποία συμβαδίζει με μια ηθική αποσάθρωση του χώρου. Το ένα τέταρτο του ελληνικού λαού ζει στο περιθώριο. Από την άλλη, υπάρχει ένας κυνισμός της αποτελεσματικότητας που προσπαθεί να αναδείξει την οικονομική επιτυχία σαν κορωνίδα όλων των επιτυχιών - πράγμα που είναι πρωτοφανέρωτο στα ελληνικά ήθη. Επειδή όλη η ελληνική πραγματικότητα δε στηρίχτηκε ποτέ πάνω στο πρωτείο του έχειν, ο Ελληνας ήθελε πρωτίστως να είναι κάτι και όχι να έχει κάτι. Μέχρι σήμερα αρνιόταν να δει την ποίηση, τη φιλοσοφία, την πολιτική μέσα από την οπτική του κέρδους, δηλαδή σαν ένα στοιχείο της εμπορικότητας. Η παγκοσμιοποίηση γκρεμίζει όλες τις παλιές όψεις της μορφής του ανθρώπου, αναδεικνύοντας τελικά μόνο την αγγλοσαξονική και προτεσταντική αντίληψη της κυριαρχίας του οικονομικά «πρακτικού» ανθρώπου. Στην πραγματικότητα υπάρχει μια κυνική δίψα του χρήματος που προσπαθεί να γίνει καθολική αξία και να γκρεμίσει από τον άνθρωπο κάθε ιδεώδες.

Η κρίση που περνάμε είναι μια κρίση της μορφής του σημερινού ανθρώπου. Ως εκ τούτου εκείνο που είναι σε κρίση είναι ο πλατωνικός και χριστιανός άνθρωπος, ο οποίος όρισε το ήθος της χριστιανικής πολιτείας τα τελευταία εφτακόσια χρόνια. Το ήθος οριζόταν από μια συμπόρευση της θρησκείας και της θεολογίας. Στη βάση αυτή αναπτύχθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος, τους τελευταίους πέντε αιώνες, ως ουμανισμός, αθεϊσμός και κοινωνική δικαιοσύνη. Ηδη με τη Γαλλική Επανάσταση και το τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη», ο χριστιανισμός γινόταν εγκόσμιος και άφηνε πίσω τον παλιό εαυτό του. Στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν, ο διάχυτος αθεϊσμός που έτεινε να επικρατήσει καθώς και η εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας έθεσαν σε δοκιμασία τις ιδέες όπου είχε στηριχτεί, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, όλη η δυτική Ιστορία, δηλαδή τις ιδέες της Φύσης, του Θεού και του Ανθρώπου. Η κρίση του πλατωνικού και χριστιανού ανθρώπου, στον οποίο στηρίχτηκε όλη η δυτική Ιστορία, οδηγήθηκε στην έλλειψη αλληλεγγύης, στη μεροληψία, στην ιδιοτέλεια. Ετσι οδηγούμαστε σε μια εικόνα κρίσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος, αν πιστέψουμε τον Κώστα Παπαϊωάννου, βρίσκεται ενώπιον μιας κοινωνίας άμετρης, μισόλογης και άδικης, την οποία δημιούργησε αυτός ο ίδιος.

Σ' αυτό το βιβλίο που γράφω τώρα, με τίτλο Το θρόισματης λεύκας, το κεντρικό μου ερώτημα περιστρέφεται γύρω από το τι μπορεί να σημαίνει το «διακύβευμα» της Ευρώπης. Αυτό που εξετάζω είναι επίσης το θέμα της οικουμενικότητας - αν υπάρχει ή όχι - του σύγχρονου ελληνισμού. Δηλαδή, υπάρχουν ποιητές - φιλόσοφοι ή διανοούμενοι Ελληνες η σκέψη των οποίων μπορεί να έχει οικουμενική απήχηση. Ξέρουμε πως οι σημαντικότεροι διανοούμενοι της νέας Ελλάδας, από την Επανάσταση του Εικοσιένα, ήταν οι ποιητές. Γνωρίζουμε πως η γραμμή που ξεκίνησε με τον Σολωμό και τα δημοτικά τραγούδια οδήγησε στους δύο νομπελίστες ποιητές και έδωσε το πρωτείο, ύστερα από μεγάλους αγώνες φρονήσεως, ειδώλου και φανατισμού, στο εβραιοχριστιανικό στοιχείο, που, κατά κάποιον τρόπο, ενσαρκώθηκε στο μόρφωμα που ο Ζαμπέλιος ονόμαζε «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός».

