ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Ιούλη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο μάγος του παραμυθιού

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ωρες ολάκερες δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Μπροστά μου απλωνόταν η πολιτεία που είδαμε. Ωραία πόλη, πολύ ωραία!.. Καινούρια. Ο αέρας, θαρρείς, μύριζε ακόμα φρέσκον ασβέστη και λαδομπογιά, όπως μυρίζει και το δωμάτιό μας. Κουραστήκαμε να γυρίζουμε όλη μέρα και να τη θαυμάζουμε. Χτίρια κοντυλογραμμένα, λεπτοκαμωμένα, κεντημένα με πολύ γούστο. Σωστά παλατάκια, με χρώματα ευχάριστα, λουσμένα στο φως. Το ένα ομορφότερο από το άλλο. Πολυκατοικίες επιβλητικές, μονοκατοικίες χωμένες μέσα στα δέντρα. Βίλες πνιγμένες στο πράσινο. Φώτα πολλά, πυκνά, χρωματιστά, σκαλωμένα σε στύλους ή κρεμασμένα σε γιρλάντες. Λες και γιόρταζε κάθε μέρα η πολιτεία.

Και τι δεν είδαμε!.. Δρόμοι πλυμένοι, πλατιοί, γυαλιστεροί, όπου καθρεφτίζονταν τ' αστέρια. Λουλούδια ξωτικά, παραμυθένιοι κήποι, αγάλματα λογής - λογής, μάρμαρα, σιντριβάνια, νερά, δροσιές, μοσχοβολιές και αύρες, καθώς δένονταν και μπερδεύονταν μέσα μου με γέμιζαν ευτυχία.

Λουτρόπολη να δουν τα μάτια σας!.. Νοικοκυρεμένη η παραλία. Τεχνητά λιμανάκια, πισίνες για τους άμαθους, καθαρή αμμουδιά, ομπρέλες χρωματιστές, ντους, κρύα και ζεστά, νερά καθαρά, ήσυχη θάλασσα, μέσα ωραία, χαίρεσαι χωρίς να θέλεις. Σου 'ρχεται να πεταχτείς απάνω, να χοροπηδάς, να τρέχεις, να κυλιέσαι, να κυλιέσαι και σαν χορτάσεις, να πέφτεις «μπλουμ» στη θάλασσα και να γίνεσαι δελφίνι!

Ναι!.. Ηταν μια μαγευτική πόλη...

Επεσα πάνω στ' αρχοντικό κρεβατάκι της καμαρούλας μου μεθυσμένος και κουρασμένος. Το ένιωθα ώρες ώρες να λικνίζεται σα να ήμουν ξαπλωμένος πάνω στη θάλασσα ή να ταξίδευα με τρένο. Να 'ταν όλα ετούτα αληθινά, ή ονειρευόμουνα;

Δε θυμάμαι πότε έκλεισα μάτι εκείνη τη νύχτα. Θυμάμαι μόνο πως ένιωσα κάποια στιγμή στους ώμους μου φτερά και υψώθηκα πάνω από τα φώτα της πολιτείας. Και κει που πετούσα ή έτρεχα, λέει, με σταμάτησε ένα μελαχρινό παλικάρι με μπράτσα γερά κι αστραφτερά μάτια. Με πιάνει από το χέρι και μου λέει:

- Καλωσόρισες! Καινούριος είσαι;

- Καινούριος. Πώς το καταλάβατε;

- Από τα μάτια σου. Πολύ περίεργα κοιτάζουνε τα πάντα. Οπως κοιτάζουν τα παιδιά που κατεβαίνουν από το χωριό. Κι από πού έρχεσαι;

- Από την Αθήνα.

- Α, από τη δοξασμένη χώρα των δώδεκα θεών!

- Ναι, είπα εγώ με καμάρι.

- Πότε ήρθες;

- Χτες.

- Για ποιο σκοπό;

- Για να γνωρίσω τη χώρα σας.

