ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Γενάρη 1998
Σελ. /48
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στη βροχή "πνίγεται" η ανθρώπινη αξιοπρέπεια

Σχεδόν 700 Κούρδοι ζουν κάτω από απαράδεκτες συνθήκες στις κατασκηνώσεις του υπουργείου Παιδείας, στην Παλιά Πεντέλη. Ο καταυλισμός, που είχε να χρησιμοποιηθεί 10 χρόνια, δε διαθέτει ούτε νερό, ούτε ρεύμα! Και οι συνθήκες γίνονται ακόμα δυσκολότερες τώρα που ο χειμώνας δείχνει για τα καλά τα "δόντια του"...

Πλήρωσαν κάμποσες χιλιάδες δολάρια για να φτάσουν στη χώρα μας - "στη χώρα της δημοκρατίας", όπως πίστευαν τότε - αφήνοντας πίσω τους τα πάντα. Το σπίτι τους, την οικογένειά τους, τη δουλιά τους, αλλά και το φόβο που τον μετέτρεψαν τον πρώτο καιρό σε ελπίδα. Το ξεκίνημα μιας νέας ζωής, σε μια ελεύθερη χώρα ήταν γι' αυτούς μια πρόκληση. Μια πρόκληση, που εξακολουθεί να μένει μετέωρη όσο το κρύο δεν υποφέρεται μέσα στις στρατιωτικές σκηνές, όσο το φαγητό - που προσφέρουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις - δε φτάνει να χορτάσει τα περίπου 700 άτομα που παραμένουν ακόμη σήμερα στον καταυλισμό, όσο το σκοτάδι - αφού ούτε ρεύμα υπάρχει - "πνίγει" και το τελευταίο ίχνος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας...

Μεσημέρι στον καταυλισμό των Κούρδων πολιτικών προσφύγων στην Παλιά Πεντέλη. Εκεί όπου την προηγούμενη Τρίτη, οι φιλοξενούμενοι ήταν 1.100 και ήδη είχε αρχίσει η μεταφορά περίπου 400 ατόμων σε κατασκηνώσεις του υπουργείου Γεωργίας στο Σούνιο, όπου θα παραμείνουν ως και τις 31 Μάρτη, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα άλλες 120 γυναίκες και παιδιά είχαν μεταφερθεί στον Αγιο Στέφανο, σ' ένα παλιό ξενοδοχείο, που ανήκε στις κατασκηνώσεις του Ταμείου Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ), ώστε να αποφύγουν το κρύο του χειμώνα.

"Η κυβέρνηση μάς κορόιδεψε"

"Μπαλάκι" στα χέρια της κυβέρνησης, οι Κούρδοι πολιτικοί πρόσφυγες μεταφέρονται από τον ένα καταυλισμό στον άλλο, αναζητώντας απεγνωσμένα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αναζητώντας ένα αξιοπρεπές μέρος για να ζήσουν.

Οταν στις αρχές του καλοκαιριού γινόταν η μεταφορά των Κούρδων από τις κατασκηνώσεις του Αγιου Ανδρέα, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Παιδείας, Π. Παπακωνσταντίνου, τους είχε διαβεβαιώσει πως οι κατασκηνώσεις στην Π. Πεντέλη διαθέτουν όλα όσα χρειάζονται για τη διαβίωσή τους. Λίγες ώρες μετά, οι Κούρδοι διαπίστωναν πως το ελληνικό κράτος τους έστειλε σε μια κατασκήνωση που έχει να χρησιμοποιηθεί 10 ολόκληρα χρόνια, σε μια κατασκήνωση που δε διαθέτει καν ρεύμα, με δύο μόλις τουαλέτες και, το βασικότερο, χωρίς νερό. Μια δεξαμενή όλη κι όλη δε φτάνει ν' ανταποκριθεί στις τόσο αυξημένες ανάγκες... Δικαιολογημένα τώρα όλοι οι Κούρδοι αντιμετωπίζουν τη νέα μεταφορά με καχυποψία.

Το φαγητό που μαγειρεύουν καθημερινά στις φωτιές που ανάβουν έξω από τις σκηνές τους, είναι ό,τι προσφέρουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις.

