ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Νοέμβρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Για τις εξελίξεις στις τράπεζες

Δυο γεγονότα στο χρηματοπιστωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των οικονομικών πολιτικών σχολιαστών κατά την παρελθούσα βδομάδα: Πρόκειται για την κυβερνητική πρόκριση της προσφοράς της Τράπεζας Πειραιώς για εξαγορά της ΕΤΒΑ έναντι εκείνης της ΑΤΕ και η συμφωνία συγχώνευσης των Alpha Bank και Εθνικής Τράπεζας.

Το «στίγμα» της οικονομικής πολιτικής

Το πρώτο, ως γεγονός, εξαγγέλθηκε από τον νέο υπουργό Οικονομίας σε συνέντευξη στην οποία έδωσε τους άξονες της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Βεβαίως δεν πρόκειται για χάραξη νέας πολιτικής. Εχει, όμως, την ιδιαίτερη σημασία του το «στίγμα» της οικονομικής πολιτικής: Υποσχέθηκε αποφασιστικότητα, ταχύτητα, αποτελεσματικότητα στις ρυθμίσεις που αφορούν τις ιδιωτικοποιήσεις, τις συγχωνεύσεις, τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους με στόχο την κατάκτηση μεγαλύτερου μεριδίου στην ευρωενωσιακή, σε άλλες περιφερειακές αγορές, στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Διακήρυξε την προσήλωση της κυβερνητικής πολιτικής στην ένταξη -ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη, στην ταχύτερη διασύνδεσή της με άλλες οικονομίες. Για το σκοπό αυτό, η οικονομική πολιτική επικεντρώνεται στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις, παράλληλα με τη βελτίωση του πλαισίου προσέλκυσης των ξένων επενδύσεων.

Ως προς τους μοχλούς, τα μέσα για την προώθηση των κυβερνητικών στόχων, ο κ. Χριστοδουλάκης αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην αναμόρφωση του αναπτυξιακού νόμου (ενώ άφησε ανοιχτό στο άμεσο μέλλον το ζήτημα της αναμόρφωσης του φορολογικού νόμου).

Τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Αφ' ενός συνιστούν το καταστάλαγμα δρομολογημένων εξελίξεων στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης δημοσίων επιχειρήσεων και συγχώνευσης επιχειρήσεων. Αφ' ετέρου εκφράζουν την ανταπόκριση της ανασχηματισθείσας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στα πιο πρόσφατα αιτήματα των φυσικών ενώσεων του κεφαλαίου (ΣΕΒ, ΕΕΤ, ΕΕΕ).

Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο ΣΕΒ αντέδρασε έντονα στο προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2002, θεωρώντας ότι καθυστερεί η φορολογική μεταρρύθμιση και επομένως θα είναι περιορισμένες οι ιδιωτικές επενδύσεις.

Οπως είναι γνωστό, είχαν γίνει παρεμβάσεις για πιο αποφασιστικές ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή για μεγαλύτερης έκτασης πώληση των μετοχών κρατικής ιδιοκτησίας σε επιχειρήσεις, παραγωγικές ή τραπεζικές, και την ευνόηση της εξαγοράς τους από το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Είχε ασκηθεί έντονη κριτική στο ενδεχόμενο. η προσφορά εξαγοράς της ΕΤΒΑ από την Αγροτική Τράπεζα να γίνει δεκτή, με δεδομένα τα μεγάλα ποσοστά συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο και των δυο.

Για την ενσωμάτωση στην ευρωενωσιακή αγορά

Ταυτόχρονα, κυκλοφορούσαν διάφορες πληροφορίες για σενάρια, μέσω των οποίων η καθεμιά από τις 5 μεγαλύτερες τράπεζες στην Ελλάδα θα επιδίωκε να αλλάξει προς όφελός της τον υφιστάμενο συσχετισμό μεριδίων στην εσωτερική αγορά και να βελτιώσει την ανταγωνιστική της θέση στην ευρωενωσιακή. Καθεμιά αναζητούσε αφ' ενός εταίρο για συμφωνία συγχώνευσης ή μικρότερη αλλά εξειδικευμένη τράπεζα για εξαγορά, αφ' ετέρου στρατηγικές συμμαχίες. Αναζητούσε, δηλαδή, συμμετοχή ξένου ισχυρού τραπεζικού ομίλου που θα της εξασφάλιζε πρόσβαση σε διευρυμένες αγορές, ιδιαίτερα στα λεγόμενα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα, αλλά και θα τη θωράκιζε απέναντι στον οξυμένο καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Το ενδεχόμενο συγχώνευσης της Εθνικής και Alpha συζητιόταν από το περασμένο καλοκαίρι. Μεταξύ των σεναρίων που διαδίδονται και τώρα είναι και το ενδεχόμενο κάποιας συμφωνίας μεταξύ της ΑΤΕ και της Τράπεζας Πειραιώς. Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο έχει χαρακτηριστεί ως «μήλον της Εριδος» μεταξύ της Εμπορικής και της Eurobank. Κατά το περασμένο έτος, είχε πραγματοποιηθεί η στρατηγικής σημασίας συμμετοχή της γαλλικής Credit Agricole στην Εμπορική.