- Χαρά μου να σε ξεναγήσω. Τι θέλεις συγκεκριμένα;

- Θέλω να δω την παραμυθένια αυτή χώρα, όπου, λέει, δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Οπου οι άνθρωποι είναι σαν αδέλφια και ζουν σα μια οικογένεια. Μπορεί να υπάρχει τέτοια χώρα;

- Μπορεί, μου λέει. Μια βόλτα θα σε πείσει. Θέλεις;

- Ναι, του λέω, θέλω πολύ. Θέλω να τα δω όλα με τα μάτια μου, όλα!

- Πάμε, μου λέει.

Και γυροφέρναμε όλους τους κήπους και τα παλάτια. Τι ωραία φαινότανε ο κόσμος από ψηλά!..

- Τη βλέπεις αυτή την παραλία, τους μόλους, τα λιμάνια, τα πελεκητά σκαλοπάτια στην πλαγιά, τις κρεμασμένες πάνω από το κύμα βίλες, την πράσινη πλαγιά που κατεβαίνει στη θάλασσα; Ε, πριν από δυο μόνο χρόνια ήταν εδώ βράχια απότομα και γκρεμοί, όπου έσκαγε άγριο κι αφιλόξενο το κύμα. Κι όλη ετούτη η πολιτεία με τα αρχιτεκτονικά της αριστουργήματα και τους ανθόκηπους, ήταν χερσότοπος. Πιο ψηλά, εκεί που σκάει το κύμα, ήταν ένα πανάρχαιο χωριουδάκι, όπου κάποτε αράξανε φερμένοι από τα κύματα οι πρόγονοί σου, οι αρχαίοι Ελληνες. Ολη ετούτη η μαγική αλλαγή έγινε από τούτα τ' άξια χέρια μας. Οχι για τα ωραία βασιλόπουλα του παραμυθιού... μα για τ' αληθινά, τα ζωντανά, τα σημερινά βασιλόπουλα.

- Και πού είναι αυτά τα βασιλόπουλα; ρωτάω.

- Δεν τα βλέπεις; Είναι γύρω σου. Είστε εσείς, τα παιδιά μας. Τα παιδιά όλου του κόσμου. Για σας τα έχουμε φτιάξει. Για να 'ρχεστε εδώ να ξεκουράζεστε. Να πάρετε καινούριες δυνάμεις για το σχολείο, ώστε να γίνετε πιο άξιοι από μας, να χτίσετε πολλές άλλες πολιτείες σαν κι αυτή, να κάμετε όλη τη χώρα, όλο τον κόσμο, μια πολιτεία.

- Και βέβαια θα την κάνουμε, είπα εγώ με περηφάνια.

- Μα δε γίνονται όλα αυτά με λόγια. Θέλουν δουλιά, θέλουν κόπο κι ιδρώτα.

- Αμα μεγαλώσω θα δεις πώς θα δουλέψω, είπα εγώ.

- Αμα μεγαλώσεις!.. Το παλικάρι γέλασε καλόκαρδα. Ωστε τώρα δε δουλεύεις; Και πώς σε ταΐζουν δίχως να δουλεύεις;

- Μα είμαι μικρός ακόμα.

- Κι οι μικροί δε δουλεύουν;

- Ε,.. ε.. πού να ξέρω!.. Τα 'χασα εγώ, δεν ήξερα τι ν' απαντήσω. Σ' εσάς εδώ δουλεύουν;

- Πώς!..

- Τι κάνουν;

- Πηγαίνουν στο σχολείο. Εσύ δεν πηγαίνεις;

- Πηγαίνω!..

- Ε, αυτή είναι εσένα η δουλιά σου. Κι άμα παίρνεις όλο δεκάρια στα μαθήματα, είσαι τότε άξιος δουλευτής, άξιο βασιλόπουλο για τούτα τα παλάτια... Κι εδώ που τα λέμε πώς τα πας;

- Καλά, είπα εγώ με καμάρι, όλο δεκάρια κι εννιάρια έχω.

