Διαβάστε σήμερα στο ένθετο «Διεθνή & Οικονομία»:
ΤΥΝΗΣΙΑ: Σε φάση ανακατατάξεων με γεωπολιτικές διαστάσεις
ΡΩΣΙΑ - ΕΕ: Προς «πράσινες» επενδυτικές συμφωνίες με το βλέμμα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό
Πανηγυρισμοί διαδηλωτών μετά την κατάληψη της εκτελεστικής εξουσίας από τον Πρόεδρο της χώρας |
Αρχικά οι ισλαμιστές, δείχνοντας και τα άλλα μέτρα που πήρε ο Σαΐντ (άρση βουλευτικής ασυλίας, απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, μετακινήσεων από πόλη, συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων σε δημόσιους χώρους κ.λπ.), απέρριψαν αυτόν τον ισχυρισμό και έκαναν λόγο για «πραξικόπημα». Στη συνέχεια όμως άλλαξαν στάση και δήλωσαν έτοιμοι για βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, ζητώντας να διεξαχθούν το συντομότερο «για χάρη της δημοκρατίας».
Ανεξαρτήτως ερμηνείας και χαρακτηρισμών, είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία: Εδώ και καιρό μεγάλο μέρος του τυνησιακού λαού έβγαινε στους δρόμους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τη δραματική επιδείνωση της ζωής τους, ανάμεσά τους ακόμα και υποστηρικτές των ισλαμιστών του «Ενάχντα» (που διατηρούν στενές σχέσεις με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και το τουρκικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ του Ρ. Τ. Ερντογάν).
Ετσι, η αποπομπή της κυβέρνησης Μασίσι ήρθε ως επιστέγασμα της γενικότερης επιδείνωσης της οικονομικής - κοινωνικής κατάστασης και της ενδοαστικής διαπάλης που κλιμακώθηκε με τη λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη» πριν από μία δεκαετία. Μια διαδικασία που κάθε άλλο παρά ...άνοιξη έφερε στους λαούς, αντίθετα συνέβαλε στην όξυνση του σφοδρού ανταγωνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και την Μέσης Ανατολής, όπως βλέπουμε με τη σφαγή που γίνεται σε πολλές χώρες (Λιβύη, Συρία, Λίβανο κ.α.) για το ποια γεωστρατηγικά συμφέροντα θα προωθηθούν.
Επιστρέφοντας στην κατάσταση στην Τυνησία που όξυνε τις ενδοαστικές αντιθέσεις, παρατηρούμε την όξυνση των προβλημάτων σε πολλούς τομείς:
Ολα τα παραπάνω ήταν φυσικό και επόμενο να φουντώσουν τη λαϊκή οργή και να ξεσπάσουν μεγάλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, με τη στήριξη και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι εκατοντάδες επιθέσεις που σημειώθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στα γραφεία του κόμματος «Ενάχντα» στο Μοναστήρι, στην Τουζέρ, στο Σφαξ και σε άλλες πόλεις αποτελούν έκφραση αυτής της οργής και αντανάκλαση της απογοήτευσης λαϊκών μαζών που πίστεψαν στις υποσχέσεις των ισλαμιστών για πιο αποτελεσματική και δήθεν φιλολαϊκή διαχείριση. Αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι ήταν άλλη μια μορφή αντιλαϊκής διαχείρισης, που είχε από την αρχή τη στήριξη μερίδας του τυνησιακού κεφαλαίου. Η δεκαετία από την έναρξη της «Αραβικής Ανοιξης», που αξιοποίησε και τότε την εύλογη λαϊκή δυσαρέσκεια από το προηγούμενο καθεστώς του Μπεν Αλι (που ήταν και στη σοσιαλδημοκρατική Σοσιαλιστική Διεθνή), απέδειξε περίτρανα ότι η ενδοαστική εναλλαγή επιδείνωσε περαιτέρω τη ζωή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, και επιβεβαίωσε την ανυπαρξία πραγματικής επαναστατικής δύναμης που θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα μπροστά, σε δρόμο σύγκρουσης με την εξουσία του κεφαλαίου.