Ο διοικητής της Εθνικής, κ. Καρατζάς, πολλές φορές είχε αναφερθεί στην αναγκαιότητα να αναδιαρθρωθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα, ενόψει της αντικατάστασης της δραχμής από το ευρώ.

Είναι γεγονός ότι η ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη, με την κυκλοφορία του ευρώ, για πολλούς και ποικίλους λόγους θα οξύνει τον ανταγωνισμό σε βάρος της συγκριτικά πιο καθυστερημένης και περιορισμένης ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, το «άνοιγμα» της ψαλίδας μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και εκείνων των καταθέσεων, για τις 5 μεγαλύτερες τράπεζες στην Ελλάδα είναι από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ, σύμφωνα με μελέτη της J. P. Morgan που εκπονήθηκε για λογαριασμό του ΥΠΕΘΟ στις αρχές του χρόνου.

Πέραν των μεγεθών κεφαλαιοποίησης, η προσαρμογή των ελληνικών τραπεζών γίνεται με πιο επώδυνους όρους. Για παράδειγμα, θα πρέπει να μειώσουν τις επιβαρύνσεις στα διασυνοριακά τραπεζικά εμβάσματα που είναι υπερδιπλάσιες του μέσου όρου των επιβαρύνσεων στην ευρωζώνη. Αλλωστε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσανατολίζεται στην έκδοση οδηγίας για την εφαρμογή του ίδιου κόστους διασυνοριακών εμβασμάτων εντός ΕΕ. Στην Ελλάδα, λόγω της για αρκετά χρόνια εφαρμοζόμενης νομισματικής πολιτικής της λεγόμενης «σκληρής» δραχμής, διατηρήθηκαν υψηλά τα βασικά επιτόκια. Ετσι, ακόμη και σήμερα βρίσκονται συγκριτικά υψηλότερα από την ευρωζώνη επιτόκια όπως των στεγαστικών δανείων. Αυτό σημαίνει ότι με την κυκλοφορία του ευρώ και την απελευθέρωση των αγορών οι ελληνικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν άμεσα και βιαίως την προς τα κάτω εναρμόνιση των επιτοκίων.

Ταυτόχρονα, οι 5 ισχυρότερες τράπεζες στην Ελλάδα (Εθνική, Εμπορική, Alpha, EFG Eurobank Ergasias, Πειραιώς) τυχαίνουν ευνοϊκών επενδυτικών εκτιμήσεων από διεθνείς χρηματοοικονομικούς οίκους. Επισημαίνονται οι δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής τραπεζικής αγοράς, η υψηλή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών (το 2ο υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ, μετά τη Φινλανδία, σύμφωνα με σχετικά πιο πρόσφατα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat που αναφέρονται στο 1999) και το χαμηλό κόστος εργασίας (3ο πιο φθηνό στην ΕΕ, εκτίμηση στην έρευνα της ΟΤΟΕ).

Ακόμη, εντοπίζονται τα χαμηλά ποσοστά ξένων τοποθετήσεων στις ελληνικές τράπεζες.

Ολα αυτά συνιστούν πεδίο ανάπτυξης αλλά και όξυνσης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, και μάλιστα σε συνθήκες που η επιβράδυνση είναι ορατή για την ευρωζώνη, η τάση προς τη στασιμότητα για τη μεγαλύτερη οικονομία της, τη Γερμανία (με εκτίμηση μεταβολής του ΑΕΠ κατά 0,75% το 2001). Παρά τους σημαντικά υψηλότερους ρυθμούς αυξητικής μεταβολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα, τις δρομολογημένες επενδύσεις του Γ` ΚΠΣ και των Ολυμπιακών Εργων, είναι ήδη εκφρασμένες οι ανησυχίες του ΣΕΒ για μεγαλύτερους ρυθμούς επιβράδυνσης ακόμη και για ύφεση. Ρεαλιστικότερες είναι οι εκτιμήσεις του νυν υπουργού Οικονομίας από εκείνες του προκατόχου του.

Η αναδιάρθρωση, λοιπόν, του χρηματοπιστωτικού τομέα, η αναζήτηση προσανατολισμού των χρηματικών επενδύσεων σε αποδοτικότερες των repos μορφές, οι ιδιωτικοποιήσεις εκπληρώνουν πολλαπλούς στόχους: Ανταπόκριση στις απαιτήσεις του καπιταλιστικού ανταγωνισμού εντός ΕΕ και όχι μόνον, ενδεχομένως ενίσχυση της ρευστότητας, ενίσχυση των δημοσίων Ταμείων.

