ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Αυγούστου 1998
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ανηλεής ληστεία των λαών

"Στις κρίσεις ξεσπά μία ξαφνική επιδημία, που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται ριγμένη πίσω, σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα 'λεγε κανένας ότι ένας λιμός, ένας γενικός πόλεμος ερήμωσης τής έκοψε όλα τα μέτρα ύπαρξης".

Πρόκειται για απόσπασμα του "Κομμουνιστικού Μανιφέστου", που, πριν από 150 χρόνια, έκανε μια ανάγλυφη και παραστατική παρουσίαση των καπιταλιστικών κρίσεων. Των κρίσεων υπερπαραγωγής.

Χωρίς να γίνεται σύγκριση των καπιταλιστικών κρίσεων, που είχαν εμφανιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα με τις σημερινές, απλώς θέλουμε να επισημάνουμε πόσο η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει ο κόσμος μοιάζει με την εικόνα που αναδύεται ανάγλυφα από τις σελίδες του "Κομμουνιστικού Μανιφέστου".

Η νομισματική - χρηματιστηριακή κρίση που σιγοκαίει σχεδόν ένα χρόνο τώρα στις χώρες της ΝΑ Ασίας (τις άλλοτε ασιατικές "τίγρεις", που μας πρόβαλλαν σαν πρότυπο διεθνοποιημένων οικονομικών) άρχισε να μεταφέρεται στην Ιαπωνία, η οποία διατηρεί εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες αυτές. Και ενώ Ευρώπη και Αμερική τούς έλεγαν ουσιαστικά, ότι "εμείς δεν ανακατευόμαστε, βγάλτε τα πέρα μόνες σας", πριν από λίγες μέρες άνοιξε το "ρωσικό μέτωπο". Η αδυναμία της διεφθαρμένης κυβέρνησης Γιέλτσιν να ξεπληρώσει ομολογιακό δάνειο μόλις 1 δισ. δολαρίων, αλλά και τα αυξανόμενα ανησυχητικά μηνύματα που φτάνανε για την καταρρέουσα ρωσική οικονομία, οδήγησαν σε χρηματιστηριακή κρίση τις ευρωπαϊκές οικονομίες, αρχικά εκείνες που είχαν μεγάλα ανοίγματα με τη Ρωσία (Γερμανία) και στη συνέχεια όλες τις υπόλοιπες χώρες. Τα γεγονότα στη συνέχεια πήραν εκρηκτική μορφή και μεταδόθηκαν με τρομακτική ταχύτητα σε όλο τον πλανήτη. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αλλά και η Ν. Αφρική αντιμετωπίζουν επιθέσεις στα νομίσματά τους, το ίδιο και η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, τα διεθνή χρηματιστήρια τις τελευταίες μέρες βουλιάζουν, όπως και οι αγορές ομολόγων, τρισεκατομμύρια δραχμές εκφρασμένες σε χαρτιά στροβιλίζονται στη δίνη της κρίσης, έντρομοι κερδοσκόποι ρευστοποιούν τοποθετήσεις στην Ανατολή για να ισοφαρίσουν "ζημίες" στη Δύση, ο μέγας αρχικερδοσκόπος Τ. Σόρος, αν και "πρόβλεψε" τις εξελίξεις στη Ρωσία, έχασε 2 δισ. δολάρια και η αλυσίδα τελειωμό δεν έχει.

Λες και ένας παραλογισμός κατέλαβε τους κυβερνήτες και τους ανά τον κόσμο "επενδυτές", λες και η ανθρωπότητα έχει περιέλθει σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας...