"Μας είπαν πολλά ψέματα. Μας φέρανε εδώ και μας βάλανε να ζούμε σα ζώα. Ηταν κάτι που δεν το περιμέναμε από το ελληνικό κράτος", λέει ο 52χρονος Αλάφ Μουσίρ.Ηταν δάσκαλος στο Ιράκ, πριν το καθεστώς τον αναγκάσει να πάρει τη γυναίκα του και τα δύο μικρότερα παιδιά του κι έρθει στην Ελλάδα. Πίσω έχει αφήσει άλλα τρία παιδιά...

Η γυναίκα του, η Μονίρα,προσπαθεί να τακτοποιήσει λίγο τη σκηνή τους. "Δυστυχώς, η κατάσταση εδώ είναι απάνθρωπη. Το φαγητό δε φτάνει για όλους, κάθε μέρα όλοι μακαρόνια τρώμε. Κι αυτά, ας είναι καλά οι άνθρωποι της περιοχής που μας τα φέρνουν. Γιατί, από τότε που ήρθαμε εδώ, δεν είδαμε κανέναν εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους", μας λέει.

Ας είναι καλά ο κόσμος

Ο Αζάρ Μαρούφ είναι ο υπεύθυνος για τον καταυλισμό των Κούρδων πολιτικών προσφύγων στην Παλιά Πεντέλη. Στην πατρίδα του, ήταν συγγραφέας και λαογράφος, έγραφε ποιήματα και βιβλία για την ιστορία του λαού του. Τώρα, ο Αζάρ είναι "υπεύθυνος" για τους συμπατριώτες του στον καταυλισμό και μαζί με τους Ελληνες γιατρούς και τον υποδιοικητή του ΙΚΑ μοιράζουν τρόφιμα που φέρνουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, κανονίζουν ποιοι πρόσφυγες θα μεταφερθούν στο Σούνιο στις κατασκηνώσεις του υπουργείου Γεωργίας και ποιοι θα περάσουν το χειμώνα τους στα αντίσκηνα της Π. Πεντέλης.

"Οι μόνοι που μας βοηθάνε είναι οι Ελληνες, οι απλοί άνθρωποι. Η ελληνική κυβέρνηση μάς αγνοεί, μέχρι στιγμής δεν έχει έρθει κανένας από το επίσημο κράτος να δει τι κάνουμε", επισημαίνει ο Αζάρ Μαρούφ και συμπληρώνει: "Οταν είχαμε έρθει, τον περασμένο Ιούνη, μας είχαν πάει στον Αγιο Ανδρέα, τώρα μας μεταφέρουν στο Σούνιο και στον Αγιο Στέφανο, μετά πού θα μας πάνε; Κανείς δεν ξέρει...".

Εικόνες που προκαλούν οργή

Οταν βρέχει, ο καταυλισμός "πνίγεται" στη λάσπη. Τα σκουπίδια "κυριαρχούν" στο χώρο. Γύρω από τις στρατιωτικές σκηνές, που είναι κυριολεκτικά "τυλιγμένες" στο νάιλον για να προστατεύονται απ' τη βροχή, παίζουν κυνηγητό πέντε πιτσιρίκια. Στην εμφάνιση του φωτογραφικού φακού, το παιχνίδι σταματά και το πιο μεγάλο κρύβει το πρόσωπό του. Ακριβώς την ίδια κίνηση κάνουν και τα μικρότερα...

Ο Ανούρ είναι στην Ελλάδα ένα μήνα και δουλεύει περιστασιακά σαν αγρότης. Μένει σε μια σκηνή στο κέντρο του καταυλισμού. Οταν συναντηθήκαμε, η ώρα του μεσημεριανού φαγητού πλησίαζε και ο Ανούρ με ένα χαρτόνι έκανε αέρα στη φωτιά για ν' ανάψει, ώστε να μπορέσει να μαγειρέψει το φαγητό που τους μοίρασαν σήμερα. Στην πατρίδα του ήταν κι αυτός δάσκαλος. Φεύγοντας, άφησε δύο παιδιά και τη γυναίκα του και ήρθε στη χώρα μας "για να γλιτώσει". "Δε θέλω να φύγω, να πάω στο Σούνιο, γιατί θα χάσω και τη δουλιά που έχω", υπογράμμισε ο Ανούρ, ενώ ένας μήνας στην Ελλάδα είναι αρκετός για να διαπιστώσει την αδιαφορία του κράτους. "Αυτό που ζητάμε είναι μια δουλιά, δεν είμαστε ζητιάνοι. Ηρθαμε εδώ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Δυστυχώς όμως, δεν τη βρίσκουμε...", επισημαίνει.

