ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Μάρτη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΡΚΑΔΗ

Η Στέλλα Αρκάδη είναι ηθοποιός του θεάτρου. Ασχολήθηκε με το διήγημα και τη μετάφραση. Γράφει ποίηση. Εχουν παιχτεί στο θέατρο τα έργα της: «Θάλαμος Νο 6» (διασκευή από την ομώνυμη νουβέλα του Α. Τσέχοφ), «Τοπία και Σώματα» και σε μετάφρασή της: «Οι Δανειστές» του Στρίντμπεργκ.

Εχουν εκδοθεί: «Χωρίς εισαγωγικά» (ποίηση), «Δέκα νύχτες και διόμισι παραμύθια» (διηγήματα), «Ευλογημένη βροχή» (ποίηση), «Τοπία και Σώματα» (θέατρο), «Γράμματα στον Αλέξανδρο» (ποίηση), «Η Νίκη της Σαμοθράκης» (ποίηση). (Υπό έκδοση «Μικρές Κυριακές». Λογοτεχνία για παιδιά και νέους).


Ζήτω η Αγγλία!

Παπαγεωργίου Βασίλης

Δεν άκουσε τι είπε το κοντόχοντρο αυτό ανθρωπάκι με τη συριχτή φωνή, που μπήκε στο κελί του. Κατάλαβε όμως. Το μυαλό του δούλευε μ' έναν ασυνήθιστο ρυθμό. Τα 'δε και τα 'νιωσε όλα μ' όλους τους πόρους του κορμιού του. Ακολούθησε τις στολές. Πέρασαν το μακρύ διάδρομο, βγήκαν στην αυλή, μπήκαν στο καμιόνι. Τον έσπρωξαν, παραπάτησε και χτύπησε το κεφάλι του στον ξύλινο πάγκο. Ωσπου να γίνουν όλ' αυτά, πέρασε ένας αιώνας. Ο χρόνος αγκιστρώθηκε στη σάρκα του, ο ήλιος κόλλησε στην ψυχή του, ο αέρας τρύπωσε στις αισθήσεις του, πολλαπλασιάστηκαν, γιγαντώθηκαν όλα.

Κι οι κραυγές και τα τραγούδια κι ο πόνος κι η χαρά τράνεψαν μονομιάς κι έστησαν έναν τρελό χορό γύρω από το λιγνό κορμί του. Πονούσε από το χτύπημα στο κεφάλι. Κάτι τον πονούσε πολύ: ήθελε να το γράψει, να το φωνάξει, να το τραγουδήσει, μα δεν ήξερε πώς. Του φαινόταν πως ό,τι ήξερε ίσαμε τώρα από τα καμώματα των ανθρώπων, ήταν μίζερο και δεν του 'φτανε για να πει ούτε τόσο δα απ' όσα ένιωθε.

Το καμιόνι τραντάχτηκε, καθώς οι ρόδες του έπεσαν σε μια λακκούβα και, με το σήκωμα του κεφαλιού, τον είδε απέναντί του, ζαρωμένο, κοντά στο κουβούκλιο του καμιονιού.

- Κύριε καθηγητά.

Θεέ και Κύριε: τέτοιο φάλτσο, τέτοια ασκήμια από πού βγήκεν αυτή η παράταιρη φωνή;

Ο άλλος κοίταξε κατά τη μεριά του μ' ένα πρόσωπο κίτρινο, μικρό, ζαρωμένο, με μια κρυάδα να σέρνεται βάναυσα αντανακλαστική στα ξεθωριασμένα μάτια του.

Το παιδί μετάνιωσε που μίλησε. Αφησε το βλέμμα του να συρθεί στο πρόσωπο και το άσαρκο κορμί του γέρου δασκάλου και, ξαφνικά, άλλαξαν οι ρυθμοί του. Του 'ρθε ένας κόμπος στο λαιμό, κει δα στο καρύδι, σα να 'τανε όλο του το αίμα μαζεμένο σ' αυτό το σημείο κι ήθελε να πεταχτεί από το στόμα του. Το 'νιωθε γλυφό κι υπόξινο, μια στιγμή νόμισε πως θα κάνει εμετό... Εφερε την παλάμη στο στόμα. Το χέρι του μουσκεύτηκε. Δεν ήταν αίμα. Ηταν ιδρώτας. Κρύωνε. Πάγωσε. Κι ήταν 20 Μαΐου. Μπορεί να 'κανε και λάθος. Λίγο πάνω, λίγο κάτω δεν έχει σημασία... Ο χρόνος δούλευε κι αυτός σα γεροδεμένος σκαφτιάς, για ν' ανοίξει μια τρύπα στη γη... Το παιδί γούρλωσε τα μάτια. Είδε έναν άντρακλα να σκάβει κι ήθελε να τον παρακαλέσει να πάψει. Να φύγει. Τι σημασία έχει πόσες του Μάη είναι. «Ειρήνη σ' αγαπώ. Ζήτω η Αγγλία». Πώς τα πάντρεψε τούτα τα δυο; Η Ειρήνη δεν ήταν αυτή του Αριστοφάνη ούτε αυτή που λένε στους λόγους τους στις εθνικές γιορτές οι δάσκαλοι κι οι πολιτικοί. Η Ειρήνη ήταν μια κοπελιά 16 χρόνων, γειτόνισσά του, που πήγαινε στην τετάρτη τάξη Γυμνασίου.