Αναζητούν τα αίτια

Οι αιτίες της σημερινής κρίσης, που βασανίζει πολλές καπιταλιστικές χώρες, δεν έχουν απαντηθεί, τουλάχιστον από τους θεωρητικούς του καπιταλισμού. Ορισμένοι μάλιστα χρηματιστές και οι τραπεζίτες στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες είδαν και αποείδαν, ότι με τις οικονομικές δοξασίες των αστών οικονομολόγων δεν έβγαζαν άκρη, με αυτά που συμβαίνουν στο σύγχρονο καπιταλισμό, και αναζήτησαν τις οικονομικές θεωρίες περί κρίσεων... του Μαρξ, τα βιβλία του οποίου μέχρι χτες είχαν εξαφανιστεί από τα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Η σημερινή κρίση δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην επικράτηση, σε θεωρητικό αλλά και πρακτικό επίπεδο, του νεοφιλελεύθερου μηχανισμού ρύθμισης των καπιταλιστικών οικονομιών. Η στροφή προς τις νεοφιλελεύθερες επιλογές ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70 στη Μ. Βρετανία της Θάτσερ, για να επεκταθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, την περίοδο διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ρίγκαν. Δεν αναφερόμαστε στην περίπτωση της Χιλής του αιμοσταγούς Πινοσέτ, όπου πειραματίστηκε για πρώτη φορά ο Μ. Φρίτμαν (ο νεοφιλελεύθερος εκπρόσωπος της σχολής του Σικάγου), επειδή πρόκειται για περιφερειακή χώρα. Κατά τους νεοφιλελεύθερους, η μεγάλη έκταση της κρατικής δραστηριότητας και η έλλειψη ανταγωνισμού στη λειτουργία των "αγορών" είναι οι βασικοί υπεύθυνοι της όχι σωστής κατανομής των διαθεσίμων πόρων (οι οποίοι θα πρέπει να διατίθενται με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση του αποτελέσματος, δηλαδή του κέρδους), ενώ στην ύπαρξη των δύο αυτών παραγόντων (δηλαδή του κράτους και της έλλειψης ανταγωνισμού) απέδιδαν την υψηλή ανεργία, το μεγάλο πληθωρισμό και το μικρό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, που εμφάνιζαν οι οικονομίες της Δύσης στη δεκαετία του 1980. Σήμερα είναι γνωστό τι επακολούθησε. Μαζικές ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων, στο όνομα του σπασίματος των "μονοπωλίων", και το άνοιγμα στον "ανταγωνισμό". Οι κρατικοί προϋπολογισμοί άρχισαν να καταρτίζονται με βάση την αρχή της "μέγιστης αποδοτικότητας", κάτι που σήμαινε γενικευμένη επίθεση στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα (ως μη αποδοτικά) και προσανατολισμό των κεφαλαίων προς τον "αποδοτικό" ιδιωτικό τομέα. Στο όνομα της "δημοσιονομικής εξυγίανσης" και της μείωσης του πληθωρισμού, επιβλήθηκαν σκληρά προγράμματα λιτότητας και εξ ίσου σκληρή νομισματική - συναλλαγματική πολιτική "σταθερότητας", η οποία ευνοούσε τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, αλλά καταδίκαζε αυτές με μικρό και μεσαίο μέγεθος.

Η δεκαετία του '90

Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι στη δεκαετία του '90 - οπότε οι πολιτικές αυτές απλώθηκαν με δύναμη θρησκευτικού φανατισμού από τις κυρίαρχες τάξεις - έλαβε χώρα μια ανηλεής ληστεία σε βάρος δεκάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, ενώ οι πολυεθνικές εταιρίες συσσωρεύουν μυθώδη κέρδη και συγκροτούν μία τρομακτική δύναμη πυρός. Αλλωστε, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι παρά η ιδεολογία του πολυεθνικού κεφαλαίου, το οποίο ενδιαφέρεται να σπάσει τα εθνικά και υπερεθνικά σύνορα και είναι αυτό που ζητάει να σπάσουν τα κρατικά "μονοπώλια" και να "ανοίξει ο ανταγωνισμός". Γνωρίζει ότι θα είναι ο νικητής εκ του ασφαλούς.

Ομως, η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι και ανάπτυξη των αντιθέσεών του, έλεγε ο Μαρξ. Στη 10ετή περίοδο εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις διευρύνθηκαν στο έπακρο. Το 1994 20% του αμερικανικού πληθυσμού κατείχε το 80% του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ αντίθετα το υπόλοιπο 80% μόνο το 20% του ΑΕΠ. Στις χώρες του ΟΟΣΑ η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται από 3,7% τη δεκαετία του 1970 σε 3,2% τη δεκαετία του 1980 και σε 2,1% την περίοδο 1991 - 1997 (στοιχεία ΟΟΣΑ). Στη δε Ευρωπαϊκή Ενωση αντίστοιχα είχαμε μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης από 3,4% τη δεκαετία του '70 σε 2,5% αυτή του '80 και σε 1,6% την περίοδο 1991 - 1997 (εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ). Αλλά ο καπιταλισμός δεν αρκεί μόνο να παράγει. Πρέπει τα εμπορεύματα που παράγει να τα πουλήσει κιόλας. Και οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι διαλυμένοι από πολέμους και φυσικές καταστροφές, όπως είναι δισεκατομμύρια κάτοικοι του πλανήτη, δεν μπορούν να καταναλώσουν. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, που δόθηκαν το Σεπτέμβρη του 1997 στη δημοσιότητα, 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη φυτοζωούν με ημερήσιο εισόδημα μικρότερο των 2 δολαρίων τη μέρα.