Δίπλα στο συρματόπλεγμα, που χωρίζει τις κατασκηνώσεις με τον καταυλισμό που έχουν οργανώσει οι Γιατροί του Κόσμου,ο Σερζάτ και ο Μπαχτιάρ φιάχνουν τσάι. Και οι τρεις έχουν έρθει στην Ελλάδα τον τελευταίο μήνα μόνοι τους, οι οικογένειές τους έχουν μείνει πίσω στην "πατρίδα". Ο Σερζάτ είναι δάσκαλος Αγγλικών και εδώ δουλεύει σαν εργάτης. Μιλώντας για τις συνθήκες διαβίωσης, επισημαίνει πως αυτά που τον δυσκολεύουν ιδιαίτερα είναι το καθημερινό μαγείρεμα και το πλύσιμο των πιάτων, αφού το νερό είναι από δυσεύρετο έως πολύτιμο στον καταυλισμό. "Οι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι πολύ καλοί και μας φέρνουν συχνά τρόφιμα και τσιγάρα ή έρχονται μόνο για να μας δουν. Αυτή που δε μας βλέπει είναι η κυβέρνηση. Για το ελληνικό κράτος είμαστε αόρατοι", λέει χαρακτηριστικά.

Ο Μπαχτιάρ είναι 22 ετών και ήταν φοιτητής στο Βόρειο Ιράκ. Ηθελε να σπουδάσει, μα δεν τα κατάφερε, δεν πρόλαβε, συμμετείχε σε κινητοποιήσεις, τον συνέλαβαν και εκείνος δραπέτευσε και ήρθε στην Ελλάδα. Τώρα είναι άνεργος. "Κάθε μέρα κατεβαίνω στην Αθήνα και ψάχνω για δουλιά. Αν μας πάνε στο Σούνιο, θα είναι δύσκολο να βρω κάτι", επισημαίνει και καταλήγει: "Ολα είναι πολύ δύσκολα. Αυτό που ζητάμε όλοι είναι μια ευκαιρία για καλύτερη ζωή".

"Δε ζητάμε ελεημοσύνη"...

Στη διπλανή σκηνή μια άλλη αντροπαρέα. Ο Σαρντάν,ο Μπαχτιάρ,ο Αλμπάς και ο Χερντίν.Ολοι τους από 25 έως 30 χρόνων, όλοι τους φοιτητές πριν από λίγους μήνες στην πατρίδα τους.

"Δε μας ενδιαφέρει μόνο το φαγητό, το νερό ή οι δυσκολίες που περνάμε εδώ. Αυτό που ζητάμε, είναι πολιτικό άσυλο. Ζητάμε ένα διαβατήριο, που να υπάρχει πάνω το όνομά μας. Ζητάμε δουλιά, γιατί ντρεπόμαστε να ζούμε από τη φιλανθρωπία των κατοίκων. Κάποτε στην πατρίδα μου, όλοι μας βοηθούσαμε τους πιο φτωχούς από μας. Δεν μπορούμε να συνηθίσουμε στην ιδέα πως ζούμε από τις τσάντες που φέρνει εδώ ο κόσμος",λέει ο Χερντίν.

"Δε σκεφτόμαστε να φύγουμε από την Ελλάδα, πρέπει όμως να δούμε τι θα κάνουμε. Δε θ' αντέξουμε για πολύ ακόμα να ζούμε έτσι", συμπληρώνει ο Αλμπάς, που μέχρι και πριν έξι μήνες σπούδαζε νομικά.

Δίπλα στις τουαλέτες, εκεί όπου η δυσοσμία είναι ανυπόφορη, ήρθαν πριν από ένα μήνα δύο ακόμα οικογένειες Κούρδων απ' το Ιράκ. Η Σάμσα Χαχμέτ είναι η 35άρα γυναίκα του ενός ζευγαριού, που δείχνει όμως τουλάχιστον μια δεκαετία μεγαλύτερη. Την ώρα που ήμασταν στον καταυλισμό μαγείρευε μακαρόνια με λίγο λάδι για να φάνε τα τρία παιδιά της. "Δεν υπάρχει τίποτα εδώ να σας κεράσω", λέει σχεδόν απολογητικά και δεν καθησυχάζει ούτε μια στιγμή. "Εστω να μπορούσαμε να σας δώσουμε λίγο τσάι, λίγο νερό. Δεν υπάρχει τίποτα", μονολογεί διαρκώς, δείχνοντας ιδιαίτερα στενάχωρα που δεν μπορεί να "αποδείξει" τη φιλοξενία της.