Ο Καΐς Σαΐντ, που εξελέγη Πρόεδρος το 2019 ως ανεξάρτητος και με το γόητρο του αδιάφθορου συνταγματολόγου, εμφανίζεται ως αυτός που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την τραγική κατάσταση με τη φτώχεια, την ανεργία και την πανδημία, και να σταθεροποιήσει την οικονομία.
Χαρακτηριστική είναι πάντως η στάση των ΗΠΑ, που μέσω του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αφενός απέφυγαν να μιλήσουν για «πραξικόπημα», αφετέρου δήλωσαν «παρούσες», παρακολουθώντας προσεκτικά τις εξελίξεις. Κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν το βράδυ της Δευτέρας ο Σαΐντ και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, ο τελευταίος επέλεξε να αναφερθεί στις ισχυρές διμερείς «εταιρικές» σχέσεις, προσφέροντας τη συνέχιση της στήριξης από τις ΗΠΑ απέναντι στη «διπλή πρόκληση της πανδημίας και της οικονομικής κατάστασης». Κατά τ' άλλα προέτρεψε τον Τυνήσιο Πρόεδρο να μείνει «σταθερός στις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και να διατηρήσει «ανοιχτό δίαυλο διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τον λαό» της χώρας. Η δε εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, είχε εκφράσει «ανησυχία» για τις εξελίξεις στην Τυνησία, τονίζοντας πως οι ΗΠΑ «δεν έχουν αποσαφηνίσει» αν οι εξελίξεις συνιστούν ή όχι πραξικόπημα.
Από την άλλη, δεν έλειψαν στην Ουάσιγκτον και οι φωνές για επέμβαση στην Τυνησία, στο όνομα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας». Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ, μιλώντας στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», εγκάλεσε την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι απέτυχε να αντιδράσει γρήγορα στο «πραξικόπημα» του Σαΐντ. Ζήτησε δε στρατιωτική επέμβαση, τάχα για να «σταθεροποιηθεί» η κατάσταση και να ενισχυθεί η θέση των λεγόμενων «μετριοπαθών ισλαμιστών». Αλλος Αμερικανός γερουσιαστής, ο Κρις Μέρφι, ζήτησε από τον Μπάιντεν να ελέγξει τον πιθανό ρόλο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας στις εξελίξεις στην Τυνησία, καθώς τα ΜΜΕ και των δύο αυτών χωρών υποδέχτηκαν θετικά τις αποφάσεις του Σαΐντ.
Αν και δεν είναι εύκολο να αποδειχθούν τα κίνητρα των κινήσεων του Σαΐντ, είναι χαρακτηριστική και η στάση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ο υπουργός Εξωτερικών, σεΐχης Αμπντάλα μπιν Ζαγιέντ, επικοινωνώντας την Πέμπτη με τον Τυνήσιο ομόλογό του Οθμαν Τζεράντι έσπευσε να χαρακτηρίσει «σύννομη με τη λαϊκή βούληση και το Σύνταγμα» την αποπομπή της κυβέρνησης Μασίσι. Εξέφρασε δε εκ μέρους της χώρας του «πλήρη εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη στις προσπάθειες της Τυνησίας να διαχειριστεί την κατάσταση και να αντιμετωπίσει την πανδημία».
Ενδιαφέρον έχει και η στάση της τουρκικής κυβέρνησης και του ισλαμιστικού κυβερνώντος ΑKP, το οποίο έσπευσε να καταδικάσει ως «πραξικόπημα» τις ενέργειες του Τυνήσιου Προέδρου, αφού η αποδυνάμωση του σύμμαχου κόμματος «Ενάχντα» ερμηνεύεται ως πλήγμα για τις γεωπολιτικές βλέψεις της τουρκικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή, όπως καταγράφονται και στη γειτονική Λιβύη.