- Σ' όλα τα μαθήματα; ρώτησε και με κοίταξε ερευνητικά μέσα στα μάτια με τέτοιον τρόπο, που τα χαμήλωσα ντροπιασμένα. Αλήθεια, ξέχασα που είχα στη χειροτεχνία ένα πεντάρι. Αλλά δε βαριέσαι, λέω μέσα μου, αυτός ποιος το λογαριάζει για μάθημα!

- Σ' όλα του λέω καμαρωτά, εκτός βέβαια από τη χειροτεχνία. Εκεί έχω πεντάρι.

- Πεντάρι! Στη χειροτεχνία;;!!

- Ναι, λέω απορημένα. Τι, μήπως είναι μάθημα η χειροτεχνία;

- Ποιος το 'πε! μου κάνει θυμωμένα, που δεν είναι μάθημα;

- Ολα τα παιδιά... όλος ο κόσμος... Κι η γιαγιά το λέει... Εκανα σαστισμένα από τον ξαφνικό θυμό του. Εκεί, σ' εμάς, του είπα, η χειροτεχνία είναι η χειρότερη δουλιά. Την περιφρονούν...

- Ωστε έτσι, ε;

- Αλήθεια σας λέω. Αμα πεις σ' εμάς πως είσαι εργάτης ξινίζουν τα μούτρα τους.

Εκείνος με κοίταξε κοροϊδευτικά, κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. Επειτα μου 'κανε νόημα να δω τι θα 'φτιαχνε. Εσκυψε χάμω, πήρε πηλό κι άρχισε να τον ζυμώνει σβέλτα κι επιδέξια μέσα στα δάχτυλά του. Και σε λίγο είδα ν' αραδιάζει αγαλματάκια, σπιτάκια, αυτοκινητάκια, τρενάκια, βαρκούλες, βαποράκια, αεροπλανάκια, διαστημόπλοια. Τα 'βαλε στη σειρά και πήρε ξανά να τα πασπατεύει με τα μαγικά δάχτυλά του και να τα φυσάει. Και καθώς τ' άγγιζε μεγαλώναν ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου και σάλευαν. Ζωντανεύαν τ' αφιλότιμα και ξεκινούσαν το δρόμο τους.

... Κι είδα σε λιγάκι καράβια πελώρια να οργώνουν τη γαλάζια θάλασσα, τρένα να σφυρίζουν καλπάζοντας πάνω στη ράχη της γης. Σμήνη τ' αεροπλάνα να σκεπάζουν τον ουρανό. Πυραύλους με μακριές πύρινες ουρές να χιμούν κατά το φεγγάρι. Κι από μέσα απ' τα πανύψηλα σπίτια βγαίναν μυρμηγκιά οι άνθρωποι και κοιτούσαν με θαυμασμό τον ουρανό...

... Το παλικάρι είχε αλλάξει. Ελαμπε σαν τον ήλιο το πρόσωπό σου. Σπίθιζαν σαν αστέρια τα μάτια του... Τα χέρια του σαλεύαν ολοένα. Τα δάχτυλά του παίζαν μαγικά κι από τις φούχτες του βγαίναν αράδα χρώματα, στολίδια, παιχνίδια, ομορφιές πρωτόγνωρες πέρα από τη φαντασία και τα παραμύθια.

Εμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στα δέκα του δάχτυλα, που ζυμώναν τη λάσπη, το ξύλο, τ' ατσάλι, την πέτρα και πλάθαν, πλάθαν... Εκείνος συνεπαρμένος από τη δουλιά του μ' είχε θαρρείς ξεχάσει. Τα μάτια του καίγανε από έναν παράξενο πυρετό. Βογκούσε ευχαριστημένα και ζύμωνε και κοιτούσε ψηλά, πέρα από τον ήλιο το δικό μας.

- Μάγος, είπα... Να ο μάγος του παραμυθιού, που ό,τι αγγίζει παίρνει ζωή!..