Είναι φανερό, ωστόσο, ότι ο ελληνισμός δεν εξαντλείται στα έργα ορισμένων μόνο Ελλήνων ποιητών. Τι μπορούμε να πούμε για τον Μητρόπουλο, τον Ξενάκη, τον Παπαϊωάννου και τον Αξελό; Αν στα 170 χρόνια από την απελευθέρωση, ο ελληνισμός ενσαρκώθηκε κυρίως από τρεις ανθρώπινους τύπους: τον χριστιανό ιερέα, τον ποιητή και τον πολιτικό, που είχαν ως πνευματικό περιεχόμενο την Αρχαία Ελλάδα, την Ορθοδοξία και το Διαφωνισμό, από το 1945 μια άλλη ομάδα Ελλήνων φιλοσόφων, που διέμεναν στη Γαλλία, έδωσε το πρωτείο στη φιλοσοφία και στην αρχαία ελληνική παράδοση.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Εσωτερικότητα και ποιητική ατμόσφαιρα

Αφιερωμένη στη μνήμη της Εύας Μπουλγουρά, που «έφυγε» από κοντά μας το καλοκαίρι του 2000, είναι η έκθεση που φιλοξενείται στην αίθουσα «Σκουφά» (Σκουφά 4). Σεμνή και αθόρυβη, η Εύα Μπουλγουρά, υπηρέτησε τη ζωγραφική με ήθος και αξιοπρέπεια.

Η Εύα Μπουλγουρά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1917. Η οικογένειά της καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου. Μετά το 1922 κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας για να εγκατασταθεί τελικά, αρχές της δεκαετίας του '30, στην Αθήνα. Είχε αρχίσει να ζωγραφίζει από μικρή, αλλά οι γονείς της δεν της επέτρεψαν να φοιτήσει στην ΑΣΚΤ κι έτσι έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής κοντά στους Β. Γερμενή, Α. Βασιλικιώτη και γλυπτικής με το Θ. Απάρτη.

Για πρώτη φορά εκθέτει στην Ε΄ Πανελλήνια Εκθεση το 1957 στην Αθήνα και τον ίδιο χρόνο παρουσιάζει την πρώτη ατομική της έκθεση, μαζί με την Τζένη Παπαδάκη, στην αίθουσα Ζαχαρίου. Από τότε η Εύα Μπουλγουρά δε σταμάτησε να ζωγραφίζει, παρουσιάζοντας δουλιά της σε 13 συνολικά ατομικές εκθέσεις και σε δεκάξι ομαδικές.

Με ενδιαφέροντα για όλες τις θεματικές περιοχές - ηθογραφία, γυμνογραφία, ανθογραφία, τοπιογραφία, νεκρή φύση, ανθρώπινες (κυρίως γυναικείες) μορφές - η ζωγραφική της διακρίνεται για την ασφάλεια του σχεδίου και την ποιότητα του χρώματος. Στις πρώιμες προσπάθειές της φαίνεται να επηρεάζεται από το φοβισμό και λιγότερο από τον εξπρεσιονισμό.


«Μέσα στις μνήμες των παιδικών προσφυγικών αποσκευών, η Μπουλγουρά», σημειώνει ο Τάκης Σιδέρης, «κομίζει τις αιτίες και τα βοηθήματα για τα θέματα της ζωγραφικής της: Βαζάκια, κασετίνες, μπιζουτιέρες, γυαλιά γαλάζια με άνθη, κομπολόγια, τσίγκινες φρουτιέρες γεμάτες καρπούς και χρώματα... Χρώματα μιας ανατολίτικα σιγοψυθιριστής μελωδικότητας. Το ύφος της ελληνικότητας η Μπουλγουρά το είχε με μεγάλη επιμέλεια φυλαγμένο μέσα της και δε θέλησε, δε χρειάστηκε ποτέ να το ανακοινώσει».