Ειδικότερα οι τράπεζες, για να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό, την πίεση μείωσης του ποσοστού κέρδους κινούνται προς δυο κατευθύνσεις:

α) Στην κατεύθυνση αύξησης των μεγεθών τους (κεφαλαιοποίησης και μεριδίων αγοράς). Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση της ABN - AMRO που σε Εκθεσή της τον περασμένο Αύγουστο προέβλεπε νέο κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων στην ελληνική τραπεζική αγορά αλλά και διεθνείς συνεργασίες. Δεν είναι τυχαίο ότι το «χορό σέρνουν» οι δυο μεγαλύτερες τράπεζες της Ελλάδας, με όχι ευκαταφρόνητη θέση παγκοσμίως: Η Εθνική Τράπεζα κατείχε το 1999 την 144η θέση και η Alpha την 148η θέση (κατάταξη του βρετανικού περιοδικού «The Banker», Ιούλης 2000). Η συγχώνευσή τους αναβαθμίζει την προκύπτουσα τράπεζα μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, φέρνοντάς τη στην 25η θέση.

β) Στην κατεύθυνση μείωσης του λεγόμενου «κόστους εργασίας», επωφελούμενες από τις γνωστές ως οικονομίες κλίμακας. Είναι αρκετά γνωστό ότι όλες τις μεγάλες συγχωνεύσεις - στην παραγωγή, στο εμπόριο, στο χρηματοπιστωτικό - ακολούθησε, αν όχι άμεσα τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, μεγάλος αριθμός απολύσεων. Η ίδια δε η δυνατότητα μείωσης των θέσεων εργασίας διαμορφώνει ευνοϊκό για το κεφάλαιο κλίμα να αναπροσαρμόσει τις εργασιακές σχέσεις και το ύψος των μισθών με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του.

Ακόμη και αν οι συμφωνίες συγχωνεύσεων / εξαγορών κατοχυρώνουν για κάποιο χρονικό διάστημα τα υφιστάμενα εργασιακά δικαιώματα, τα ανατρέπουν στην πορεία. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των Ναυπηγείων της Ελευσίνας και της SOFTEX.

Η ταξική πάλη μόνη διέξοδος από το μονόδρομο του κεφαλαίου

Με άλλα λόγια, κίνητρο των συγχωνεύσεων αποτελεί η μεγιστοποίηση του κέρδους, το κυνήγι εξασφάλισης πρόσθετου κέρδους στην απελευθερωμένη ευρωενωσιακή αγορά, αλλά και σε άλλες αγορές, όπως στη Βαλκανική. Αυτή είναι η ουσία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμά του είναι η καταστροφή μεγάλου μέρους των μικρών ή και κάποιων μεσαίων επιχειρήσεων, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις για τη δημιουργία μεγαλύτερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην παραγωγή, στο εμπόριο, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε αυτό θα συμβάλει ο νέος αναπτυξιακός νόμος, που σαφέστερα θα προσανατολίζει τις επιδοτήσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το ίδιο και όσον αφορά τα φορολογικά κίνητρα.

Το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους σημαίνει και ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης, σχετική και απόλυτη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων. Η δεκαετία του 1990 είναι αποκαλυπτική σ' αυτό για τους εργαζόμενους και των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, όπως των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας.

Η προετοιμασία και η απάντηση του πιο ισχυρού τμήματος του κεφαλαίου - σε μια εθνική ή περιφερειακή ή στη διεθνή αγορά - σε συνθήκες διεύρυνσης του ανταγωνισμού και αναμενόμενης κρίσης, μεταξύ άλλων σημαίνει και μέτρα για τη μετακύληση των συνεπειών της στους εργαζόμενους. Η ανταγωνιστικότητα δεν είναι στόχος που τα αποτελέσματά του ισοκαταμερίζονται μεταξύ καπιταλιστών και εργαζομένων, γιατί στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος είναι να αποτελεί η εκμετάλλευση του μισθωτού εργαζόμενου την πηγή της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Επομένως, οι αναγκαστικές επιλογές του κεφαλαίου παύουν να είναι αναγκαστικές για τους εργαζόμενους, μόνο όταν συνειδητοποιούν και δρουν ενάντια σε αυτές σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και συγκέντρωσης της παραγωγής, προκειμένου να λειτουργεί προς όφελος των εργαζομένων απαιτεί βαθιές ανατροπές στην ιδιοκτησία των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στο σχεδιασμό και στα κίνητρα της παραγωγής και επομένως και στον τρόπο επιδότησης τόσο της μεγάλης κοινωνικοποιημένης παραγωγής όσο και της μικρής εμπορευματικής. Συνεπάγεται βαθιές ανατροπές στον τρόπο κρατικής στήριξης για την απόκτηση κατοικίας σε συνθήκες που η γη παύει να είναι εμπόρευμα. Βαθιές ανατροπές στον τρόπο αξιοποίησης της λαϊκής αποταμίευσης, της χρηματικής έκφρασης του υπερπροϊόντος που συγκεντρώνεται σε επίπεδο ενός συνεταιρισμού, μιας κρατικής επιχείρησης, κλπ. Με άλλα λόγια, ανατροπή στη φύση, τους στόχους και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ομως πάνω από όλα απαιτείται ανατροπή στο χαρακτήρα της εξουσίας, που είναι και το ζητούμενο της ταξικής πάλης. Ο δρόμος, τα βήματα, οι μορφές, η κλιμάκωση σε αυτό το ζητούμενο πρέπει να είναι στο κέντρο της δράσης με ευκαιρία και τις πρόσφατες αλλά και τις μελλούμενες εξελίξεις.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