Κάποια στιγμή συνήλθε και μου 'δειξε τον παράδεισο που έφτιαξε γύρω του.

- Τα βλέπεις αυτά; μου είπε και μου 'κλεισε το μάτι. Είδες τώρα με τα μάτια σου τι θα πει χειροτεχνία; Τι λες τώρα;... Είναι σπουδαίο μάθημα ή όχι;

- Ναι!.. κούνησα το κεφάλι ντροπιασμένος.

- Και να σου πως κι ένα καινούριο που δεν το 'μαθες ακόμα; Ο άνθρωπος που περιφρονεί τη χειροτεχνία, δεν είναι από το σόι το δικό μας που χτίζουνε τις ομορφιές του κόσμου. Είναι τσιμπούρι στη ράχη της γης. Είναι μια κολλιτσίδα στον κόρφο μας που πρέπει να τη βγάλουμε και να την πετάξουμε... Είναι, τέλος, πώς να σου το πω, άνθρωπος πίσω από τούτη την καινούρια ζωή, που κινήσαμε να φτιάξουμε.

- Ωστε εγώ που πήρα πέντε στη χειροτεχνία είμαι τσιμπούρι και κολλιτσίδα; Βούρκωσαν τα μάτια μου.

Δεν ξέρω γιατί, μα μου φάνηκε τόσο βαρύς ο λόγος αυτός στο όνειρό μου, που πήρα να κλαίω απαρηγόρητα. Κι έκλαιγα, παιδιά, κι όταν ξύπνησα!.. Ηταν μούσκεμα το μαξιλάρι από τα δάκρυα. Το πάθατε καμιά φορά; Και το παράξενο είναι πως είχε γίνει πέτρα σφιχτή η καρδιά μου. Και μόνο όταν βγήκα στη βεράντα κι άνοιξε μπροστά μου πλατιά, γαλάζια κι απέραντη θάλασσα, πήρε να μαλακώνει η στεναχώρια μου. Μα τ' όνειρο αυτό έστεκε και στέκει ακόμα σαν ένα ποντικάκι στην άκρη της σκέψης μου και κάθε τόσο βγαίνει και σιγοροκανίζει το μυαλό μου. Πώς πήρα, αλήθεια, πεντάρι στη χειροτεχνία!..

* Από τη βραβευμένη συλλογή διηγημάτων «Στο χαμένο παράδεισο»

Του
Ν. ΚΥΤΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Νίκος Κυτόπουλος - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Νίκος Κυτόπουλος είναι γνωστός στα Ελληνικά Γράμματα για το αντιστασιακό του μυθιστόρημα, όπως η τριλογία: «Ο μεγάλος ανήφορος», «Η δοκιμασία» και «Ασβηστη ελπίδα», καθώς και για το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα, όπως «Ο Μπελέτης» που δείχνει πώς ο πόλεμος και η γερμανοφασιστική κατοχή δημιούργησαν από έναν απλό θρησκευόμενο άνθρωπο του Εβρου, ένα τέρας ανθρώπινο. Ασχολήθηκε όμως με επιτυχία και με την παιδική λογοτεχνία. Εγραψε για τα παιδιά το βραβευμένο μυθιστόρημα «Φίλιππος Ομηρος στη Θήβα» και τη συλλογή διηγημάτων «Στο χαμένο παράδεισο», που τιμήθηκε με το βραβείο «Μιχαέλας Αβέρωφ» από την ΕΕΛ. Το σημερινό διήγημα είναι από τη συλλογή αυτή.

Αναγκαία συμπλήρωση

Διάφορες παρενέργειες έχει ο θερινός καύσωνας και φαίνεται πως ...αντικατέστησε και το δαίμονα του τυπογραφείου. Ετσι, παραλείψαμε να σημειώσουμε ότι τη μετάφραση του διηγήματος του Αντον Τσέχοφ, της περασμένης Κυριακής, έκανε ο Βασίλης Ντινόπουλος.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