Κερδοσκοπία

Ενας δεύτερος παράγοντας πυροδότησης των κρίσεων, στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, είναι η τρομακτική κερδοσκοπία που συντελείται μέσω των χρηματιστηρίων και των ομολόγων. Ο καπιταλισμός βέβαια έχει στο αίμα του την κερδοσκοπία, αυτή όμως έχει αναβαθμιστεί το τελευταίο διάστημα και μετά την "απελευθέρωση" των χρηματαγορών έχει αποκτήσει τρομακτικές διαστάσεις. Η βάση της κερδοσκοπίας στηρίζεται στη "μεγιστοποίηση των αποδόσεων", που διαφημίζουν οι διάφοροι χρηματιστηριακοί όμιλοι.

Πώς λειτουργεί το σύστημα αυτό, θα προσπαθήσουμε να το παρουσιάσουμε με το ακόλουθο παράδειγμα. Εστω ότι λειτουργεί ένα μεγάλο Αμοιβαίο Κεφάλαιο στην Αμερική, όπου βέβαια στόχος του είναι να προσφέρει υψηλές αποδόσεις στους αποταμιευτές που του εμπιστεύτηκαν τα κεφάλαιά τους και φυσικά υψηλά κέρδη για το ίδιο. Μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών το Αμοιβαίο Κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα να "επενδύει" τα κεφάλαιά του - πρόκειται για τεράστια ποσά - σε όλα τα χρηματιστήρια του πλανήτη, καθώς και σε ομόλογα που εκδίδουν κρατικοί οργανισμοί ανά την υφήλιο. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε έναν ανταγωνισμό των χρηματιστηρίων μεταξύ τους για το ποιο θα προσφέρει υψηλότερες αποδόσεις των υπό διαπραγμάτευση μετοχών, ενώ η επιλογή τοποθέτησης στην αγορά ομολόγων εξαρτάται από το ύψος των προσφερόμενων επιτοκίων. Οι υψηλές αποδόσεις όμως εξαρτώνται από άλλους παράγοντες, από το αν οι εισηγμένες εταιρίες στο χρηματιστήριο παρουσιάζουν υψηλή κερδοφορία, αν η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική εγκρίνεται ή όχι από τις "αγορές", αν το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ισχυρό ή όχι, αν οι κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να συγκρουστούν με τυχόν "συντεχνίες" που μπαίνουν εμπόδιο στην οικονομική πολιτική, αν ακολουθείται συνεπές πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων κλπ. Με λίγα δηλαδή λόγια, τα κερδοσκοπικά αυτά κεφάλαια τοποθετούνται στη μια ή στην άλλη χώρα, αλλά παράλληλα επιβάλλουν και τους όρους τους. Είναι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν δικτατορία των αγορών. Αν για οποιοδήποτε λόγο τα κεφάλαια αυτά αποφασίσουν να φύγουν από μία χώρα, είναι σε θέση να προκαλέσουν νομισματική - χρηματιστηριακή κρίση, όπως έγινε τον Οκτώβρη του 1997 και σήμερα στην Ελλάδα και όπως έχει γίνει σε δεκάδες χώρες του κόσμου. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με την πιο ακραία λογική του καπιταλισμού. Γιατί η υψηλή κερδοφορία των χρηματιστηρίων και οι υψηλές αποδόσεις των ομολόγων συνεπάγονται λήψη μέτρων που οδηγούν στην ανέχεια και τη φτώχεια μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, πρόκειται δηλαδή και πάλι για εφαρμογή πολιτικών διεύρυνσης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων.

Αυτή όμως είναι η μία όψη του νομίσματος. Αν τα χρηματιστήρια και τα ομόλογα είναι οι μορφές κίνησης του κερδοσκοπικού κεφαλαίου διεθνώς, μια κρίση σε ένα σημείο του πλανήτη μπορεί πλέον να διεθνοποιηθεί με αστραπιαία ταχύτατα. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Η αδυναμία της ρωσικής κυβέρνησης να συγκεντρώσει 1 δισ. δολάρια για την αποπληρωμή ενός ομολογιακού δανείου, που έληξε τις προηγούμενες μέρες, εκτιμήθηκε ως αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της γενικότερα, με συνέπεια τη μαζική αποχώρηση των ξένων κεφαλαίων, που οδήγησαν σε κατάρρευση του ρουβλιού και του ρώσικου χρηματιστηρίου. Η Γερμανία πλήρωσε τα μεγάλα ανοίγματα προς τη Ρωσία, γεγονός που οδήγησε στην πρωτοφανή απόφαση της μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας της Deutschebank, της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας, και στην εξάπλωση του πανικού στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, αφού τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στο δολάριο.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