Στην εικαστική της δημιουργία, η ζωγράφος συνδυάζει μια κάποια σχηματοποίηση των μορφών, περισσότερο φανερή στα εσωτερικά της και στα κεφάλια των γυναικείων μορφών, με μια ιδιαίτερη έμφαση στις σχεδιαστικές αξίες και στον ιμπρεσιονιστικό χαρακτήρα του φωτός. Σε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές της προσπάθειες (εσωτερικά με γυναικείες μορφές), δημιουργεί σύνολα που διακρίνονται για την εσωτερικότητα και την ποιητική φωνή τους.

«Η ποιητική ατμόσφαιρα που εκπέμπουν οι περίφημες νωχελικές γυναικείες φιγούρες μέσα σε δωμάτια ερωτικά, με ένα κρυφό άρωμα νοσταλγικής μελαγχολίας» αναφέρει ο Σαράντης Καραβούζης, «είναι μοναδικές στην ελληνική ζωγραφική και αναδεικνύουν την Εύα Μπουλγουρά στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων καλλιτεχνών».

Στην πενηντάχρονη εικαστική της πορεία η ζωγράφος δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για τα κάπως βαριά, πληθωρικά γυναικεία σώματα και για τα συγκρατημένα ευγενικά χρώματα, που πλουτίζουν και με αισθησιακό τόνο τη ζωγραφική της. Σχεδόν πάντα χρησιμοποιεί τον ίδιο γυναικείο τύπο, με το γενικευτικά δοσμένο στρογγυλό πρόσωπο, τη λεπτή κλασική μύτη, το βαρύ σώμα, σε ένα εσωτερικό στο οποίο παραπληρωματικά θέματα ολοκληρώνουν τη φωνή του συνόλου. Συνδυάζει συχνά τη γυναικεία μορφή με τη νεκρή φύση, λουλούδια και φρούτα, με τα οποία τονίζονται η οικειότητα και ο χαρακτήρας του χώρου. Πρόκειται για μια ζωγραφική παραστατικών τάσεων με καθαρά προσωπικές διατυπώσεις, που κινούνται στις προεκτάσεις του φοβισμού και του ιμπρεσιονισμού.

«Η πινελιά της ήταν αδρή και σίγουρη» τονίζει ο Αλέκος Φασιανός. «Με την κίνηση του πινέλου της σχημάτιζε ένα πρόσωπο ήσυχο, νωχελικό, μέσα σε δωμάτια αστικών σπιτιών. Αισθανόσουν την αγάπη, τη γαλήνη και τη φιλία των γυναικών που ζωγράφιζε. Πολλές φορές δεν είχαν χαρακτηριστικά. Ετσι κοιτούσαν μέσα τους, σαν να είχαν μυστικές σκέψεις, σκέψεις της ψυχής και του απείρου».

«Η ιδιόμορφη σε παράστημα και σε έκφραση γυναικεία φιγούρα της ζωγράφου» καταλήγει η Ντόρα Ηλιοπούλου - Ρογκάν, «ευρηματική τομή ανάμεσα στο αισθησιακό και στο πνευματικό και συνάμα πομπός και δέκτης πολυσχιδών μηνυμάτων και βιωμάτων, δίνει το στίγμα για το πάθος της δημιουργίας που διακατείχε την Μπουλγουρά η οποία δεν κουράστηκε ποτέ να ζωγραφίζει. Πράγματι, ζωγραφίζοντας μέχρι το θάνατό της με τον ενθουσιασμό μιας νέας καλλιτέχνιδας προικισμένης με τα γνωρίσματα της απόλυτης ωριμότητας, η Μπουλγουρά μάς αποχαιρέτησε προσφέροντάς μας συγχρόνως ένα υπόδειγμα καλλιτεχνικής δουλιάς και ανθρώπινης αξιοπρέπειας».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