Η μικρή Καρουάν,με μισόκλειστα μάτια απ' τον ήλιο και με μια κούκλα αγκαλιά, μας πλησιάζει για να μας πει κι αυτή το φόβο της: "Εγώ φοβάμαι το σκοτάδι. Οταν βραδιάζει, δεν έχουμε ρεύμα και δε βλέπουμε τίποτα. Κάθε βράδυ φοβάμαι"...

"Το κρύο δεν υποφέρεται... "

Το συρματόπλεγμα καταφέρνει να χωρίζει μόνο τυπικά τους δύο καταυλισμούς. Και στις δύο πλευρές, όμως, οι Κούρδοι αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα. Μόνο που στον καταυλισμό που έχουν οργανώσει οι "Γιατροί του Κόσμου" υπάρχει νερό, οι σκηνές είναι αριθμημένες και υπάρχει σχολείο.

Το σχολείο λειτουργεί εδώ κι ένα μήνα, με εθελοντική εργασία δασκάλας από την ανθρωπιστική οργάνωση. Το μάθημα είναι 3ωρο και καθημερινό και συμμετέχουν 25 παιδιά ηλικίας 6 έως 15 ετών. "Τα παιδιά συμμετέχουν με μεγάλο ενθουσιασμό στο μάθημα και δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα", μας είπε η δασκάλα του σχολείου Νάντια Σταθοπούλου και συμπληρώνει: "Στην αρχή ήταν δύσκολο, καθώς υπήρχε πρόβλημα με τη γλώσσα. Ευτυχώς που υπάρχει ένας μεταφραστής και μπορούμε να συνεννοηθούμε". Οταν ρωτάμε αν το κράτος έχει συμβάλει σ' αυτή την προσπάθεια, η δασκάλα χαμογελάει ειρωνικά. "Το κράτος απουσιάζει από παντού. Τέτοιου είδους προσπάθειες δεν το "ενδιαφέρουν"", λέει.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Κούρδοι πολιτικοί πρόσφυγες και σ' αυτόν τον καταυλισμό είναι τα ίδια με των υπόλοιπων συμπατριωτών τους. Το νερό δεν είναι αρκετό, το ρεύμα δεν έχει "φτάσει" ακόμα και το φαγητό έχει την ίδια πικρή γεύση. Και στους δύο καταυλισμούς η ιατρική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη.

Η Πέντι μένει στον οργανωμένο καταυλισμό εδώ και αρκετούς μήνες. Ηρθε στην Ελλάδα γιατί τα δύο από τα τρία της παιδιά έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας. Στην πατρίδα της, λόγω πολέμου, δεν υπήρχε περίπτωση να σωθούν, οπότε η μόνη λύση ήταν να έρθει στην Ελλάδα. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. "Δεν έχουμε καμία περίθαλψη εδώ στον καταυλισμό. Πάμε στο νοσοκομείο, νοσηλεύουν τα παιδιά για λίγο και μετά, αφού δεν έχουμε ούτε κάρτα παραμονής, ούτε χρήματα, μας διώχνουν. Χωρίς χρήματα δεν έχουμε μέλλον...", επισημαίνει η Πέντι. Και καταλήγει: "Το κρύο δεν υποφέρεται τώρα το χειμώνα και δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Οι σκηνές δεν είναι ό,τι καλύτερο γι' αυτή την εποχή, αλλά αφού δεν υπάρχει κάτι άλλο, τι να κάνουμε;"...

Με την πρώτη βροχή, τα αντίσκηνα γεμίζουν νερό, ενώ όση βοήθεια και αν έχει δώσει ο κόσμος, δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα

Το μαγείρεμα, το πλύσιμο, αλλά και όλες οι καθημερινές δουλιές γίνονται με πρωτόγονο τρόπο...

"Δεν υπάρχει ιατρική περίθαλψη στον καταυλισμό και, εφόσον δεν έχουμε ούτε κάρτα παραμονής ούτε χρήματα, δεν έχουμε μέλλον...", λέει η Πέντι



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