Και το σύνθημα το 'γραψε στους τοίχους του Α' Γυμνασίου Θηλέων στις 4 του Μάη, παραμονή της Αγίας Ειρήνης. Για την Ειρήνη, την κοπελιά. Και για την Αγγλία, που θα 'φερνε τη λευτεριά στους λαούς και θα τους ξανάδινε την αξιοπρέπεια.

Τις είδε και τις δυο όρθιες μπροστά του να γελούν κοροϊδευτικά. Η μια κοντούλα μαυριδερή κι η άλλη ξανθιά, ψηλή, αντρογυναίκα. Θε μου! Τι απαίσιες γυναίκες! Η μια χαζή, σαν κότα, να χαμογελά ηλίθια κι η άλλη σαν προστυχογυναίκα του λιμανιού να 'χει λυθεί στα γέλια για το κορόιδο που πιάστηκε στη φάκα - Είδες πόσο απότομα χαμηλώνουν τα πράγματα; Τίποτε δεν έμεινε όρθιο - όλα γονάτισαν ξαφνικά και του 'ρθε η επιθυμία να τα κλοτσήσει, να τα φτύσει. Υστερα χάθηκαν. Κι οι γυναίκες κι οι ιδέες κι ο ήλιος και το καμιόνι κι ο δάσκαλος απέναντι. Μετρημένα κουκιά τα γεγονότα. Καθαρά πράγματα. Τέτοια που μόνο η ζωή σκαρφίζεται!

Στις 4 Μαΐου έγραψε στον τοίχο του πρώτου Γυμνασίου Θηλέων «Ειρήνη σ' αγαπώ, ζήτω η Αγγλία». Για το πρώτο φταίει εκείνος. Την ερωτεύτηκε. Για το δεύτερο φταίει τούτο εδώ τ' ανθρωπάκι, που ζαρώνει τώρα δα κοντά στο κουβούκλιο. Αυτός του μίλησε για την Αγγλία, για τον Τσόρτσιλ, τη Δύση, τα ιδανικά, την αντίσταση, τον πολύγραφο. Τον ζέσταναν, τον ομόρφυναν όλα τούτα, ήταν κι η Ειρήνη, δόθηκε σ' όλα, ήταν και 18 χρονών, πίστεψε σ' όλα, τ' αγάπησεν όλα, ώσπου πιάστηκε με το φιλόλογο στο υπόγειο του σπιτιού του. Δικάστηκαν, καταδικάστηκαν... και γραμμή για το λόφο απέναντι.

Πάλι το αίμα κλοτσούσε μέσα του κι ήθελε να πεταχτεί έξω, να διαμαρτυρηθεί λες, που σε λίγο θα πάγωνε. Το 'νιωθε καφτό να του καίει το λαρύγγι, ένιωθε την ανάγκη να πιει μια γουλιά νερό. Κι όπως άπλωσε το χέρι του στα σκοτεινά, πετάχτηκε ορθός από το θόρυβο του γυαλιού που έριξε στο παρκέ. Ηταν το πορτατίφ του κομοδίνου του.

Πετάχτηκε αλαφιασμένος, πάτησε απάνω στα γυαλιά, έμπηξε μια φωνή, γιατί ένα κομμάτι καρφώθηκε στην πατούσα του, έφτυσε βρίζοντας. Βρήκε το διακόπτη κι άναψε το φως. Η πατούσα του έτρεχε αίμα. Μπήκε στο μπάνιο, έβρεξε μια πετσέτα με οινόπνευμα και τύλιξε σφιχτά το πονεμένο πόδι. Πήγε στο ψυγείο, ήπιε μια γουλιά νερό από το μπουκάλι και ξαναγύρισε στο κρεβάτι του. Εκατσε ανακούρκουδα κι ένα κακό γέλιο φάνηκε στη μούρη του. Μια μούρη χοντρή, βάρβαρη, με σμιχτά φρύδια, παχιά χείλια και γαμψή εβραίικη μύτη. Ενιωθε βάρος στο στομάχι, αναγούλα. Το κεφάλι του ασήκωτο. Διάολε! Τόσο ουίσκι! Κι αυτοί οι μαγαζάτορες, άμα πιεις το δεύτερο μπουκάλι, γύρευε τι βρωμόσπιρτο σου πουλάνε.

Να την πάλι η Αγγλία μπροστά του, έτσι καθώς έφερε στο νου του τη μάρκα του ουίσκι που προτιμά. «Ζήτω η Αγγλία!», Βρε για δες την πουτάνα, που παραλίγο να με στείλει στ' απόσπασμα... Κούνησε το κεφάλι του για να θυμηθεί καλά τα γεγονότα κείνης της εποχής. Δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει καλά τι έγινε ακριβώς. Πάντως το «Ζήτω η Αγγλία και Ειρήνη σ' αγαπώ» ήταν γεγονότα. Τα 'γραψε. Με το φιλόλογό του γράψανε και προκηρύξεις στον πολύγραφο. Τ' άλλα όμως; Πώς έγιναν; Εγιναν; Μπερδεμένα, θαμπά πράματα. Πράγματι τους πήγαιναν για εκτέλεση; Και πώς γλίτωσαν;

- Ο διάολος να με πάρει, παραήπια και δεν ξέρω τι μου γίνεται.

Είδε την πετσέτα να 'ναι μουσκεμένη στο αίμα κι ανατρίχιασε. Σα να κρύωνε. Πήρε το μπουκάλι από το κομοδίνο και κατέβασε κάμποσες γερές γουλιές. Ενιωσε καλύτερα. Ενα κέφι αλλιώτικο κατρακύλησε στο κορμί του. Το γέλιο του ήταν χοντρό, τόσο που φοβήθηκε μην ανοίξει το στήθος του και φανεί όλη η από μέσα του βρωμιά. Τα νεύρα του ήσαν έτοιμα να σπάσουν. Κάποιος του 'φταιγε. Ισως το βαρυφορτωμένο του στομάχι, που δε σήκωνε άλλη ταλαιπωρία. Ισως εκείνος ο φιλόλογος της κατοχής. Ισως ίσως κι αυτή η Ειρήνη. Για δες! Σπουδαία πρόσωπα κι οι δυο τους! Τον έναν τον χώνεψε κιόλας η γης κι η άλλη βολοδέρνει στο συνοικιακό φαρμακείο του πατέρα της. Φτωχομπίζνες!

- Κι όμως, κύριε! Με πηγαίνανε για εκτέλεση και γλίτωσα.

Το 'πε πολύ δυνατά, σα να 'θελε κάποιος να τον ακούσει. Ητανε ζήτημα ζωής και θανάτου ν' ακουστεί. Του 'ρθε να βάλει τα κλάματα. Αυτή η αδυναμία να συγκεντρωθεί, αυτός ο στραβός δρόμος πυύ 'παιρνε το μυαλό του δεν ήταν καλό σημάδι.

Στο άκουσμα του τηλεφώνου πετάχτηκε σαν αυτόματο. Σα να του 'ρθε η λύτρωση από κει που δεν την περίμενε.

Ακουγε μηχανικά. Κρατούσε σημειώσεις, απαντούσε, γελούσε. Ζήτω η Σουηδία! Ζήτω η Σουηδία, αδελφέ μου! Κρατούσε τ' ακουστικό μακριά από το στόμα του και φώναζε απανωτά, διθυραμβικά. Ζήτω η Σουηδία! Ζήτω η Νορβηγία! Ζήτω! Ζήτω! Στρώθηκε στην πολυθρόνα, άνοιξε το ντοσιέ του και βάλθηκε να κλείνει δουλιές. Το τέλεξ πήρε φωτιά. Επρεπε να πάρει ξύλα. Πολλά ξύλα. Αυτά τα δυο μεγαθήρια θα καταβροχθίσουν πολύ πράμα. Ξενοδοχεία, κύριε. Ξενοδοχεία πολλά να 'ρθει κόσμος. Αμερικάνοι, Εβραίοι, Αγγλοι, Γερμανοί. Μάλιστα. Ζήτω ο κόσμος. Ζήτω η Γερμανία.

Τον έπιασε μια ξαφνική κακία για την Αγγλία. Ο ενθουσιασμός τού λαμπικάρισε το μυαλό και ζωντάνεψαν οι κατοχικές μνήμες. Για χατίρι της παραλίγο να τον τουφεκίσουν.

- Γιατί, κύριοι, είναι αλήθεια. Δεν είναι όνειρο, σκέτος εφιάλτης. Πήγαινα για εκτέλεση και το καμιόνι χτυπήθηκεν από αντάρτες και γλιτώσαμε.

Ενιωσε ενοχή για κείνες τις νεανικές παλαβομάρες. Τάνυσε το κορμί του και του φάνηκε πως έγινε τεράστιος, πως είχε τέτοια δύναμη που θα μπορούσε να δώσει μια κλοτσιά να διαλύσει ολάκερο τον κόσμο, ακόμα και με τη χτυπημένη του πατούσα.


Της
Στέλλας ΑΡΚΑΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